Σαν να φύσηξε ξαφνικά και εκείνο το εξώφυλλο μες στους τόνους του καφέ, σαν να πήρε μια ανάσα, εκεί πάνω στο ράφι του, καλά βαλμένο, σχεδόν για πάντα.
Κάποιος έτρεξε, αναζήτησε την πηγή που σάρωνε τώρα τις αποδείξεις και τα διαφημιστικά από το γκισέ του ταμείου, μια πόρτα χτύπησε δυνατά, αυτός ο κάποιος που σας είπα, έτρεξε κατά κει. Έπειτα όλα επέστρεψαν στην ησυχία τους. Οι συζητήσεις αρχίνισαν από εκεί που ‘χαν σταματήσει, κάποιοι που γελούσαν γέρασαν στο φόντο μιας βαριάς εγκυκλοπαίδειας και δεν τα κατάφεραν ποτέ ξανά. Σαν να λέμε όλα γύρισαν στα πρότερα,
Και κανείς δεν ρώτησε εκείνο το μικρό βιβλίο, το καλά βαλμένο, τι σήμαινε η μοναξιά του για τον κόσμο. Με τις λέξεις του να παλιώνουν περίμενε λέει, την μεγάλη τύχη, την ξεχωριστή συγκυρία, δυο χέρια ανθρώπινα και ύστερα μια άλλη ζωή.
Στα πόδια της Αλκμήνης όταν κοιμάται, με ανοιγμένα τα φτερά του, στον πάγκο της κουζίνας, στον μπουφέ και οπουδήποτε αλλού θα μπορούσε να θεωρηθεί μια παράξενη θέση, σημαδεμένη από τη σπάνια οικειότητα. Στο στήθος με το τρεμάμενο φως και ανοιχτό τον δρόμο που βγάζει ως την καρδιά. Είναι ένα όνειρο με τίτλο εκείνο που σε κοιμίζει. Και αργότερα, κάτω από τους μυθικούς ήλιους του μεσημεριού, λερωμένο με λάδι και αμμουδιά, κάτι παραδομένο στη φθορά του, όπως και εγώ, όπως και εγώ που σας γράφω απόψε για ένα μοναχικό βιβλίο. Θαρρείς και δεν είπαν για όλα αυτά οι μικροί πρίγκιπες, οι χίμαιρες, σαν να μην τους δόθηκε το πικρό, κόκκινο παράσημο και ένας νεαρός θάνατος για συντροφιά. Να που θέλησα και εγώ απόψε, να σκαρώσω μια ωδή για τα μοναχικά βιβλία όλου του κόσμου. Στο νου μου έρχεται η ολιγοσέλιδη πλακέτα, ίχνη από υπόλευκο χαρτί chamoi των τάδε χιλιοστών, κάποιος που διαβάζει κατά τη διάρκεια της ξέφρενης τροχιάς του. Και έπειτα ένα βιβλίο ξεχασμένο για τα απολεσθέντα του τερματικού σταθμού που όλο πληθαίνουν και γίνονται κάτι σαν δαίμονας στο βάθος της μνήμης σου.
“Και εκείνο το άλλο βιβλίο; Τι γίνηκε; Δεν μπορείς να πουλάς έτσι μια ιστορία. Αρκεί η τόση προδοσία εκεί έξω, αρκεί η προδοσία που σχεδιάζουν οι μορφές”.
Δεν είπε τίποτε. Η ζωή, μόνο είπε, κύλησε στο βιβλιοπωλείο σαν το κρυμμένο ποτάμι, αυτό το παράδειγμα χρησιμοποίησε. Που τρέχει τόσους αιώνες τώρα και μήτε που θα μάθουμε ποτέ τις αρχικές καταβολές του.
“Το αγόρασαν παραμονές καλοκαιριού, μα είχε μια ψύχρα και έτσι το αμπαλάρανε καλά καλά και τρυφερά πολύ. Εκείνο νόμισε για μια στιγμή πως φορεί κοστούμι γαμπριάτικο, πως ήταν κάποιο μες σε όλη αυτήν την αβεβαιότητα. Κάτι στον κόσμο το ‘χε διαλέξει για να κρατήσει όρθια την εμπιστοσύνη, κάθε τόσο λικνιζόταν σαν πεταλούδα ζωγραφισμένη που φεύγει κατά το μέλλον”.
Από τα ηχεία της νύχτας φτάνει η κραυγή του Πιανίστα.
“Σε αρχαία θέατρα ερωτευτήκαμε κάτω από τον ήχο του κόσμου παραμορφωμένα, σήματα διακεκομμένα να τεμαχίζουν τη νύχτα σε λεπτομέρειες και καταστροφές, κυρίως τέτοιες. Ύστερα το πετάξανε στην καρίνα ενός παλιού επιβατικού σεντάν και εκεί τελειώνει το γράμμα. Τα άλλα δεν τα γράφει πουθενά ο συγγραφέας. Και έτσι κανείς δεν ξέρει πως το βιβλίο πουλήθηκε σε μια αυτοσχέδια δημοπρασία παρέα με ολάκερη τη βαριά βιβλιοθήκη του εκλιπόντος στρατηγού εν αποδημία, πια. Ταξίδεψε σε όλη την πόλη, πάγωσε στα πεζοδρόμια, το αμπαλάζ του σκίστηκε, το δώρο δεν έφτασε πουθενά. Πόσα τέτοια σινιάλα κάθε μέρα, πόσα σπασμένα γυαλιά να μιλούν από κάθε κορυφή, αντένες του καιρού μου, αντίο.
Είπε πως τώρα πια χάθηκε, η μηχανή του πολτού το περίμενε στο τέλος της διαδρομής. Και τότε ήρθε το θαύμα, σαν παιδί που επιστρέφει σε μαυροντυμένο σπίτι, σαν κάτι αναπάντεχο και απολύτως ευτυχές, ο κύριος Πιερ το αγόρασε μαζί με τον στρατηγό, τη βιβλιοθήκη και το σπαθί του αντί πινακίου φακής. Λίγα πράγμα παραμένουν ακριβά, να ξέρεις παλιέ μου φίλε, μα όχι ένας στρατηγός.
Και κατέληξε σε αυτή τη βιτρίνα, τόσο σοφό πια και πικραμένο που δεν θέλει να πουληθεί εκεί έξω. Μόνο τη μοναξιά του αποζητά και όταν κάποιος πλησιάζει φοβάται και κλείνει ερμητικά τις σελίδες του. Είναι το τελευταίο του είδους του. Σαν πεθάνει κάποια νύχτα, οι φίλοι του, ακόμη και εκείνη η βαριά εγκυκλοπαίδεια, θα ανοίξουν απ’άκρη σ’άκρη και φόρο τιμής θα αποτίνουν στο ωραίο και το ιδανικό που χάθηκε. Κανείς δεν θα βρίσκεται, τα γέλια θα ‘χουν παλιώσει, κάποιος πλανόδιος μουσικός θα παίζει εκεί έξω μια μεθυσμένη μπαλάντα , κάποιος θα δένει το σχοινί του και ένας άλλος θα σκύβει να πιει από τον έρωτα, μοιρασμένος για πάντα. Μες στο βιβλιοπωλείο, να ξέρετε, απόψε πεθαίνει ένα βιβλίο. Έχει πίσω του μια μεγάλη ιστορία, κανείς δεν ξέρει τι τραύματα κουβαλά μια ψύχραιμα φοβισμένη λέξη στις ιστορίες της Δάφνης Μωριέ, η σελίδα που λείπει τι σημαίνει για τούτο εδώ το σύμπαν. Εσείς δεν ξέρετε, μόνο να αγαπιέστε μπορείτε στην αυγή του φθινοπώρου και ούτε ποτέ συλλογιστήκατε πώς είναι να πεθαίνει ένα βιβλίο.
Η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια σήκωσε σκόνη , σάλεψε μια φορά ακόμη και έκλεισε βαριά. Το βιβλίο δίχως λόγο γλίστρησε και έπεσε από το ράφι. Κρύφτηκε στο σανιδένιο πάτωμα και κοιτούσε από χαμηλά την παλιά του ζωή. Έπειτα ένα πόδι το κλώτσησε κάτω από το ράφι. Χωρούσε, ήταν λιγνό, καλό είναι να γράφονται μεγαλύτερα βιβλία, να μην γλιστρούν κάτω από το ράφι της ξέφρενης μόδας. Μόνον έτσι μπορεί κάτι να κρατηθεί. Όλα τελειώσανε όταν άκουσε τον κύριο Πιερ να λέει στον κυριευμένο από αγωνία πελάτη, “είναι εξαντλημένο, θα χάσετε την ώρα σας και τα χρήματά σας. Εδώ μπορείτε να βρείτε και άλλους τίτλους, ρίξτε μια ματιά. Η εξάντληση δεν περνάει ποτέ ξέρετε”, πρόσθεσε με ύφος αινιγματικό.
Τ’άλλο πρωί όσοι περνούσαν, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως εκείνη η εγκυκλοπαίδεια συγκρατούσε την πιο μεγάλη θλίψη μες σε ολόκληρη την πολιτεία”.