Ο χρόνος ο ιστορικός

[…στις 16 του Σεπτέμβρη η Σονγκ Μπινμπίν πεθαίνει. Θα μείνει στην ιστορία για τη σκληρή της στάση απέναντι σε όσους διαφωνούσαν με τις επιλογές της επανάστασης. Κατ’εντολή της το κόμμα θα σκοτώσει δεκάδες καθηγητές και δασκάλους. Αντιφρονούντες όπως η Μπιανγκ Ζονγκιούν που τόσο σκληρά γεύτηκε τη σκληρότητα της κομματικής νεολαίας. Λίγο πριν φύγει, η Σονγκ υποκλίθηκε εμπρός στην προτομή της Μπιανγκ, ζητώντας μια συγνώμη που κανένα άγαλμα δεν θα παραχωρήσει. Έπρεπε να ζήσει και να πεθάνει με αυτό το βάρος. Αυτή η ιστορία βασίζεται σε τούτα τα πρόσωπα και στην αρχή, πως τίποτε από όσα έχουν συμβεί δεν πρέπει να ξεχαστεί. Έχετε τόσο δίκιο κύριε Μπένγιαμιν, η λυτρωμένη πραγματικότητα και μόνο, μπορεί να κάνει δικό της, δίχως περιστροφές και δισταγμούς ακέραιο το παρελθόν…]

 

Τα λόγια του υπήρξαν μετρημένα. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ανακοίνωσαν την ετυμηγορία του λαϊκού κόμματος. Στο τέλος της διατύπωσης, με μια διάθεση σκωπτική ο κύριος πρόεδρος συμπλήρωσε. “Μοιάζετε με κάποιον που φορεί μια αμφίεση ποδοσφαιρική μες σε ένα γήπεδο τένις”. Οι άλλοι συμφώνησαν, έκλεισαν τους φακέλους, παρέδωσαν τα κατηγορητήρια στους γραμματείς και αποχώρησαν από την αίθουσα. 

Τότε στο κατώφλι της πόρτας έκαναν την εμφάνισή τους οι κόκκινοι φρουροί. Γελούσαν ειρωνικά και είχαν στα χέρια τους ρόπαλα με καρφιά, μες στο στήθος τους δεν είχαν καρδιά, μόνο έναν σκοτεινό δεκάλογο. Η Μπιανγκ προχώρησε λίγα βήματα, οι άλλοι έκαναν χώρο να παραμερίσει, στις δυο πλευρές του διαδρόμου οι άνθρωποι του κόμματος γελούσαν. Μόλις την είδαν επικράτησε μια παρατεταμένη σιωπή, ένα δεύτερο κατηγορητήριο, πιο σκληρό και αποτρόπαιο επρόκειτο να ανακοινωθεί. Η Μπιανγκ  συλλογίστηκε εκείνο που σχολίασε ο πρόεδρος της επιτροπής, της φάνηκε αστείο και γέλασε, όμως αυτό εξόργισε τα μέλη της επιτροπής του κόμματος που κινήθηκαν προς το μέρος της. Ένα κορίτσι πλησίασε, της χάρισε ένα τριαντάφυλλο και ευθύς αμέσως κάποιος από τους ανθρώπους του κόμματος την ανάγκασε να γονατίσει. Έσυρε εμπρός της έναν κουβά με βρωμόνερα και την ανάγκασε να το πιει. “Μια αμφίεση ποδοσφαιρική” συλλογίστηκε η Μπιανγκ και χαμογέλασε πιο φανερά, προκαλώντας ένα άνευ προηγουμένου ξέσπασμα στο πλήθος που δεν συνιστούσε παρά μια νοσηρή μάζα ανθρώπων, παραδομένων στις προσταγές της Επιτροπής. 

Ένα αγόρι, όχι πάνω από δεκαπέντε χρονών, μπήκε σε εκείνο το φοβερό πλάνο.  Θύμιζε τους δήμιους της γαλλικής δημοκρατίας – είναι αδιάφορο για ποια έκδοση μιλούμε – όταν ακόμη διέθεταν μια κάποια παιδική αθωότητα. Όλα γκρεμίστηκαν όταν ύψωσε ένα ρόπαλο κεντημένο με καρφιά και χτύπησε την Μπιανγκ δυνατά στο κεφάλι. Τότε όλα αρχίσανε για εκείνη. Η παιδική της ηλικία ξεπρόβαλλε πίσω από ένα κατακόκκινο φόντο, τα παιχνίδια που αγαπούσε, τα πρόσωπα, σαν πίσω από τα μετάξια βουτηγμένα στο μίνιο. Τα λόγια του πατέρα, εκείνα του επιτρόπου, “μια αμφίεση ποδοσφαιρική”, τώρα γελούσε πιο ζωντανά και έπεφτε πάνω της κατά κύματα τ’άγριο πλήθος και το σώμα της τώρα ήταν μια βάρκα τσακισμένη πάνω στα βράχια του καιρού. Έπειτα αφού χόρτασαν οι δήμιοι πέταξαν παράμερα τα ρόπαλα και στάθηκαν γύρω της, σε μια ατέλειωτη, σκοτεινή φάλαγγα. Την στερέωσαν στα πόδια της και την βάλανε να περπατήσει ανάμεσα στους φαλαγγίτες. Χτυπήματα, προσβολές, εξευτελισμοί, κάποιος σκίζει τα ρούχα της, όλα πάνω και μέσα της κομμάτια. Τον τόνο έδινε ένα κορίτσι, κάθε τόσο σκάρωνε ένα σύνθημα, οι άλλοι ακολουθούσαν, κάποιος σκούπιζε από το πρόσωπό της τα αίματα. Αν δεν φαίνεται το αίμα μπορείς να είσαι σίγουρος πως κανείς αντέχει και άλλα χτυπήματα. Το κορίτσι έγνεψε στους άλλους, κάποιοι την χτύπησαν με γροθιές, ένιωσε τη φωνή της να χάνεται. Μόνοι οι άγγελοι θα μπορούσαν πια να την ακούσουν. Την οδήγησαν στα αποχωρητήρια, την έβαλαν να  καθαρίσει με τα χέρια της που τρέμανε τις ακαθαρσίες, οι άλλοι γελούσαν, ορισμένοι δεν έχασαν την ευκαιρία και την βίασαν, εκεί εμπρός στους άλλους, σε μια επίδειξη πρωτοφανούς κτηνωδίας. Μα είχανε όλη την ευλογία του κόμματος και την έγκριση της επιτροπής και όλοι τους νιώθανε πιο σημαντικοί, με εκείνα τα κατακόκκινα μαντίλια δεμένα στο μπράτσο τους. Έτσι δεν χρειαζόταν να ντρέπονται για τίποτε, μήτε για το κουφάρι της που γύρευε να σταθεί όρθιο, ούτε για τις πράξεις τους που συνιστούσαν μια απόφαση της επιτροπής και έτσι κέρδιζαν τη νομιμότητα που καμιά ανθρωπιά δεν θα τους χάριζε.

Το μόνο για το οποίο τους παρακαλούσε ήταν να αντικρίσει για μια τελευταία φορά το φως του ήλιου. Και έτσι κάποιος περισσότερο αποφασιστικός από τους άλλους την έσυρε από τα μαλλιά, τραγουδώντας τον ύμνο του κόμματος. Εμπρός στο κάδρο του Μάο στάθηκε και υποκλίθηκε και οι άλλοι πολλοί εκτίμησαν  αυτή του την πράξη. Σίγουρα αυτός ο κάποιος διέθετε ένα πολύ σημαντικό μέλλον, κάτι τέτοια πράγματα φθάνουν στην επιτροπή πιο γρήγορα και από τις φήμες. Η επιτροπή χρειάζεται θαρραλέα παιδιά που δεν βάζουν τίποτε άλλο πάνω από τις αποφάσεις του κόμματος. Σε όλους φάνηκε πως ο αρχηγός τώρα χαμογελούσε πιο πλατιά και έτσι πίστεψαν πως οι πράξεις τους ήταν πέρα για πέρα σωστές. Ούτε ένας δεν συλλογίστηκε πως στα χέρια τους πεθαίνει μια ζωή, ούτε ένας δεν έβαλε τέλος σε εκείνες τις φριχτές στιγμές που σακατεύουν το μέλλον.

Εκείνος ο ρωμαλέος νέος την κρατά από τα μαλλιά. Είναι όρθια  ή κρατιέται από κάτι που δεν είναι παρά οι τελευταίες της στιγμές, το τελευταίο της θάρρος. Η φωνή του επιτρόπου επανέρχεται πιο αστεία από ποτέ, τώρα πια δεν έχει τίποτε να χάσει και μες στα αίματα γελά δυνατά ώσπου τα μάτια της να δακρύσουν. Μα αυτό εξοργίζει το πλήθος και τώρα όλοι μαζί την σκοτώνουν, παίρνουν τα κομμάτια της και τρέχουν ως τις πύλες του κόμματος. Θέλουν να δείξουν σε όλους πως σήμερα και πάντα θα υπερασπίζονται αυτήν εδώ την επανάσταση. Η νύχτα πέφτει, μια μπαλάντα τραγουδά και σε κάθε γωνιά της πολιτείας όλοι νιώθουν πιο βέβαιοι για την καλά στερεωμένη επανάσταση. Έπειτα χρόνια τηλεγραφήματα, αποκλεισμοί και σκοτάδι.

Στην ίδια σκηνή, χρόνια μετά, λίγα έχουν αλλάξει. Ο καιρός που περνά έχει βάψει με μια σταχτιά απόχρωση τα πάντα τριγύρω. Τα μέλη της επιτροπής ζουν πια μονάχα στα κάδρα, στο υπ’αριθμό τάδε υπόγειο των κομματικών κτιρίων. Όσοι ζουν ακόμη από εκείνους τους ανθρώπους που για μια στιγμή λησμόνησαν την πιο βαθιά τους ιδιότητα τώρα κατευθύνονται προς εκείνο σχολειό. Η Σονγκ είναι γερασμένη, βαδίζει με δυσκολία, πάει καιρός που τα χέρια της τα αντικρίζει στο όνειρό της γεμάτα με αίματα. Ξέρει πολύ καλά πως ο χρόνος της λιγοστεύει και δεν περνάει μέρα που να μην ψελλίσει, “συγνώμη Μπιανγκ, συγνώμη κυρία Μπιανγκ”. Μα τίποτε δεν της κάνει αυτή η παραδοχή και οι τύψεις της ραγίζουν την καρδιά. Είναι βέβαιο πως ο χρόνος για την Σονγκ λιγοστεύει και λιγοστεύει σαν ένα φθαρμένο σχοινί που σε λίγο θα κοπεί. Και καμιά επιτροπή δεν μπορεί να κάνει τίποτε, τώρα όλα γίνηκαν στάχτη, οι ιδέες και οι άνθρωποι. Μόνο η κυρία Μπιανγκ που γελάει μες στα αίματα μπορεί να σταθεί σαν απάντηση απέναντι σε μια ολόκληρη εποχή. Εμπρός στην προτομή της η Σονγκ υποκλίνεται, κάτι σπάει ανεπανόρθωτα, σε λίγες μέρες πεθαίνει και εκείνη, μες σε πόνους φριχτούς που φάνταζαν πολύ χειρότεροι από εκείνους  που γεύτηκε η κυρία Μπιανγκ στα χέρια της κομματικής νεολαίας.

Τα πρόσωπα ετούτης της ιστορίας είναι πέρα για πέρα αληθινά. Η Σονγκ Μπινμπίν, μέλος των Ερυθροφρουράς εκείνου του σκοτεινού καιρού, η Μπιανκ Ζονγκιούν, η δασκάλα που δολοφονήθηκε βάναυσα κατ’εντολή της νεαρής φοιτήτριας, τα χρόνια που πέρασαν, μια ζωή πετυχημένη, μακριά από όλες αυτές τις αναμνήσεις. Και έπειτα το χρέος που δεν μπορεί παρά να ζητά ότι δικαιούται, επίμονα, σταθερά, ασταμάτητα, ώσπου να εκπληρωθεί η ιστορική απαίτηση, η πιο ανθρώπινη. Η Σονγκ θα πεθάνει πριν από μερικές μέρες. Έίχε δει ήδη την επανάσταση να ξεφτίζει στο όνομα του εμπορίου, ο Μάο είχε αρχίσει να μοιάζει πολύ με τον Φρανκλίνο, εκείνη είχε ζήσει χιλιάδες φορές εκείνες τις στιγμές και είχε ζητήσει τη μετάνοια, τη συγχώρεση που συνιστά όμως και το πιο δύσκολο πράγμα για να κερδίσει κανείς. Όσο για την επιτροπή και την επανάσταση, όλοι τους έμοιαζαν πια με ανθρώπους εκτός τόπου και χρόνου πια, σαν αθλητές που μπερδεύτηκαν και τώρα φορούν “μια αμφίεση ποδοσφαιρική μες σε ένα γήπεδο τένις”. 

Α.Θ