Μπήκε στο σπίτι, δεν άναψε κανένα φως. Τις σκέψεις του άφησε μόνο να τον πλημμυρίσουν, σκέψεις λαθεμένες, τιποτένιες. Στάθηκε πίσω από το παράθυρο, κάτω η πόλη ανάσαινε, σαν βαρύ και ταπεινό θυμίαμα. Σταμάτησε εκεί, σε εκείνο ακριβώς το σημείο και περίμενε τις τρομερές σκέψεις που κάθε νύχτα θολώνουν το νου του. Στο τραπέζι το μισοτελειωμένο ποίημα, εμπρός του τα γέλια και οι κοροϊδίες των φίλων του, η τόση εκμηδένιση. “Χάνεις τον καιρό σου”, “ω, τι ελαφρόμυαλος που είσαι”, “περνιέσαι για σπουδαίος, έτσι δεν είναι;” Πόσα του είπαν, με πόσα βέλη φοβερά δεν τον κατηγόρησαν, σκοτώνοντας κάθε τι όμορφο που έκρυβε μέσα του. Μα τώρα ήταν ασφαλής, πίσω από το παράθυρο του μικρού δώματος, ανάμεσα στα έπιπλα που ανασαίνουν ερημιά και βέβαιο θάνατο. Είχε τα μάτια του κατακόκκινα, δακρυσμένα, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, απόψε η καρδιά του θα σπάσει, θα σπάσει.
Και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση. Απόψε θα γράψει το τελευταίο και πιο σπουδαίο έργο του. Έχει τις λέξεις μες στην καρδιά του, την ψυχή του τρυπάει της λύπης το κεντρί. Μα εκείνος πια το πήρε απόφαση, πως απόψε, τούτη τη νύχτα και την επόμενη και κάθε άλλη, δεν θα ξεμυτίσει από την κάμαρή του. Μόνο θα γράψει με όλη τη δύναμη της ψυχής του, μονάχα θα γράψει ένα μεγάλο έργο που θα τον καταξιώσει και θα αποδείξει στους φίλους, τους δικούς του ανθρώπους πως μες στην ψυχή του κρύβεται ένας αληθινός ποιητής. Τους ακούει που γελούν, νιώθει στο πετσί του κάτι σαν λεηλασία και την ίδια στιγμή από το φεγγάρι, εκεί ψηλά ζητά τη λύτρωση. Σκέφτηκε πως θα πρέπει να αντέξει, να μην καμφθεί, να σταθεί στο ύψος της τέχνης του, να ταπεινωθεί για χάρη της. Ίσως αυτός να είναι ο μόνος δρόμος. Μα το έργο έχει κιόλας ριζώσει μέσα του, οι χαρακτήρες και τα τοπία του βλασταίνουν, μοιάζει ακόμη με μια ανεπίσημη επίκληση, μα εκείνος ξέρει καλά πως είναι το έργο του, το δικό του έργο, μια ιστορία με στιγμές καταιγιστικές, ανθρώπινες και κάπου κάπου σκοτεινές. Έξω ο άνεμος φυσά, στις στέγες οι πορτολάνοι γυρνούν ξέφρενοι, δείχνοντας χίλιες και μία κατευθύνσεις. Οι νύχτες βλέπεις, δεν ήταν ποτέ τίποτε. Εκείνος ονειρεύεται πως βρίσκεται λέει, όχι σε τούτο εδώ το μέρος. Μα σε έναν ελαιώνα, μίλια μακριά από εδώ, με την ειρήνη να του γαληνεύει την ψυχή. Όμως το έργο που ακόμη δεν έχει γεννηθεί γδέρνει το νου του, ιστούς στερεώνει στις γωνιές και τα ερμάρια τα πιο μυστικά της καρδιάς του. Θα’θελε να ‘ταν σαν εκείνους τους μεγάλους δημιουργούς που μπορούν και σκαρώνουν με το τίποτε κάτι μεγάλες ιστορίες, μα είναι μικρός, πολύ μικρός. Εντός του η έμπνευση στέκει πάντα στην ώρα της σπαργής της, τίποτε δεν σαλεύει μες στο νου του, παντού χειμώνες και ίσως κάτι από άγριο μέλι.
Ετούτη την ώρα θα πρέπει να δώσει την ύστατη μάχη του. Να υπομείνει το βάρος εκείνης της ιστορίας που ακόμη δεν έχει γεννηθεί και όμως. Τώρα θα πρέπει να αντέξει τις φωνές, τους μαύρους Τρίτωνες που σέρνονται χάμω στο πάτωμα, πάνω στους τοίχους και τα καρβουνιασμένα έπιπλα της κάμαρης, τα λιγοστά. Τώρα πρέπει να αντέξει, να στερεώσει τους χαρακτήρες της ιστορίας του, να βρει τη δύναμη να τους δώσει δίκιο ή να τους σκοτώσει προτού φτάσει καν στην τελευταία σελίδα του βιβλίου που μόλις απόψε γεννιέται.
Υπάρχουν τόσοι εχθροί πια γύρω του, όλες οι πιθανότητες στέκουν εναντίον του. Στέκει πίσω από το παράθυρο, κοιτάζει έξω το τέμπλο της πόλης, με τους αγίους και την πορνογραφία του, σε πρώτο πλάνο. Μοναδική του ελπίδα οι μεγάλοι δάσκαλοι. Τον προσμένουν υπομονετικά στα ράφια της παλιάς βιβλιοθήκης, κάθε φορά που έτρεξε σε εκείνους για μια συμβουλή, για ένα στήριγμα ποτέ δεν του το αρνήθηκαν. Εκείνος, ένα αθώο παιδί με μια μισοτελειωμένη ιστορία και όλοι τους, στα ράφια της σαθρής βιβλιοθήκης, κάτι καλλιεργημένοι μεγάλοι που κατάφεραν να σημαδέψουν την εποχή τους.
Θαρρείς πως ο νους του μεμιάς κινδυνεύει να χαθεί. Τα βιβλία στα ράφια τώρα βλασταίνουν, βγάζουν ρίζες, εκτείνονται έξω και πέρα από τούτη την φτωχική κάμαρη. Σκαρφαλώνουν τους τοίχους, καταλαμβάνουν κάθε σπιθαμή του δωματίου, ανεβαίνουν πάνω στα έπιπλα και κατατρώνε τα ξύλα, τα σίδερα και τα όνειρα. Φράζουν την πόρτα, γεμίζουν τοίχους και περάσματα, οι ρίζες τους σκάβουν το ξύλινο πάτωμα και ταξιδεύουν παντού μέσα του. Εκείνος μοιάζει με ένα μικρό παιδί, ντυμένο τη μαθητική του ποδιά, το γιακαδάκι της τριμμένο. Μοιάζει με ένα παιδί που τρέμει τον κόσμο μα τα βιβλία δεν νοιάζονται καθόλου για τα συναισθήματά του και τώρα γεμίζουν σαν νερό, τη μικρή εκείνη κάμαρη. Και εκείνος, μικρός, τόσο μικρός, δανείζει το φοβισμένο του πρόσωπο στον κόσμο εκεί έξω, μες στις στιγμές του χωρεί ακέραιος. Πάει, τη λησμόνησε την ιστορία και τώρα πρώτη του μέριμνα είναι να σωθεί από εκείνα τα βιβλία και τις σελίδες του που πετούν από τοίχο σε τοίχο, φτερουγίζοντας λέξεις και άδεια αινίγματα. Τώρα στέκει εμπρός από το παράθυρο, μα κατέχει κιόλας ολόκληρη την πλοκή. Μια μέρα, κάποτε, δεν θα’ναι τώρα, θα’χουν περάσει αιώνες , κάποιος θα γράψει ετούτη την ιστορία. Τότε που μες στην κάμαρη θα φωλιαζουν πουλιά και άλλα πλάσματα του πιο άγριου δάσους, τότε που ο κόσμος θα ‘χει μείνει δίχως επάγγελμα κανένα, δίχως ανθρωπιά.
Ανοίγει σιγανά τα παραθυρόφυλλα, ο άνεμος που μυρίζει βροχή τον διεγείρει. Τα μάτια του κοιτάζουν το δράμα της πολιτείας από απόσταση χιλιομέτρων πια. Δεν θα πουν τίποτε για όσα συνέβησαν κάποτε. Μόνο θα σφραγίσουν για πάντα το δωμάτιο, εκείνη την κάμαρη που ‘χε μια φορά και έναν καιρό αφήσει το κορμί του, τίποτε λιγότερο.
Ω, τι πόνος οι ιστορίες που ποτέ δεν γράφτηκαν, ω, τι θέληση εκείνου του παιδιού, να βρει κάτι από τη χαμένη συγκίνηση του κόσμου. Τώρα κανείς δεν μιλά για την κάμαρη εκείνη, η ζωή εξακολουθεί γλυκιά και πρόστυχη μαζί και η κάμαρη της ιστορίας που ποτέ δεν γράφτηκε φέγγει με ένα ροδακινί χρώμα, αδειανή από ζωή, εκεί ψηλά.
Απόστολος Θηβαίος