Αυτός που γλίτωσε, θυμάται

Διήγημα που πρέπει να διαβαστεί
μες στην ατμόσφαιρα
του απόκοσμου
Άρβο Παρτ

Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε από τότε. Είχε ξεχάσει πώς είναι να ετοιμάζεται κανείς, να σιδερώνει τα ρούχα του, να θυμάται να σβήσει το θερμοσίφωνα, να χτενίζει τα μαλλιά του. Α, τα μαλλιά του και ευθύς τα ψηλάφισε, από τη ρίζα ως τις άκρες. Τα’χε πεθυμήσει και οι ακτίνες τα είχαν αποδυναμώσει. Για όλα έφταιγε εκείνος ο αόρατος εχθρός. Έκανε την εμφάνισή του στις φωτογραφίες μα δεν μπορούσε να τον νιώσει, εργαζόταν αθόρυβα, βουβά για το μεγάλο μυστήριο του θανάτου. Όταν λοιπόν ο ιατρός, κύριε Νέιχ του είπε, Άμπρααμ, μπορείς να φύγεις ήσυχος. Σε τρεις μήνες θα σε επανεξετάσουμε, μα για τώρα πετύχαμε διάνα. Ο όγκος εξαφανίστηκε, μόνο μερικές παρενέργειες από τις ακτίνες, θα περάσουν όλα, έβαλε τα κλάματα, συνήθεια που ‘χει διακόψει από τα παιδικά του χρόνια. Συγχαρητήρια, μα εσείς κύριε Νέιχ δεν μπορείτε να νιώσετε τι σημαίνει να έχει πειστεί κανείς πως από στιγμή σε στιγμή πεθαίνει. Και τώρα; Τώρα του ζητούν να συνεχίσει τη ζωή του απ’εκεί που τη σταμάτησε εκείνος ο αόρατος εχθρός. Θα πρέπει να κοιτάξει κανείς αν και τι έχει απομείνει.

Ήταν βέβαιος πως όλα επάνω του έμοιαζαν φροντισμένα. Και άλλωστε είχε υποσχεθεί να μην κοιτάξει ποτέ ξανά τον εαυτό του στον καθρέφτη. Του φθάνανε τόσα χρόνια, τα βλέμματα των φίλων, μαρτυρίες οίκτου και αποτροπιασμού, ενός φόβου που γινόταν προσωπικός. Ένα τέτοιο πορτραίτο δεν θα’χε καμία τύχη και δεν θα’μπαινε ποτέ στα σαλόνια τους. Ποτέ. Κοίταξε το πορτοφόλι του, παρατήρησε τις φυλλωσιές παραμερίζοντας την κουρτίνα και όλη την υπόλοιπη θέα, τράβηξε τη ζακέτα, για καλό και για κακό, ψέλλισε, μα η λέξη κακό βγήκε με ένα ανομολόγητο υπόλοιπο, κάτι γαντζωμένο στα χείλη του επάνω, σαν το χαλκά του ζώου που ζει για πάντα, μες στη σκλαβιά και το βούρδουλα. Κλείδωσε τρεις φορές, όλα στον κόσμο συμβαίνουν τρεις φορές, σκέφτηκε και χαμογέλασε πικρά, με τη σοφία του αγώνα του. Γέννηση, ζωή, θάνατος, κύριε Νέιχ.

Κύριε Νέιχ, θέλετε να πείτε, πως είμαι καλά; Όλα πέρασαν, πάει, δεν κινδυνεύω κύριε Νέιχ; Και ο ιατρός του έσφιγγε το χέρι, ήσυχος βέβαιος πως με την επιστήμη του κατόρθωσε να αλλάξει τη μοίρα ενός ανθρώπου, ενός άτυχου ανθρώπου, του κυρίου Αμπραάμ Λιντς, ενός τυχαίου μισθωτού που θαρρείς και διάλεξε ο χάρος κάποιο απόδειπνο που τον κατέκλυζε η ναυτία και η ελαφρότης.

Του γυάλισε αμέσως το μαγαζί. Τα φιγουρίνια στη βιτρίνα έμοιαζαν πολύ καθώς πρέπει. Οι τιμές ήταν λίγο τσιμπημένες, μα ψηλάφισε τα χρήματα στην τσέπη του και ένιωσε μια σιγουριά, σχεδόν ηδονική. Θα μπει, έτσι για να κάνει το κομμάτι του, να αγοράσει κάτι αχρείαστο, κάτι που δεν θα φορέσει ποτέ, επειδή κανένα ρούχο δεν κρύβει πια το σημάδι του. Αυτόν διάλεξε, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, διάλεξε αυτόν, τον έδειξε με το δάχτυλο και οι Σιωπές παρέα με τον Ύπνο κατέβηκαν να κάνουν τη δουλειά τους. Μα θα βρει κάτι, έστω ένα πουκάμισο ή ένα ζευγάρι μάτια για να αγαπήσει, να γίνει και αυτός κάποιος μες στον κόσμο για έναν άλλον. Του φάνηκε δύσκολο πολύ το εγχείρημα και το κέφι του εξανεμίστηκε. Μα αισθάνθηκε ντροπή να κάνει απλώς μεταβολή και έτσι κατευθύνθηκε στον τομέα των ενηλίκων ανδρών, όσων επέζησαν από τη μάχη με κάποιον αόρατο όγκο, που φαίνεται μονάχα στις φωτογραφίες και δεν νιώθεις τίποτε για αυτόν, έξω από τη σιγουριά πως αθόρυβα πολύ κάνει τη δουλειά του.

Τον κυρίευσε ο πανικός. Ήταν κάτι που δεν το είχε σκεφτεί. Οι καθρέφτες, το πολυκατάστημα είχε παντού καθρέφτες, έπρεπε κανείς να βεβαιωθεί πως είναι απολύτως συμβατός με τη μόδα. Οι κυρίες ποζάρουν λίγο πιο πέρα, από τη μια και από την άλλη, φτιάχνουν το ρούχο στη μέση τους, η πωλήτρια προσπαθεί, αλήθεια προσπαθεί, ο καπιταλισμός αναμασάει και τους τρεις, φόρεμα, πωλήτρια, πελάτισσα, ο διευθυντής δίνει τα εύσημα στην πωλήτρια, της θυμίζει τα μπόνους, εκείνη ανοίγει ένα φιαλίδιο και καταπίνει ένα χάπι, το ραδιοφωνικό δελτίο τελειώνει και ένα σουξέ ακούγεται στη διαπασών. Κάποια κορίτσια χορεύουν, αμέσως το ρούχο φτιάχνει, μπαίνουν, αλλάζουν, κανονίζουν καφέδες, το ρούχο το αγοράζουν, δεν το φορούν ποτέ, το δανείζουν, το ξεχνούν, το τιμωρούν, ο καπιταλισμός τις κατασπαράζει καθώς αγοράζουν και άλλο χρόνο και άλλο χρόνο από τα πολυκαταστήματα που δουλεύουν ακατάπαυστα πάνω στο ζήτημα της ευτυχίας μας.

Έπρεπε να δείξει υπομονή, να μην φανερωθεί πως λιγοψυχά, πως από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσει. Παίρνει ένα λευκό πουκάμισο στα χέρια του, – είχε πάντα ένα μαύρο κοστούμι και ένα λευκό πουκάμισο στην κρεμάστρα και σαφείς οδηγίες στην κυρία Χόιλ για τα καθέκαστα – ­στέκει απέναντι από τον καθρέφτη. Πρώτα βλέπει τον όγκο, παντού επάνω του, έχει μεταμορφωθεί σε εκείνον τον ίδιο, τρώει από αυτόν, ξεδιψά, ανασαίνει, ερωτεύεται, ρουφά όση ζωή μπορεί για λογαριασμό του. Και ο άγγελος πεθαίνει, ώρα την ώρα, στιγμή τη στιγμή και ο Αμπραάμ αντικρίζει μετά από χρόνια τον εαυτό του στους καθρέφτες. Αναρίθμητες προοπτικές, όπως αυτές που ποτέ δεν θα κατορθώσουν οι ζωγράφοι, ο Αμπραάμ αφαιρεί το πουκάμισο από το στήθος του και αμέσως βλέπει εκείνον τον παλιό γνωστό. Είναι όλα ίδια, μόνο που τώρα παντού στο σώμα του έχει τρύπες, είναι γεμάτος με μικρές τρύπες από όπου γλιστράει κάτι από φως. Τις έχει παντού, αν παρατηρήσει κανείς θα διακρίνει την αναπνοή τους, κάθε τόσο ξερνούν φως, όπως εκείνος άλλοτε, κάθε Τρίτη απόγευμα, βομβαρδισμένος από ακτινοβολία, να θυμίζει τα θύματα των επιδρομών που γυρνούν τρομαγμένα, μισά, κομματιασμένα, σε μόνιμη εξορία από την τροχιά που παίρνει ο κόσμος στα δελτία των οκτώ και τέταρτο.

Σε μια γωνιά του μαγαζιού, μια γυναίκα στέκει και τον κοιτάζει. Βρίσκεται καθηλωμένη στη θέση της, το είδωλό της στον καθρέφτη μοιάζει κατάστικτο από τρύπες. Όπως και εκείνο ενός κοριτσιού στο κέντρο της αίθουσας. Και όλοι μαζί κοιτάζουν τον Αμπραάμ και του γνέφουν ναι, όπως κανείς ψιθυρίζει από μια απόσταση εμπρός σε εκείνον με το μεγάλο βήμα, ακόμη μετέωρο, ανολοκλήρωτο. Και ο ήχος φτάνει ακόμη και αν πρέπει να μεσολαβήσουν όλοι αυτοί οι προγραμματισμένοι ήχοι του καινούριου αιώνα.

Βαδίζει προς τα ταμεία, βρίσκει το πλήθος εξωφρενικά πολύ, αφήνει το ρούχο και απομακρύνεται. Ο φύλακας στην είσοδο τον χαιρετά, το μηχάνημα παραμένει βουβό, καμία υποψία, κανένα σημάδι πως κάποτε από εδώ πέρασε ο Αμπραάμ, πως τον διάλεξε ο θάνατος μέρα μεσημέρι στους δρόμους της Βιένης. Μα δεν τον κατάφερε και τώρα καθώς κατηφορίζει την κεντρική λεωφόρο με την ευτυχία των καπηλειών της, με τη ζεστασιά των κοριτσιών της, με τους εμπόρους και τους ακροβάτες και τους περιθωριακούς της, θυμάται τον εαυτό του στον καθρέφτη. Πόσο τον είχε πεθυμήσει. Λίγα πράγματα είχαν αλλάξει και όλες αυτές οι τρύπες με το φως που αθροίζονται κάθε μέρα όλο και περισσότερες, πόσο του ταιριάζουν. Σημαίνει ξόδεμα και άλλωστε είναι εκείνο εκεί το φως που έρχεται από μέσα. Θάνατος θα πει όταν ολόκληρο το σώμα κατακλυστεί από φως και δεν υπάρχει πια τίποτε από τη μορφή. Όταν όλα προδοσία θα ‘χουν γίνει, τότε θα’ναι θάνατος, είπε και ένιωσε πιο δυνατά να χτυπά η καρδιά του, ένιωσε το φτερούγισμα στα πνευμόνια του και όλη την παλιά νιότη του κάτω στα πόδια. Μπορεί με αυτά, μπορεί να οργώσει αν το θελήσει όλο τον κόσμο.

Σε μια βιτρίνα στέκει και αντικρίζει τον κόσμο πίσω από τα pixel της τηλεόρασης. Λένε πως το φως του άστρου φθάνει σε εμάς όταν όλα έχουν τελειώσει. Ίσως έτσι να συμβαίνει με την εικόνα στον δέκτη που φθάνει όταν όλα πια τα έχει σφραγίσει η μοίρα τους και έχει γράψει για αυτά η ιστορία. Τώρα όλα είναι παλιά Αμπραάμ, εμπρός, προχώρα με ότι σου έχει απομείνει από την ψυχή σου την ίδια. Γιατί ότι χάνεις απ’εκεί, το κερδίζεις μες στον άλλον Αμπραάμ.

Α.Θ