Απόστολος Θηβαίος | Σαν τον Μπερνίνι*

© Ruth Orkin

Διήγημα
ανεκπλήρωτο

Είχε το εργαστήρι του κάπου εδώ κοντά. Λένε για αυτόν οι γλώσσες πως στα φόρτε του, κορίτσια όλων των ηλικιών συνωστίζονταν στη σειρά μόνο και μόνο για να βρεθούν κοντά του. Κάθε απόγευμα ο Ζαν έβλεπε τα υποψήφια μοντέλα που δεν είχαν τίποτε άλλο στο νου τους από το να τον ξελογιάσουν. Είχαν μάθει φαίνεται όλα εκείνα που συζητιούνταν ευρέως για τον ίδιο. “Μα δεν υπάρχει καμία που να μην της αρέσει;”, “ο κύριος Μερσελιέ νοσηλεύεται, κλονισμός εκ της απιστίας, πιστέψτε το κύριοι”, “ένας αχρείος!”. Και ύστερα το πιοτό έκανε τη δουλειά του και όλη στην παρέα λησμονούσαν τον ερωτύλο Ζαν που ‘χε βάλει σκοπό του να κλονίσει κάθε ηθική στη μικρή εκείνη πολίχνη.

Παρόμοιες συζητήσεις διεξάγονταν καθημερινώς. Μετά το πρώτο μεθύσι, οι γλώσσες λύνονταν και όλοι είχαν να πουν μια ιστορία για τον Ζαν. Ωστόσο ο ίδιος δεν επιθυμούσε καθόλου να τον λογαριάζουν για εραστή και είχε βαλθεί να αποδείξει πως πάνω από όλα το πιο αξιόλογο πράγμα στην περίπτωσή του, υπήρξε αναμφισβήτητα το ταλέντο του. Και έτσι κλείστηκε στην κάμαρά του και άφησε τα κορίτσια να τον περιμένουν, για ώρες, μέρες, μήνες, ώσπου ο κόσμος στη γειτονιά χάθηκε και τα κορίτσια γίνανε γυναίκες, πραγματίστριες, να επιδιώκουν έναν καλό γάμο για μια καθώς πρέπει ζωή. Ο Ζαν υπήρξε για αυτές μια παρένθεση, ένας δυνατός έρωτας με έναν εκπληκτικό καλλιτέχνη, κάπως μποέμ και κάπως εκλεπτυσμένο, με σαφή γνώση των φερσιμάτων και των ενδεδειγμένων συμπεριφορών. Και ο ίδιος το γνώριζε καλά και είχε φανταστεί πως σε λίγα χρόνια, όταν όλους θα τους περιμένει η οικογενειακή θαλπωρή, αυτός θα περνάει την ώρα του στα κακόφημα στέκια της πόλης, αγοράζοντας λίγη ντροπή και μια γενναία ποσότητα ουίσκι που θα μπορούσε να βγάλει ακόμη και έναν έμπειρο πότη εκτός ορίων.

Μα τις περισσότερες φορές ο Ζαν δεν σκέφτεται τίποτε από όλα αυτά. Του φτάνει ο ποδόγυρος, οι Κυριακές του Παρισιού με τα ομπρελίνα και τις πυκνές συστάδες των δέντρων, με το πλήθος του Μανέ, μια καινούρια αστική τάξη που γεννιέται από τις στάχτες της αυτοκρατορίας με κρινολίνα και βλέμματα όλο αίνιγμα και πόζα.

Όπως απόψε που επιστρέφει ζαλισμένος πίσω στο ατελιέ του. Κάθε τόσο κρατιέται από τους τοίχους των σπιτιών, τα φανάρια δεν του κάνουν τίποτε, στα μάτια του μέσα τα γεγονότα και τα πράγματα ακυρώνονται, μεγεθύνονται, αλλάζουν σχήμα και μορφή, τον προδίδουν. Πρέπει να τα καταφέρει, λίγο έμεινε ακόμη. Μια στροφή εδώ, η μαντάμ Ορτ με τη σκούπα της από πολύ νωρίς το πρωί, έπειτα μέσα από την κοινόχρηστη αυλή και έφτασε. Τα παιδιά πάντα τα βρίσκει να παίζουν κάτω από την αμυγδαλιά περιμένοντας την ώρα για το σχολείο. Ω, τι δυστυχισμένα είναι τότε και έτσι, προς ανάδειξη του κοντράστ, τι όμορφο να τα βλέπεις να περνούν ξέγνοιαστα τα πρωινά, χωρίς καμιά σκοτούρα έξω από το παιχνίδι, τον αρχηγό ή μερικές ανταλλαγές από τις αγαπημένες συλλογές. Μια στάλα ακόμη και έφθασε, κράτα γερά Ζαν, τι μεθύσι Θεέ μου!

Και τότε την είδε. Ένα κορίτσι δίχως τίποτε το διαφορετικό ή τ’αλλιώτικο. Ήταν φτωχικά ντυμένη, σάρωνε την αυλή εκείνου του συγκροτήματος και ίσως μες στο σύθαμπο να φαινόταν ακόμη πιο εξωτική. Την έλεγαν Ναντίν, το μπούστο της ήταν αλαβάστρινο , ίσως να ήταν σκέτος, ακατέργαστος οψιδιανός το χρώμα του δέρματος της. Την έλεγαν Ναντίν και του χαμογέλασε. Είχε ακούσει να την φωνάζουν στην αυλή όταν προέκυπτε κάποιο θέλημα. Τότε έτρεχε, μάζευε το φουστάνι της και έτρεχε να φροντίσει την ανάγκη που’χε προκύψει. Σε λίγο θα ξημερώσει, όλη αυτή η ομορφιά θα χαθεί, σκέφτηκε. Την πλησίασε, βρωμούσε πιοτό μα παρέμενε γλυκό το φέρσιμό του και αφού κανείς δεν υπήρχε εκείνη την ώρα έξω στην αυλή, η Ναντίν δεν του αρνήθηκε μια δυο κουβέντες.

Εκείνος της μίλησε για πράγματα ακαθόριστα. Περισσότερο της μιλούσε το αμερικάνικο ουίσκι που ήταν πρώτης τάξεως και επιστράτευε στον μέθυσο μια κάποια προφορά. Τόσο ακριβό που ήταν, κάτι έπρεπε να ανταποδίδει έξω από ένα κατεστραμμένο συκώτι. Στο τέλος, όταν εκείνη σκέφτηκε πως ήταν καλύτερα να φύγει, εκείνος της το πρότεινε.

“Θέλω να σε ζωγραφίσω. Πρώτα το μπούστο σου, έπειτα τον λαιμό που ανηφορίζει, δυο μάτια διάφανα, κάτι απλό που μοιάζει με ειρωνεία και δεν ερμηνεύεται, κάτι* που υπάρχει εντός σου, είμαι βέβαιος πως θα μπορούσε να αποκαλυφθεί. Λοιπόν τι λες; Θα μ’ανεχτείς λίγη ώρα ακόμη;”

Του αράδιασε χίλιες δικαιολογίες. Στο τέλος επικαλέστηκε τον Χριστό του Ποταμού, εκείνο το εκκλησάκι με τα γλυπτά των επιφανών ανδρών. Ανάμεσά τους μπορείς να δεις και κάποιες γυναίκες. Για αυτές τίποτε το μεμπτό δεν θα προέκυπτε αν κανείς αποθανάτιζε κάτι από το μπούστο τους. Όμως της έλεγε ψέματα, με τον χειρότερο τρόπο, αφού για τον Ζαν το μόνο κίνητρο υπήρξε πάντα ο έρωτας, μια νοσηρή επιθυμία, κάτι σαν στίχος του Μποντλαίρ που δεν αντέχει να παραμείνει κρυφός.

Η Ναντίν είδε τα μάτια του πιο σκοτεινά. Έκανε να φύγει, ο κύριος Μαρς βγήκε και κάθισε κάτω από την πέργκολα. Δεν συμπαθούσε τον Ζαν και τον πρόσταξε να πάρει δρόμο. Άλλωστε δεν πλήρωνε για τη χρήση της αυλής και σε τέτοιους καιρούς, ο καθένας παίρνει ότι του αξίζει, ότι δικαιούται. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τους νόμους μα ο Ζαν δεν έχει άλλη λύση.

Αργά τ’απόγευμα εμφανίστηκε ο χωροφύλακας με μερικούς άλλους. Ζήτησαν τον Ζαν, τον πήρανε σιδηροδέσμιο. Ο κύριος Μαρς είχε φροντίσει για αυτό. Πέρασαν εμπρός από την Ναντίν που ψηλάφιζε τον λαιμό της. Ο Ζαν χαμογέλασε και οδηγήθηκε στη φυλακή με την κατηγορία της απάτης. Κανείς δεν έμαθε το παραμικρό για αυτόν και το ατελιέ του λεηλατήθηκε. Ορισμένα έργα του πήραν οι αρχές και τα άλλα τα πλιατσικολογήσανε διάφοροι. Μαστροποί, κόκκινα κορίτσια, ποιητές που παγώνουν, άνθρωποι δίχως κανένα ταλέντο που έβλεπαν μια καλή ευκαιρία για το παζάρι.

Θα μπορούσε να γίνει μια καλή ιστορία, σκέφτηκα, αφήνοντας το φινάλε της ομιχλώδες. Μα ευθύς τα γεγονότα σκόρπισαν και όσα είχα φανταστεί, ο Ζαν, η Ναντίν, ο κύριος Μαρς για τον οποίο δεν έχουμε ιδέα, όλα εξατμίστηκαν σαν τούφες ονείρου, τόσο ανάλαφρα. Προσπάθησα να θυμηθώ όσα είχα ονειρευτεί, μα ήταν αδύνατο. Μόνον την απειλή ένιωσα, πως ίσως αν πίστευα πολύ σε αυτήν την ιστορία, ίσως να είχα και εγώ το τέλος του Ζαν ή ακόμη χειρότερα του Μπερνίνι. Η τραγωδία του ακόμη συζητιέται.

Έπειτα επανήλθε καθαρά η μορφή της Ναντίν που κατηφόριζε από την πλευρά της λεωφόρου. Εγώ παρέμεινα ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου, φοβούμενος ότι το πάθημα του Μπερνίνι μπορεί να βρει και εμένα αν συνεχίσω να ονειρεύομαι. Μια ισπανική παροιμία το λέει καθαρά. Η γυναίκα είναι από φωτιά, ο άνδρας από στουπί, ο διάβολος φυσά. Μα πώς βρέθηκε εδώ η Ναντίν της ιστορίας; Σάστισα με τη σύμπτωση μα ευθύς θυμήθηκα πως τα περισσότερα κορίτσια εκεί έξω, υπερασπίζονται με τα χείλη, τα μάτια ή το βάδισμά τους, όλη την ιστορία της ομορφιάς. Αποφάσισα τίποτε να μην γράψω, μόνο κοιτούσα εκείνη που περνούσε, εκείνη που θύμιζε την Ναντίν. Σχεδόν την αγαπούσα ίσα που χάθηκε από το γαλάζιο μου στενό, σαν τουλίπα ονείρου, θυμάστε;

Απόστολος Θηβαίος

*Η διαφορά όμως της Κονστάντζα Μποναρέλι με όλα τα άλλα πορτραίτα του Μπερνίνι είναι ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με καμιά μεγαλόσχημη κυρά της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας αλλά μια απλή νοικοκυρά, που συνέβαινε να είναι η τρυφερή του ερωμένη, ο παράνομος δεσμός του και η αφορμή πολλών ταλαιπωριών του με την κατεστημένη παπική υποκρισία, που τον υπέβαλε σε βασανιστικές δοκιμασίες μετάνοιας και ταπεινωτικής αίτησης συγγνώμης για αντιχριστιανική συμπεριφορά. Για αυτό το κορίτσι ο διάσημος δημιουργός θα ταπεινωθεί, θα βιώσει εξευτελισμούς. Ωστόσο η ιστορία δεν λέει κάτι συγκεκριμένο, μα φαίνεται πως ο Μπερνίνι αγαπούσε εκείνο το κορίτσι με όλη τη δύναμη της καρδιάς του και δεν θα συγχωρούσε στον εαυτό του αν την αρνιότανε εμπρός σε όλους τους κινδύνους που γεννούσε ο δεσμός τους.