Κανείς δεν ρωτά τους ανθρώπους που παίρνουν ετούτο εδώ τον δρόμο. Όλοι ξέρουν για πού τραβάνε. Όλοι τους συμπονούν και δεν υπάρχει κανείς που να διαβαίνει από εδώ επειδή του κάνει το κέφι του ή θέλει απλά να γαληνέψει. Οι σκιές το χάραμα και αργότερα, προτού πνιγεί πίσω από την Σαλαμίνα άλλο ένα απόγευμα , καλούνται να φέρουν εις πέρας ένα θλιβερό καθήκον, ένα χρέος που δεν θα τολμούσαν ποτέ να αντέξουν. Γράψανε για αυτό οι επιγραμματολόγοι, με λίγα μόνο λόγια οι ζωντανοί χάραξαν πάνω στην πέτρα κάτι για να συντροφεύει τους δικούς τους ανθρώπους σε εκείνο το άλλο ταξίδι.
[…Ο Άπτον Σινκλαίρ δεν κάνει σκόντο στον πόνο. Η δυστυχία για εκείνον είναι ένα χρώμα από μια ατέλειωτη παλέτα, αυτό είναι όλο. Θα χρειαστεί, λοιπόν, έναν μεταφραστή που να μην φοβάται να κάνει ποίηση την τόση ασχήμια…]
Οι σκιές σχεδόν σβήνουν στο βάθος, αν κανείς προσέξει πέρα τον ορίζοντα, ένας σταυρός κηρύσσει το τέλος του μονοπατιού. Εκεί τραβούν οι διαβάτες και έχουν το κεφάλι τους σκυφτό, το βάρος στους ώμους τούς κάνει να βαδίζουν αργά, μεθοδικά, με έναν εσωτερικό ρυθμό που όμοιό του ποτέ άλλοτε δεν επιστρατεύουν. Γύρω τους γυναίκες με σαβανωμένα ψωμιά σε τσιμεντένιους πάγκους, πουλάνε τα πρόσφορα. Φορούν κατάμαυρα φουστάνια ως χάμω το χώμα, έχουν πιασμένα αυστηρά τα μαλλιά τους και αν κανείς τους το ζητήσει, τότε ολοφύρονται για τρεις νύχτες πάνω από το προσκέφαλο του αδικοχαμένου. Έχουν συγκεκριμένη αμοιβή, η καλοσύνη εκείνου που κλείνει τη δουλειά, η στενοχώρια για το κακό που τον βρήκε, μπορεί να τις κάνει να αυξήσουν το μερίδιό τους ή πάλι να του κάνουν ένα γενναίο σκόντο. Αν πρόκειται δε για παιδιά, όλες αυτές οι γυναίκες πηγαίνουν ως το σπίτι του νεκρού, δίχως κανένα κέρδος, έξω από τ’αντίο στη μικρή ή τον μικρό, θύμα της αρρώστιας και του φοβερού ατυχήματος.
Εκείνος όμως που παίρνει τώρα τον ανήφορο αυτής εδώ της ιστορίας, δεν θα χρειαστεί κανένα πρόσφορο. Περνάει ολότελα αδιάφορος εμπρός από εκείνες τις γυναίκες χαμοπούλια, τις καθισμένες όπως τα πελώρια πουλιά της αμερικάνικης ερήμου πάνω στις βαρέλες του πετρελαίου. Τον κοιτάζουν και είναι σαν να μην μπορούν να κρύψουν τους συλλογισμούς τους. “Δίχως αντίδωρο δεν γελά του νεκρού η ψυχή”, λένε από μέσα τους και συνεχίζουν την πρακτική του εμπορίου κερδίζει τα προς το ζην μετά θάνατον. Ορισμένες εξ αυτών πουλάνε κάρβουνο και αρωματικά, μα εκείνος που ανηφορίζει με αδειανά τα χέρια του, τίποτε δεν χρειάζεται από όλα ετούτα τα σύνεργα, τίποτε.
[… Η Τζένη Μαστοράκη που χάθηκε μαζί με τον θερισμό δεν λογάριασε τίποτε περισσότερο από την αγέραστη αλήθεια των μυθιστορημάτων. Και έτσι ζωντάνεψε με κάτι σαν άγριο μέλι τους χαρακτήρες που δοκιμάζονται πάνω στους κυματοθραύστες της ζωής. Επειδή όσα φέρνουν οι ωκεανοί δεν είναι δώρα, απλά μια δύσκολη ζωή…]
Επειδή μες στα κλειστά του χέρια κρατάει ένα δεμάτι στίχους. Τους θέρισε από τα ομορφότερα ποιήματα, όπως κανείς σμίγει με το σχοινί τα αγριολούλουδα μιας άνοιξης. Μα οι στίχοι παγώνουν και έτσι όσο περπατά μες στο φθινόπωρο που τον συνθλίβει, τους κρατάει στη μέσα του τσέπη. Τους ακούει που γελούν, που κλαίνε, μια ρίμα ανεβαίνει ως το λαιμό του, παγώνει και χάνεται όπως κάθε τι συνηθισμένο, όπως τα πέταλα του λουλουδιού. Σφίγγει καλύτερα το γιακά του, ρίχνει το γείσο του καπέλου του και προχωρεί κόντρα σε όλα τ’άσχημα.
Πάνω από το μνήμα της σταματά. Είναι κιόλας χειμώνας, μες σε σαράντα μέρες ξοδεύτηκε ο καιρός και όλες του οι προμήθειες. Ευτυχώς υπάρχουν πάντα τα ποιήματα, αυτά που φύλαγε μες στο κελάρι για τα δύσκολα χρόνια. Φαίνονται ξεπερασμένοι, δίχως καμία αξία, μα μόλις κανείς τους τραγουδήσει, αμέσως λάμπουν και βρίσκουν τον παλαιό, τον εύρωστο χαρακτήρα τους. Είναι στίχοι που θα μπορούσε κανείς να αγαπήσει και να θυμηθεί μια κρίσιμη, μια στιγμή αποφασιστική όταν γυρεύει τον δρόμο που πρέπει να πάρει. Είναι στίχοι που μιλούν για τη μεγάλη ευτυχία, για μεγάλα σκότη και παράδοξες σκηνογραφίες, στίχοι από μυθιστορήματα προικισμένα με αθωότητα σπάνια. Είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να βρει κανείς, εκείνοι οι στίχοι. Μες στην τσέπη του όλο ανθίζουν, αρκεί λίγο πρόσφορο χώμα να βρουν και ευθύς βλασταίνουν. Στίχοι όλο ευγένεια, γράμματα από κοριτσάκια, και άλλοι λασπωμένοι, στίχοι βγαλμένοι από την τραγική βιογραφία του κόσμου. Αυτοί οι τελευταίοι είναι που δυσκολότερα συλλέγει κανείς, επειδή θα πρέπει να υπομείνει την απαίσια μυρωδιά τριγύρω από τα σφαγεία του Σικάγο, θα πρέπει ακόμη να βρει το μονοπάτι που βγάζει από τη ζούγκλα. Και όμως φαντάζουν οι πιο αληθινοί και οι πιο εκφραστικοί στίχοι επειδή ακριβώς δεν μιμούνται τη ζωή μα την κουβαλάνε χωρίς φτιασιδώματα. Έχουν πιει το νεράκι της ανθρώπινης τραγωδίας, έχουν ταξιδέψει χιλιάδες μίλια για μια ευκαιρία, οι μοντέρνες πολιτείες με τους ανθρώπους τους, έχουν σταθεί προδοτικές. Αυτοί οι στίχοι έχουν σφυρηλατηθεί όπως ακριβώς και οι ψυχές των Ισπανών μαχητών, μες στο αμόνι κάποιας μαδριλένικης πλατείας, ζωγραφισμένης με όλη τη δόξα του Γκόγια.
“Για την Τζένη”, γράφει το σημείωμα που παλεύει με τις βροχές κάτω από τον παιδικό άγγελο με την άφταστη μελαγχολία. Για την Τζένη επαναλαμβάνει και εκείνος, τώρα που σαράντα μέρες περάσανε, τώρα που όλες τις ύστατες μάχες έδωσε η ψυχή της, τώρα ήρθε η σειρά της. Και ευθύς ένας κόμπος στο λαιμό του ανέβηκε, σαν κάπου να μεγάλωνε μια καταιγίδα, από εκείνες που σαρώνουν τις τακτικές ζωές μας, τις στεγνές από νοήματα και ουσία.
[…Όσο για την ευτυχία, αυτή παλεύει με την κάθε μέρα. Κάποτε επικρατεί και άλλοτε παραδέχεται την ήττα της. Κονσέρβες, σκοτωμένα ζώα, η υγρασία και το σκοτάδι του υπογείου, η λιγοστή χαρά μες στην κάμαρη που ζέχνει, η μυρωδιά της κατάντιας όσων ενεπλάκησαν στο απίστευτο έπος της νεότερης, αμερικάνικης ιστορίας και βρέθηκαν διαλυμένοι στα χαμόσπιτα, σαν καπνισμένα από την πείνα κάδρα, σαν παράπλευρες απώλειες των γραναζιών που αλέθουν τον χρόνο. Τίποτε δεν ομόρφυνε η Τζένη Μαστοράκη, μόνο τη δυστυχία μεγέθυνε με τις λέξεις τις δικές μας, την τόσο οικεία ορολογία του σκοτωμένου χρώματος που καμιά φορά επικρατεί παντού στην παλέτα…]
Ήταν ο ίδιος κόμπος σαν εκείνον που άφηνε η μεταφρασμένη τόσο έξοχα και σκληρά, “Ζούγκλα” του Άπτον Σίνκλαιρ. Πώς θα ‘θελα να πω στον ήρωα εκείνου του βιβλίου πως όλοι εγκαταλείπουμε την προσπάθεια με ένα δεμάτι στίχους πάνω στα πόδια μας. Πώς θα ‘θελα να του πω ότι ποτέ δεν τον ξέχασα, πως κάποια ανέλαβε να μην εξωραΐσει το μνημείο της αμερικάνικης ζωής, να μην αποκρύψει τίποτε για να απαλύνει τον φοβερό πόνο, την τρομερή ζωή που στέκει ακλόνητη, με τα φτωχοκάλυβα και τις λάσπες και την καλοδουλεμένη μηχανή των εντυπώσεων της. Στην πραγματικότητα η σχεδόν απτή δυστυχία του κόσμου, διαβάζεται με την πρώτη αίσθηση.
Άφησε τ’άνθη στίχους και κατηφόρισε. Τώρα περπατούσε γρηγορότερα, πίσω του όλα είχαν γίνει κιόλας τόσο παλιά. Και η Τζένη Μαστοράκη, σαράντα μέρες μετά με τα βιβλία της για πρόσφορα, προσεύχεται για μας, τους ζωντανούς, λέει. Και χάνεται μες στις επετηρίδες τις πιο αγαπημένες.
Απόστολος Θηβαίος