Γεωργία Κοκκινογένη | Ιστορίες του Φεγγαριού

Η Γεωργία Κοκκινογένη με τις «Ιστορίες του Φεγγαριού» εντάσσεται στη χορεία εκείνων των λογοτεχνών που ασχολήθηκαν με τα «Φύλα στη Λογοτεχνία», με τις σχέσεις δηλαδή των δύο φύλων και με τη θέση της γυναίκας μέσα στο παραδοσιακό και πατριαρχικό κοινωνικό πλαίσιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η γυναίκα είναι δέσμια των παραδοσιακών κοινωνικών ρόλων, των προκαταλήψεων και των στερεοτύπων.
Οι «Ιστορίες του Φεγγαριού» είναι ιστορίες ζωής γυναικών που διατρέχουν ολόκληρο τον 20αι. Η συγγραφέας καταφέρνει μέσα από τις παράλληλες ζωές αυτών των γυναικών να αναδείξει τα βάσανα και τις δυσκολίες με τις οποίες αναμετράται καθημερινά η γυναίκα. Οι ηρωίδες της αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα συναλλαγής, διαπραγμάτευσης και παζαριού «όπως ακριβώς και τα προϊόντα στην αγορά», βιώνουν την καταπίεση της οικογένειας, την εγκατάλειψη, τη φτώχεια, αναγκάζονται να εργαστούν σκληρά για να επιβιώσουν.
Ο θεσμός της προίκας που έρχεται από το παρελθόν συνιστά ένα «αγκάθι» στη σχέση του έρωτα με το γάμο. Και να μια πραγματικότητα που αναδεικνύει η συγγραφέας. Ο γάμος μοιάζει να έχει καθαρά πρακτικούς σκοπούς στις αρχές του 20ου, θυμίζοντάς μας κατά κάποιο τρόπο την Ευρώπη του Μεσαίωνα που περιγράφει ο Κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς, όπου σχεδόν κανείς δεν παντρευόταν από έρωτα και συνεπώς ο έρωτας δεν ήταν μια εμπειρία που είχαν ζήσει οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε συνδέονταν αναγκαστικά με το γάμο. Υπήρχε μάλιστα και γνωμικό της εποχής που έδειχνε τις σχετικές αντιλήψεις : «είναι μοιχεία να αγαπάς τη γυναίκα σου ερωτικά».
Ο έρωτας λοιπόν ακόμα και στις αρχές του 20ο αιώνα δεν είναι προϋπόθεση για το γάμο, κριτήριο είναι το οικονομικό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις γίνονται παζάρια και εκβιασμοί για το ύψος της προίκας. Ακόμη και όταν έχει κλειστεί η συμφωνία και το συνοικέσιο μοιάζει να έχει ευοδωθεί, η λαιμαργία και οι παράλογες απαιτήσεις του περιβάλλοντος του γαμπρού μπορούν να οδηγήσουν στη λύση του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ιστορία της Ελευθερίας. Από τη μια πλευρά η διεκδίκηση της νομής και κατοχής μιας και μόνο συκιάς και από την άλλη η επιμονή του πατέρα της νύφης για τη διατήρηση της επικαρπίας για όσο ζει, δίνουν μια εικόνα των σκληρών διαπραγματεύσεων που πλαισίωναν το συνοικέσιο τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Οι γυναικείες μορφές, όμως, των ιστοριών και το οικογενειακό τους περιβάλλον δε συμβιβάζονται πάντα και αντιμετωπίζουν με αξιοπρέπεια τους προικοθήρες: «Ήταν πια θέμα τιμής για όλους. Το συνοικέσιο λύθηκε. Η Ελευθερία το μόνο που αξίωσε από τους γονείς της ήταν ο υποψήφιος ν’ αντικατασταθεί». Σε άλλη ιστορία διαβάζουμε : Η μάνα κατεβλήθη από λυσσαλέα οργή. Το ξεχωριστό της, το χαϊδεμένο της με τον προικοθήρα! Άναψαν οι γραφίδες και πλημμύρισαν τα μελάνια σε πολυσέλιδη καταγγελτική απάντηση προς το θρασύ μετανάστη».
Τα φυσικά και επίκτητα προσόντα της νύφης αγνοούνται επιδεικτικά. Και πραγματικά οι ηρωίδες των διηγημάτων διακρίνονται για τα φυσικά και ψυχικά τους χαρίσματα (ομορφιά, ευγένεια, υπομονή, εξυπνάδα, φιλομάθεια). Το πρώτο που εξετάζεται όμως πάντα είναι η προίκα. Ο γαμπρός κάνει παζάρια χωρίς να δίνει σημασία στα συναισθήματα της γυναίκας. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά «Ακόμη ένας άντρας της εποχής εκείνης επιλέγει να «βαρυπατήσει» στο προξενιό και να διεκδικήσει το πιο εύφορο σημείο του χωραφιού για να προσέλθει σε γάμο».
Σε άλλο σημείο πάλι η συγγραφέας προσεγγίζει τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του πατέρα στη βάση ανθρωπολογικών και κοινωνιολογικών θεωριών. Μέσω της προίκας, ο πατέρας μεταβιβάζει την κόρη του σε έναν άλλο άντρα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη Διαμάντη η οποία «περνάει από ανδρικό χέρι σε ανδρικό χέρι». Ουσιαστικά ο πατέρας μεταβιβάζει ως δώρο στο γαμπρό, όχι την κόρη του, αλλά τα δικαιώματα ελέγχου της, ενώ λαμβάνει ως αντάλλαγμα τη δυνατότητα κοινωνικής καταξίωσης, αφού ο γαμπρός ανήκει στην ανώτερη κοινωνική τάξη. Όπως γράφει και ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές για τις κοινωνίες του 20ου αιώνα, ο Γάλλος ανθρωπολόγος Κλοντ Λεβί Στρος, «ο γάμος είναι στρατηγική κοινωνικής ανέλιξης».
Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, στις παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες οι γυναίκες, αντικείμενα πόθου των αντρών, αποσπώνται με τη βία από την οικογενειακή εστία. Είναι γνωστό ότι οι αγροτικές κοινωνίες έχουν χαρακτηριστεί ως «κοινωνίες της τιμής και της ντροπής» από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους. Η τιμή αποτελεί πράγματι έναν βασικό παράγοντα της κοινωνικής ζωής και συνδέεται αντιθετικά με την ντροπή. Με λίγα λόγια η απώλεια τιμής επιφέρει ντροπή. Αυτό το συναίσθημα πλημμυρίζει και την Ασπασία, η οποία δέσμια των κοινωνικών στερεοτύπων «δεν έχει μάτια να δει τον κόσμο, γι’ αυτό και αποφασίζει να στεφανωθεί τον άντρα που την έκλεψε, να γλιτώσει την ντροπή» και να αποκαταστήσει την ηθική τάξη.
Οι άντρες, συνήθως, κρατάνε για τον εαυτό τους το δημόσιο βίο που είναι περισσότερο εντυπωσιακός και αφήνουν στις γυναίκες τον ιδιωτικό βίο. Στο σπίτι λοιπόν οι γυναίκες πρέπει να δουλεύουν σκληρά για να νοηματοδοτούν τη ζωή τους. Αλλά ακόμα και μέσα στο «βασίλειο» τους αποτελούν βάρος, μπελά και ενόχληση. Κάθε αντίλογος και διαμαρτυρία για τη σκληρή εργασία καταπνίγεται με τη χρήση βίας: «Τη μεσαία κόρη την έπιασε όταν αντιμίλησε και τη γρονθοκοπούσε μπρος πίσω στο στήθος για να μην ξαναμιλήσει. Τσιμουδιά». Η εξουσία του άντρα περιστρέφεται, λοιπόν, γύρω από την παραγωγή «υπάκουων σωμάτων». Η πειθάρχηση και η υποταγή του ανθρώπινου σώματος, οδηγεί νομοτελειακά και στην πειθάρχηση του πνεύματος.
Φτάνοντας στα μέσα του 20ου αιώνα, η δεκαετία του 1950 ήταν από τις πιο δύσκολες στη νεότερη ιστορία της Ελλάδας. Η χώρα μόλις είχε βγει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η επαρχία μαστίζεται από ανεργία και φτώχεια. Πολλοί άντρες αρχικά παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς για Αμερική, Γερμανία, Βέλγιο, Αυστραλία. Τις αμέσως επόμενες δεκαετίες χωριά ολόκληρα ερημώνουν. Μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες πολλές κοπέλες, από πολυμελείς κυρίως οικογένειες, αναγκάζονται να μεταναστεύσουν προκειμένου να παντρευτούν κάποιον ευκατάστατο Έλληνα της διασποράς. Έτσι και για τη νύφη της ιστορίας «ο γάμος με Έλληνα της διασποράς, καλής οικονομικής κατάστασης, παρουσιάζεται ως μεγάλη ευκαιρία». Θα παντρευτεί Έλληνα μετανάστη στην Αυστραλία. Όμως και δω κοινός ο παρονομαστής, συμβολαιογραφικές πράξεις και προικοσύμφωνα για να κλειστεί η συμφωνία.
Εστιάζοντας στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα το πλαίσιο των ιστοριών τώρα μεταφέρεται στο αστικό περιβάλλον της πόλης. Οι ηρωίδες παρουσιάζονται πιο αυτόνομες και διεκδικητικές, αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους στον κόσμο, να βρουν την ταυτότητά τους : εργάζονται ως δασκάλες και καθηγήτριες, τολμούν να αφήσουν πίσω στο σπίτι τον άντρα τους λόγω διορισμού, δημιουργούν, σπουδάζουν. Άλλωστε, έχουν προηγηθεί τα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας στην Ευρώπη και την Αμερική τη δεκαετία του 1960 (αιτήματα για ισότητα και ειρήνη, καταπολέμηση ρατσισμού, φυλετικών και έμφυλων διακρίσεων) και λίγο πιο πριν η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες στην Ελλάδα το 1952. Παράλληλα, το 1983 με την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού Δικαίου καταργήθηκε στη χώρα μας ο θεσμός της προίκας και τα προικοσύμφωνα. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την απελευθέρωση του γυναικείου φύλου από τους περιορισμούς και τα βάρη του παρελθόντος. Παρόλα αυτά, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις συνέχισαν να τοποθετούν τη γυναίκα στον παραδοσιακό κοινωνικό της ρόλο, στη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας: «οι σπουδές, η δουλειά που κατέκτησε, η επιμόρφωση, η επιστημοσύνη μηδενίζονταν καθημερινά μες την πατριαρχική προκατάληψη. Όλα ήταν μάταια μπροστά στην αξιολόγηση που υφίστατο για τη μαγειρική της, τη νοικοκυροσύνη και τη συζυγική υποταγή» . «Το κραγιόν της ήταν κατακόκκινο, αμετανόητο να ταιριάζει με το κοντάρι της σφουγγαρίστρας». Οι ηρωίδες πλέον βρίσκονται σε μια σχέση διαπραγμάτευσης με τον κόσμο που τις περιβάλει. Και αυτή ακριβώς η διαπραγμάτευση τις οδηγεί κάποτε στον αυτοσαρκασμό ακόμα και στην κατάθλιψη.
Η Γεωργία Κοκκινογένη στις «Ιστορίες του Φεγγαριού», με τη διεισδυτική της ματιά ,μάς καλεί να αναλογιστούμε τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία. Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να προβεί σε μια σύγκριση με τον όχι και πολύ μακρινό 20ο αιώνα και να σκεφτεί αν, παρά τις όποιες κατακτήσεις, η γυναίκα ακόμη και σήμερα είναι δέσμια των ίδιων προκαταλήψεων, των ίδιων στερεοτύπων και του ίδιου ελέγχου.

Καλλίγαρος Μιχαήλ
Φιλόλογος-Κοινωνιολόγος