Ο Paul Veyne υπήρξε πολυβραβευμένος Γάλλος ακαδημαϊκός, κλασικιστής, συγγραφέας, όπως επίσης και φίλος και συνοδοιπόρος του Γάλλου μεταμοντερνιστή φιλοσόφου Michel Foucault. Ήταν ευρύτερα γνωστός για τις καινοτόμες του ιδέες, οι οποίες επέδρασαν στη φουκωική σύλληψη της ιστορίας της σεξουαλικότητας. Απ’ το πολυσχιδές έργο του, επιλέξαμε εδώ να μιλήσουμε για τις ιδέες του αναφορικά με τους αρχαιοελληνικούς μύθους. Είναι το βιβλίο των εκδόσεων Ζαχαρόπουλος με τίτλο Οι Έλληνες πίστευαν στους μύθους τους; Αρχικά, υποστηρίζει ο Veyne, οι αρχαίοι Έλληνες έβλεπαν τον κόσμο σαν κάτι το τελειωμένο και το πλήρες. Γι’ αυτό και είχαν την ανάγκη να γνωρίζουν την προέλευση κάθε λατρείας, κάθε πολιτείας, καθώς και όλες τις ανθρώπινες γενεαλογίες.
Δεδομένου ότι η «ιστορική» εποχή (δηλ. η εποχή των ιστορικών γεγονότων) ξεκινούσε για τους Έλληνες από τον Τρωικό πόλεμο, αυτό που έπρεπε να κάνει ο εκάστοτε επινοητής μύθων ήταν να βρει συνδετικούς κρίκους (π.χ. τα επιμέρους συμβάντα, τα ονόματα κ.λπ.) ανάμεσα σ’ εκείνον τον πόλεμο και στο εκάστοτε ιστορικό παρόν. Αν και ήταν οι πρώτοι που αμφισβήτησαν την αλήθεια των μύθων τους, θεωρώντας τους απλώς συμβατικές προφορικές αφηγήσεις, οι αρχαίοι Έλληνες ποτέ δεν μπόρεσαν ν’ αποκοπούν τελειωτικά από την πίστη στους σ’ αυτούς. Συγκεκριμένα, οι Έλληνες πίστευαν ότι ακόμη και ο πιο απλοϊκός μύθος αντιπροσωπεύει ένα τμήμα αλήθειας: αν υπάρχουν τυχόν σφάλματα ή ανακρίβειες, αυτά οφείλονται σ’ ατυχήματα αναπαραγωγής απ’ το πρωτότυπο. Όπως μας εξηγεί ο Veyne:
«Για τους συγχρόνους του Πινδάρου ή του Ομήρου, η αλήθεια οριζόταν, είτε από την καθημερινή πείρα, είτε από τον ομιλητή ο οποίος είναι έντιμος ή απατεώνας· επιβεβαιώσεις που ήταν ξένες στην πείρα δεν ήταν μήτε αληθινές μήτε ψεύτικες· δεν ήταν ψεύτικες επίσης διότι δεν υπάρχει ψέμα όταν ο ψεύτης δεν κερδίζει τίποτα και δε μας κάνει κανένα κακό: ένα αφιλοκερδές ψέμα δεν είναι απάτη. Ο μύθος ήταν ένα tertium quid (ένα κάποιο τρίτο), μήτε αληθινό μήτε ψεύτικο».
Ο μύθος θεωρούνταν, λοιπόν, μια αφήγηση που δεν είναι ούτε απολύτως αληθής, ούτε ακριβώς ψευδής. Για να εξηγηθεί, έπρεπε να βρεθεί το αληθινό ιστορικό περιεχόμενο το οποίο αντανακλά. Για τους αρχαίους Έλληνες, όπως φανεί αργότερα και για τον Machiavelli, οι μύθοι είχαν και έναν πρωτογενώς πολιτικό χαρακτήρα, μεταφέροντας ανέκδοτα ή αφηγήσεις για τα μεγάλα πρόσωπα των ηρωικών χρόνων.
Όσο για τους αρχαίους φιλοσόφους, συγκεκριμένα, ο μύθος αντιπροσώπευε μια αλληγορία των φιλοσοφικών αληθειών, ενώ για τους αρχαίους ιστορικούς αποτελούσε μια ελαφριά παραμόρφωση ορισμένων ιστορικών αληθειών. Για παράδειγμα, ο Πλάτων σφυρηλατούσε κάποτε και δικούς του μύθους, για να εκφράσει απλά και γλαφυρά τις αφηρημένες φιλοσοφικές του αλήθειες. Είναι επίσης γνωστό πως οι Στωικοί, όντες απόλυτα βέβαιοι για την ύπαρξη αλήθειας σε μύθους και ποίηση, δεν δίσταζαν να θέτουν αμφότερους στην κλίνη του Προκρούστη που ονομάζουμε «αλληγορία». Ο Veyne παραθέτει ένα αρκετά παραστατικό παράδειγμα:
«Έδειξαν μια μέρα στον Χρύσιππο μια ζωγραφική όπου η ασελγής φαντασία των ciceroni (ξεναγών) ήθελε να αναγνωρίζει στην Ήρα ότι επιβάλλει στον Δία μια ερωτική εκδούλευση που δεν μπορούμε να αναφέρουμε· ο Χρύσιππος αναγνώρισε αμέσως εκεί μια αλληγορία της ύλης που απορροφά το σπερματικό Λόγο με σκοπό να γεννήσει τον κόσμο».
Κοντολογίς, για τους φιλοσόφους, οι μύθοι αναλύονταν σε δύο βήματα, τα οποία περιελάμβαναν, πρώτα, μία κριτική του απίθανου ή του «ανάξιου», η οποία αναφερόταν στο περιεχόμενο, και ένας ορθολογισμός της φαντασίας, σύμφωνα με τον οποίο ήταν αδύνατο το περιεχόμενο να μην περιέχει απολύτως τίποτα και να είχε κατασκευασθεί εξ ολοκλήρου στο κενό. Υπεύθυνη για τις σχετικές παρανοήσεις και τα ψέματα είναι η «ευπιστία» των αρχαίων προγόνων. Σύμφωνα με τον Veyne, για τους Έλληνες οι «ανθρωπιστικές σπουδές» (ή, τέλος πάντων, το αρχαίο ισοδύναμο αυτών που σήμερα ονομάζουμε τέτοιες), υπεράνω όλων, αποσκοπούσαν στο να μαθαίνουμε πώς ν’ αποφύγουμε την εξαπάτηση από τις υπερβολές και τις παραχαράξεις του παρελθόντος.
Όπως το διατύπωσε ο Πλούταρχος, η σχέση ανάμεσα στην αλήθεια και τον μύθο είναι η σχέση ανάμεσα στη σχέση του ήλιου με το ουράνιο τόξο, με το σκεπτικό ότι το δεύτερο «αναλύει» το φως του πρώτου σε μία διαυγή ποικιλία. Αυτό σήμαινε ότι ο μύθος εθεωρείτο μία ευφάνταστη και παιγνιώδης μετάδοση ενός χρήσιμου, πραγματικού δεδομένου (π.χ. ανάμνηση ενός παλιού γεγονότος, φυσικό φαινόμενο ή θεολογική πεποίθηση). Αυτή η άποψη υπήρξε κυρίαρχη για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού. Μόλις κατά τον 19ο αιώνα (αν και εδώ είχε προηγηθεί ο Fontenelle), θα διατυπωθεί η άποψη πως οι ήρωες και οι θεοί ενδέχεται ν’ αποτελούν φανταστικά και επινοημένα όντα, με αμιγώς αλληγορική-συμβολική σημασία.
Σύμφωνα πάντα με τον Veyne, οι Έλληνες ουδέποτε μπόρεσαν να πουν πως ο μύθος είναι τελείως ψεύτικος γιατί δεν στηρίζεται πουθενά. Το παράδειγμά τους αποδεικνύει την ανικανότητά μας, ημών των ανθρώπων γενικά, ν’ απομακρυνθούμε απ’ το ψέμα. Ένα άλλο παράδειγμα: οι πρώτοι Χριστιανοί δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη άλλων θεοτήτων. Απεναντίας, οι θεοί των ειδωλολατρών λογίζονταν ανάξιοι λατρείας και εθεωρούντο κακόβουλοι δαίμονες, όχι τόσο «ψεύτικοι» (ανύπαρκτοι) όσο «ψευδείς» (ανάξιοι).
«Είναι λιγότερο δύσκολο να διαγράψουμε μια φαντασία παρά να την αρνηθούμε· είναι πολύ δύσκολο να αρνηθούμε ένα θεό, έστω κι αν ήταν θεός των άλλων, και ο παλαιός ιουδαϊσμός, το κατάφερνε πολύ δύσκολα. Βεβαίωνε μάλλον ότι οι ξένοι θεοί ήταν λιγότερο δυνατοί από τον εθνικό τους θεό ή μάλλον ότι δεν ήταν ενδιαφέροντες. Περιφρόνηση ή τρόμος, όχι άρνηση: αλλά, για έναν πατριώτη, είναι το ίδιο πράγμα οι θεοί των άλλων υπάρχουν; Λίγη σημασία έχει η ύπαρξή τους: το σπουδαίο είναι ότι οι θεοί των άλλων δεν αξίζουν τίποτα, είναι ξύλινα ή πέτρινα είδωλα που έχουν αφτιά για να μην ακούν».
Για αιώνες ολόκληρους, οι Έλληνες δεν έπαψαν να πιστεύουν στον μύθο και παρότι υπήρξαν και κάποιοι διανοητές που δεν πίστευαν στους θεούς (Κικέρων, Καρνεάδης, Οβίδιος), κανένας τους δεν αμφέβαλε για την πραγματική ύπαρξη του Ηρακλή και του Αιόλου. Ακόμη και αργότερα, οι Χριστιανοί κατεδίωξαν τους μυθολογικούς θεούς, στους οποίους πια δεν πίστευε κανείς, αλλά όχι και τους μυθολογικούς ήρωες, διότι αυτούς τους πίστευαν όλοι.
Οι αρχαίοι δεν δυσκολεύονταν να πιστέψουν σε κάτι, λόγου χάρη στον Τρωικό πόλεμο, διότι ένας πόλεμος δεν έχει τίποτα το υπερφυσικό και το παράξενο. Αντίθετα, οι σύγχρονοι άνθρωποι, αν πιστέψουν στο ίδιο πράγμα, θα το κάνουν λόγω του πόσο αυτό έφτασε να επηρεάζει τους ανθρώπους, φτάνοντας στο σημείο να συγκινήσει σε τέτοιον βαθμό τη λαϊκή φαντασία. Σήμερα, πιστεύουμε στην ιστορικότητα του Τρωικού πολέμου, αλλά για τους αντίθετους λόγους απ’ αυτούς που πίστευαν οι αρχαίοι. Εκείνοι πίστευαν παρά το υπερφυσικό, ενώ εμείς εξαιτίας του.
Ποιο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα του Veyne; Τα έθνη ξεπερνούν γρήγορα τις έννοιες του «αληθινού» και του «ψεύτικου», που μονάχα μερικοί διανοούμενοι διατηρούν, και αυτό σε μερικές μονάχα εποχές. Η ανάγκη ημών, των σημερινών ανθρώπων, να βρούμε μία εξήγηση για την πίστη των αρχαίων σε μύθους, προδίδει την αμηχανία μας μπροστά στην «πλάνη». Αυτή η αμηχανία, όμως, στηρίζεται στις έννοιες της αλήθειας και της επιστήμης, που είναι η δική μας «μυθολογία».