Η δεσποινίς Μ. ζούσε με την μητέρα της στο περίφρακτο σπιτικό τους, κάπου στα προάστια. Ο λιγομίλητος πατέρας της, υπόδειγμα οργάνωσης και νηφαλιότητας, είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία λίγο μετά την γέννηση της κόρης, παρασυρμένος από μια νεαρά ελευθέρων ηθών.
Η μητέρα, τής έλεγε πως μέσα της κρύβεται όλη η καλοσύνη του κόσμου. Παρουσίαζε τον εαυτό της σαν βωμό στοργής και φροντίδας. Να προσέχεις τους άντρες, υπενθύμιζε. Και οι γυναίκες, βέβαια, έπρεπε να κρατιούνται σε απόσταση.
Η δεσποινίς Μ. είχε επιφυλάξεις. Ιδιαίτερα για τα καλά που υποτίθεται κατείχε. Θυμόταν τότε, με ένα ραβδί είχε γκρεμίσει μια χελιδονοφωλιά. Τα αυγά είχαν τσακιστεί στο δάπεδο, μάταια η χελιδόνα φτερούγιζε πάνω τους. Κανένας από τους απογόνους της δε θα ήταν σε θέση να πετάξει. Το εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα κάποτε. Την καθησύχασε. Αυτό, λεγόταν αθωότητα και περιέργεια, δεν υπήρχε πρόθεση. Κανένας κίνδυνος για την αρετή της κόρης. Είχε μία ακόμη αμφιβολία. Της άρεσαν οι νεαροί συμφοιτητές της, δεν θύμιζαν καθόλου τον πατέρα. Συμπαθούσε και αρκετά κορίτσια. Έτσι, όταν έφτασε στα χέρια της η πρόσκληση για πάρτι στο κλαμπ «Μύηση» δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Μάταια, η μητέρα προσπάθησε να την μεταπείσει.
Το μεγάλο βράδυ έφτασε. Στην είσοδο του κλαμπ την καλωσόρισαν αποκαλώντας την «Δεύτερη». Δεν ήταν σίγουρη για το τι εννοούσαν. Γιατί όχι «Πρώτη» ή έστω «Τρίτη». Αυτό το δεύτερη την εκνεύριζε, κάποια άλλη θα κατείχε την πρωτιά. Ένιωσε ένα χέρι να την σπρώχνει ελαφρά, στο πρόσωπο του πορτιέρη, ένα μειδίαμα. Μπαίνοντας, άφησε το παλτό της στην γκαρνταρόμπα. Ο υπάλληλος, με σηκωμένο φρύδι, της είπε πως το λευκό απαγορευόταν ρητώς από την πρόσκληση. Μπορούσε να διαλέξει ρούχα οποιουδήποτε χρώματος, εκτός από λευκό, ένα σχεδόν χρώμα, χωρίς προσωπικότητα. Ήταν το αγαπημένο της.
Της είπαν πως θα κάνουν μια εξαίρεση. Μπήκε στον σκοτεινό χώρο, η μουσική διαπερνούσε την ακοή της. Υπήρχε μόνο μία ακόμη γυναίκα, οι υπόλοιποι, όλοι άντρες. Αυτή θα ήταν η «Πρώτη» σκέφτηκε. Φαινόταν, άλλωστε. Πολύχρωμη, με όλα τα αρσενικά γύρω της. Στεκόταν μόνη να δοκιμάζει διαφόρων ειδών ποτά. Αναμείξεις πρωτόγνωρες. Κανείς δεν την πλησίασε, τα χείλη της ένας κόμπος. Η ώρα κύλησε, το σώμα της μια γροθιά. Ξεχύθηκε πάνω στην «Πρώτη», το αίμα δεν ξεχώριζε από το φόρεμά της.
Κατάφεραν να την σταματήσουν. Στο βλέμμα τους ολοφάνερη απορία . Εγώ έπρεπε να είμαι η «Πρώτη», παραμιλούσε. Δεν καταλάβατε καλά δεσποινίς μου, της είπε ένας νεαρός, σχεδόν πνιγμένος από τα γέλια, η πρωτιά είναι θέση μόνο για άντρες. Εδώ όλες ονομάζεστε «Δεύτερες».
Η Μίνα Μοίρου μεγάλωσε στην Αγία Άννα της Εύβοιας και μετά από μικρές περιπλανήσεις, ζει στην Ικαρία. Είναι ψυχολόγος και Εκφραστική Θεραπεύτρια Μέσω Τεχνών, ενώ φοιτα στο ΠΜΣ Δημιουργική Γραφή του Ε.Α.Π. Έχει δημοσιεύσει πεζογραφήματα στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά «Θράκα» και «Fractal».