Ήταν Ιούλιος και ο ήλιος ήδη έκαιγε τα πεζοδρόμια και τις τσιμεντένιες πολυκατοικίες μιας πολυπληθούς πλέον και άλλοτε προσφυγικής συνοικίας των νοτίων προαστίων. Οι πλάκες των ηλιακών, λαμπύριζαν σαν χρυσά καπέλα πάνω στις καραφλές και γκρίζες ταράτσες των κατοικιών. Εδώ κι εκεί, μπορεί κάποιος να έβλεπε καμιά σκεπή με τα κεραμμύδια της ξαπλωμένα αλλά το μάτι γέμιζε από φαιό και μελαγχολικό μπετό. Στις άκρες των πεζοδρομίων παρίστανται ψηλές και ακλάδευτες οι νερατζιές με τα ολοπράσινα φύλλα τους να πεταρίζουν ανά διαστήματα, παραδομένα στο ελαφρύ σπρώξιμο ενός καυτού αέρα. Στο ρείθρο των πεζοδρομίων, στα χείλη του δρόμου δεξιά και αριστερά, υπήρχαν πεταμένα σκουπίδια, ξερά φύλλα, αποτσίγαρα, πλαστικά και χάρτινα υλικά από καλοκαιρινά σνακς.
Εκείνος ο γέρος πια ο Γιώργος, ακούμπησε τις γεμάτες ψώνια σακούλες, κάτω στην είσοδο της πολυκατοικίας, ψάχνοντας με την πλάτη γυρτή και τους ώμους σκυφτούς, το κεφάλι χαμηλωμένο λες και είχε βουτήξει βαθιά μέσα σε μια από αυτές τις σακούλες, τα κλειδιά της εισόδου. Το πρόσωπό του γλυκό και με τα σημάδια που είχε αφήσει ο χρόνος πάνω του, ήταν κρυμμένο πίσω από ένα καπέλο τζόκεϊ για να τον προστατεύει από τις ακτίνες του ήλιου όταν τριγυρνούσε στους καυτούς δρόμους της γειτονιάς. Ψάχνοντας μέσα σε μια από αυτές τις σακούλες μονολογούσε νοερά και με παράπονο “αααχ χρόνε πώς με έκανες να σκύβω βαρύς και κουρασμένος για να βρω μια αρμαθιά κλειδιά. Εγώ που κάποτε ανεβοκατέβαινα τρέχοντας στο πέμπτο όροφο”. Τότε άνοιξε η πόρτα και ένας νεαρός ενήλικας τον καλημέρισε με ζωηρό και ευγενικό χαμόγελο, “καλημέρα κυρ Γιώργο”, κρατώντας του την πόρτα απαλά και υπομονετικά μέχρι να κρεμάσει πάλι στα χοντρά δάχτυλά του τα ψώνια και να περάσει μέσα στο δροσερό διάδρομο της πολυκατοικίας.
Ο κυρ Γιώργος ανταπέδωσε το χαμόγελο και με χαρά αυθεντική και ζωντανή απάντησε “καλώς τον Αντώνη μας…να ‘σαι καλά”, αποδρώντας για λίγο από το πικραμένο και μελαγχολικό μονόλογο που είχε ανοίξει με το χρόνο. Θα ‘παν κανα δυο κουβέντες βιαστικές, “στο πόδι” που λένε και ο νεότερος έφυγε γρήγορα για να προλάβει τις δουλειές του. Άφησε έτσι τον κυρ Γιώργο και το βαρύ περπάτημα του, πίσω στην είσοδο της πολυκατοικίας, να ανακουφίζουν τη ζέστη που είχαν μαζέψει, ρουφώντας με κάθε πόρο του γερασμένου σώματος τη δροσιά αυτή, ανακατεμένη με μια νωτισμένη και πηχτή αίσθηση υγρασίας που νιώθει κανείς σε όλες τις εισόδους των πολυκατοικιών που βρίσκονται στο ύψος του πεζοδρομίου.
Ο κυρ Γιώργος έφτασε φορτωμένος στο ασανσέρ, το κάλεσε και προσπάθησε να επιστρέψει στο θερινό μονόλογο με το χρόνο λες και ήθελε να του διαμαρτυρηθεί. Και τι δεν σκεφτόταν. Ο χρόνος και ο Ιούλιος, είχαν προσκαλέσει τόσες αναμνήσεις και εκείνος ήταν αμήχανος οικοδεσπότης στον ερχομό τους. Εικόνες και ιδέες, συμβάντα του παρελθόντος και λόγια ενός περασμένου χρόνου και σε ένα περασμένο τόπο πλημμύριζαν το νου και ανέδυαν ένα μίγμα συναισθημάτων ανείπωτο μα και σπαρταριστό.
Εκείνη η ιδέα που τον αιχμαλώτισε όμως στην προσπάθεια διαμαρτυρίας προς το χρόνο ήταν αυτής της εποχής που ήταν κι αυτός νέος ενήλικας γύρω στα 30 του και βιάζονταν ακόμη να βρεθεί με τη σύντροφό του. Θυμήθηκε τα πλούσια κάλλη της, τα πλουμιστά βραχιόλια που αγκάλιαζαν τους καρπούς των χεριών της, τα σκουλαρίκια που κρέμονταν ανάλαφρα από τους γλυκούς και λεπτεπίλεπτους λοβούς της και τα λινά φορέματα που έκρυβαν τις καμπύλες της. “Τι ωραία που σε συνάντησα αγάπη μου”, ψυθήρισε έχοντας πια μπει στο ασανσέρ και ανεβαίνοντας στο πέμπτο.
Όσο διήρκησε η ανάβαση σκεφτόταν με τι βιασύνη επέστρεφε στο σπίτι μετά τη δουλειά, να ανταμώσει με την Υπατία, τη γυναίκα που του ‘χε προσφέρει τόσες και τόσες χαρές, ανύπερβλυτες στιγμές ζωντάνιας και ζωής, τη θηλυκή ψυχή που ‘δινε πνοή με το φιλί της σε κάθε του πρωινό ξύπνημα πριν κινήσει να φύγει για τη δουλειά του, και τη γυναίκα που πάντα τον περίμενε να επιστρέψει από ένα από εκείνα τα μακρινά ταξίδια που έκανε ως εμπορικός αντιπρόσωπος. Θυμόταν τις αγκαλιές που την έπερνε βγαίνοντας μούσκεμα από τις θαλασσινές βουτιές, τα καλοκαιρινά παιχνίδια με την αμμουδιά, τα γλυκά παράπονά της κάθε φορά που έβρεχε με την αλμύρα τα κατάξανθα ως τους ώμους μαλλιά της. Αναμόχλευε μέσα στο νου του ιστορίες που είχαν αλληλοστηρίξει ο ένας τον άλλο. Η μνήμη επιδόθηκε παρά τη θέληση του σε μια ατέρμονη παραγωγή αναμνήσεων που χρωμάτιζαν στοργικά τόσες στιγμές με τη γυναίκα του. Όσο ανέβαινε με το ασανσέρ η διαμαρτυρία απέναντι στο χρόνο είχε κάνει στροφή σε φιλική κουβέντα και η καρδιά του είχε φουσκώσει πιέζοντας το στήθος του με νοσταλγία και χαρά.
Το ασανσέρ έφτασε στο προορισμό του και με ένα απότομο γδούπο σταμάτησε. Η πόρτα του υπέκυψε χωρίς καμιά αντίσταση στο σπρώξιμο του κυρίου Γιώργου. Εκείνος προχώρησε μερικά βήματα, έβαλε το κλειδί στην άλλη πόρτα, αυτή του διαμερίσματος, το γύρισε μέσα στη κλειδαριά και την έσπρωξε ανεπαίσθητα, περνώντας το κατώφλι του σπιτιού του.
Συνοδευόμενος από τις αναμνήσεις και τις σκέψεις, το ζωντανό διάλογο με το χρόνο, ξέχασε για λίγο πως μέσα στο διαμέρισμα θα ήταν μόνος του, χωρίς την Υπατία να τον φιλήσει, να τον αγκαλιάσει που γύρισε καταϊδρωμένος και φορτωμένος με ψώνια. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ξεφούσκωσε η καρδιά από τη χαρά και συρρικνώθηκε μελαγχολική επιτρέποντας στους πνεύμονές του να επανέλθουν στη φυσιολογική τους θέση. Μελαγχολία και νοσταλγία ένιωθε τώρα ο κυρ Γιώργος, αλλά απάντησε στο χρόνο με ένα μειδίαμα στα χείλη του “να σαι καλά χρόνε που με πλούτισες με όλες αυτές τις αναμνήσεις” !
Ο Δημήτρης- Ζώης Σπύρου εργάζεται ως ψυχολόγος- ψυχοθεραπευτής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο τμήμα Ψυχολογίας. Έπειτα εκπαιδεύτηκε για 4 χρόνια στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία, στο Αιγινήτειο νοσοκομείο και παράλληλα συνεργάζεται και εκπαιδεύεται στο ΑΚΜΑ. Αγαπά τη συγγραφή διηγημάτων, τη μυθοπλασία και το λογοτεχνικό διάβασμα. Γράφει ιστορίες, σκέψεις, όνειρα και εκφράζεται μέσα από τη συγγραφή. Θέλει η γραφή του να είναι ένα μέσο επικοινωνίας και ένα σημείο συνάντησης.