Απόστολος Θηβαίος | Personal Jesus

Εντυπώσεις για το μυθιστόρημα
“Δευτέρα Παρουσία”
της
Τζούλιας Γκανάσου
από τις εκδόσεις
Καστανιώτη

 

Ο Χριστός σε κάποιες συνοικίες αυτού του κόσμου δεν διαφέρει σε τίποτα από την πιο απελπισμένη εκδοχή της ύπαρξής μας. Καμουφλαρισμένος κάτω από μια μασκαρεμένη τραγωδία, σέρνεται στους δρόμους κάποιας πόλης. Χάνει και κερδίζει το βήμα του, βρίσκεται αντιμέτωπος με την εποχή του, παίζει, χάνει, ποντάρει διαρκώς. Στην ανεκτίμητη αγάπη που μου οφείλεις, σε αυτήν που φυλάω για σένα, αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φθάσει κανείς ως την καρδιά εγώ ποντάρω κάθε ταπεινή μου αξία και σου γράφω.

Ένα μυθιστόρημα, από εκείνα που ξέρουν να υπηρετούν την ανθρώπινη έκφραση, να θέτουν προβληματισμούς, να προχωρούν σε ιδέες ηθικές. 

Ναι, ο Χριστός σε κάποιες συνοικίες αυτού του κόσμου, στα περίχωρα του Ντόνετσκ, εκεί που κανένα πλάνο δεν καταγράφει την ανθρώπινη θυσία, φορεί το προσωπείο της ζούγκλας. Ψηφίδα και αυτός μες στη γενικότερη αποσύνθεση, αντίστιξη στην αποτρόπαια συμφωνία , ανάγλυφη. ανθρώπινη προσφορά, να εκτείνεται πέρα από κάθε ιδιοτέλεια. Τρία σώματα σε ένα και η Άννα που φορεί σαν ρούχο το δέμα του ανθρώπου. Ζωντανοί νεκροί, να μεταμορφώνονται κιόλας σε μνήμες πέτρες, για τα χρόνια της αθωότητας που παίρνει για πάντα η ιστορία μακριά της. Ένας βρώμικος πόλεμος και τριγύρω οι έμποροι εκτιμώντας, γελώντας, διαφωνώντας πάνω στην τιμή κάθε ανθρώπινης αξίας. Όλα είναι η Άννα, η μάσκα και ο φόβος, το κουράγιο και το περίσσευμα της δύναμης, η επιστήμη στην υπηρεσία του ανθρώπου. Η Άννα είναι και οι κατάμαυρες φιγούρες, κομπάρσοι του πολέμου, σκοτεινοί χαρακτήρες και στρατιώτες σε εντεταλμένη υπηρεσία. Μα περισσότερο από όλα η Άννα είμαι εγώ, ο κόσμος που κυοφορεί μια απέραντη καλοσύνη και μια απέραντη μοχθηρότητα, πασχίζοντας για το καλύτερο. Η Άννα, ένα κορίτσι σκέτος ίσκιος που κυοφορεί την εποχή της διά χειρός Ευτυχίας Λιάπη. Πρώτα λέει φτιάχνουν οι ζωγράφοι τις σκιές, το χρώμα είναι η πόλη, η ζωή μας στους κόλπους της. 

Αφήνω το βιβλίο των εκδόσεων Καστανιώτη που επαναφέρει τη σωματική γραφή της Τζούλιας Γκανάσου και πάλι στο προσκήνιο. Κρατώ τον τίτλο, παντού στις σελίδες άνθρωποι που ξεδιψούν από άνθρωπο. Στο βάθος μια καταιγίδα καλοσύνης και συνύπαρξης, εκεί που ξεσπά η θέλησή μας και λάμπει η ανθρώπινη εκδοχή μας. Στον τηλεοπτικό δέκτη, δέκατο ή και κάτι περισσότερο στη σειρά των θεμάτων που προβάλλονται από τις οκτώ ως τις εννιά, το θέμα του πολέμου στην Ουκρανία. Τώρα πια δεν υπάρχουν τα πλάνα, οι ανταποκριτές της πρώτης γραμμής, τώρα το πράγμα έγινε μια συνήθεια, κάτι σαν ένα φεστιβάλ αίματος κάπου στα ανατολικά. Πού και πού, καμιά γκρεμισμένη πολυκατοικία, οι απαραίτητες σοροί σκεπασμένης με την ουκρανική σημαία, – Θεέ μου , πόσες σημαίες ράβει ολημερίς το εργοστάσιο, σε κάθε μέρος πώς κάποιοι κερδίζουν από τη δυστυχία του πολέμου. Και εσύ ψάχνεις τις λεπτομέρειες που χάνεις, θυμάσαι επιστρέφοντας στις πρόσφατες μνήμες σου, αταξινόμητες τις μορφές των προσφύγων από επικίνδυνα περάσματα βρίσκεις, συντροφιά με τους άνδρες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, που καθόλου ενωμένα δεν πορεύονται μες στις φλόγες της ανθρώπινης συντριβής. Θέλω να βρω την όψη της δικής μου εποχής, μια προσπάθεια για να βρεθεί η ομορφιά, στην έκφραση και την προοπτική επάνω, σαν τόξο ουράνιο,  γράφοντας σήματα που νιώθονται και δεν διαβάζονται. Και έτσι επιστρέφω στην “Δευτέρα Παρουσία” της βραβευμένης με σημαντικές διακρίσεις Τζούλιας Γκανάσου που προχωρεί με το έργο της, πάντα στρατευμένο στην υπεραιμία αυτής της σφαίρας που έξαλλη περιστρέφεται στο πουθενά, πάντα σε μια ελαφριά απόκλιση, κόσμος σαθρός. Μια ιστορία από καρδιάς, από εκείνες που φαντάζουν πιο σημαντικές από το μεγάλο φόντο. Επειδή στη μακέτα που απομένει μετά τον πόλεμο, θα βρεις να ανθίζουν η χαρά και η ποίηση. Ακολουθώντας ένα υπόγειο ρεύμα το μυθιστόρημα ως προϊόν της καρδιάς, γίνεται ταξίδι από το χρέος ως τη μουσική που ελεύθερη δοκιμάζεται στην κόψη της μοίρας. 

Άννα δεν υπάρχει δρόμος, δεν υπάρχει ελπίδα. Οι πιο στέρεες δομές έπεσαν μετά την κήρυξη του πολέμου. Στο βάθος τα τροχιοδεικτικά δεν φωτίζουν τις συναλλαγές έξω στον δρόμο, μες σε γραφεία και κλειστές αίθουσες. Εσύ είσαι το νούμερο είκοσι πέντε, τελείως αποκλεισμένη, μια ζωή σκλαβωμένη στα γρανάζια μιας άρρωστης βιομηχανίας. Τα παιδιά στις θερμοκοιτίδες του πολέμου κλαίνε, σωπαίνουν, χορταίνουν, κάποτε ανοίγουν τα φτερά τους, Στους τραπεζικούς λογαριασμούς μερικές χιλιάδες αλλάζουν πιστούχο. Πρόκειται για μια επικερδή δουλειά που τα έχει όλα κανονισμένα. Το μόνο που χρειάζονται είναι μερικοί σκληροί ανθρωποφύλακες, κάτι μαύρες φιγούρες στο πουθενά κάποιου δρόμου και σειρά οι καινούριες γενιές. Αποκτηνωμένα αρσενικά, βορά του πολέμου, δεν έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό για τις πιο χυδαίες πράξεις. Η Άννα φορά άλλον έναν άνθρωπο, επειδή ένα σώμα συνιστά μια πολύτιμη παρουσία, εκείνη του Χριστού που αχνοφέγγει στην αρχή αυτής της περιπέτειας. Η Άννα μες στις σελίδες της έκδοσης του Καστανιώτη, να περνάει τα ρημαγμένα σχολεία, τα τεμαχισμένα κτίρια, πολυώροφοι νεκροί, σε κάθε πάτωμα μερικές δεκάδες. Ο καιρός εδώ και εκεί με το προσωπείο του, με τη μορφή ενός αγοριού μες στην ασυναγώνιστη ζούγκλα του κόσμου. Δεν υπάρχει ξεκούραση για σένα Άννα, μόνο μια σημασία με ένα τριπλό σώμα, μια ντάμα μες στους καπνούς του πολέμου, ένα έφηβο άστρο ή πάλι η κοριτσίστικη ελπίδα του κόσμου που δεν γερνά γιατί είναι αληθινή. Τρέξε μες στο χιόνι του μυθιστορήματος σου, πέρνα μέσα από τις φωτιές και τους παρατημένους κόσμους, τους δίχως λόγια και χρόνια, στάχτη φέρνει ο καιρός στα μαλλιά σου, έτσι που μας γερνά αυτός ο αμοιβαίος πόλεμος. Τίποτε μην περιμένεις Άννα από τα κύματα, κράτησε μόνο μες στα δυο σου χέρια το μυστικό σύμπαν. Μετά από εσένα ελεύθεροι άνθρωποι να γεννηθούν. Θα δεις Άννα, πως θα καταρρεύσουν οι πρόστυχες συμφωνίες, αν συνεχίσουν οι λέξεις να πετούν μες στα δωμάτια της ζωής μας. Μην περιμένεις θεούς να επέμβουν Άννα, το γράφει καθαρά η Τζούλια Γκανάσου στις σελίδες του Καστανιώτη. “Πώς να είσαι άγιος δίχως Θεό;” και ευθύς φωτίζεται το εργαστήρι της ικανής δημιουργού που μπορεί και ανασυνθέτει τη θεματολογία της εποχής μας, μαζί με τις σκηνές από την μάχη πάνω στο σύνορο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ένας χορός με βία, με σκληρότητα και τραγική απελπισία, μια ωδή στον κυνισμό που στερεώνει επιβλητικά ο πόλεμος στις σχέσεις, τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τους φόβους. Άννα, έτσι κοντά που σε φέρνει ο φακός της “Δευτέρας Παρουσίας”, δεν είσαι πια μια ξένη. Δεν είσαι μια γερασμένη Κλυταιμνήστρα , είσαι μια από εμάς τους ίδιους. Φορούμε και εμείς τους ανθρώπους μας στη ράχη όπως η Άννα τη γιαγιά με τα μουδιασμένα πόδια, τους δίνουμε κουράγιο κάτω από τη σκυμμένη ράχη, τους κουβαλάμε αγόγγυστα. Είναι οι νεκροί, οι ζωντανοί μας, τα πιο πολύτιμα πετράδια από όσα κινδυνεύουν να τα αρπάξει ο πόλεμος. Μην πιστέψεις όποιον σου πει ότι άλλαξε τίποτε, πως τάχα “η εργασία απελευθερώνει”, οι ιδέες Άννα βρίσκουν τρόπο να ανθίζουν σαν άγρια φυτά σε ραγισματιές, να κατακτούν τις ρωγμές με αξιοθαύμαστη ευκολία. Χρειάζεται να γράψεις Άννα, σειρές ολόκληρες για την προστυχιά στους δρόμους, για την προδοσία που είναι το πρώτο μάθημα για να διδαχτεί η απροετοίμαστη για το θάνατο εποχή. Χρειάζεται να πιάσεις το τραγούδι, κάτι από ποίηση, έτσι που τα χέρια της γιαγιάς να είναι τα φτερά ενός κύκνου, ενός χαμένου αγγέλου, ελάχιστη διαφορά κάνει, όταν με το ένστικτο που του χαρίστηκε θεωρεί κανείς αυτόν τον κόσμο. Άννα εσύ και εγώ και όσοι θα σκύψουν πάνω από την έκδοση του Καστανιώτη, θα νιώσουν ευθύς τι πάει να πει να ζεις κυνηγημένος, σε όρους Σάρα Κέην, παγιδευμένος μες στα κορυφαία ηθικά διλήμματα, όσα κρίνουν τι πάει να πει άνθρωπος, τι ζωή και σεβασμός στην ιερότητα της. Μια λογοτεχνία που δίχως να δίνει απαντήσεις, δεν διστάζει να θέσει μεγάλα ερωτήματα, να φανταστεί το πρόσωπο του κόσμου αύριο όταν οι σελίδες θα παλιώνουν και η ποίηση θα γίνεται σοφότερη, μιλώντας πάντα με τον ίδιο εξομολογητικό τόνο για λάθη και αποτρόπαιες στιγμές. Μέχρι τότε Άννα θα σε βρίσκω μες στις σελίδες της ‘Δευτέρας Παρουσίας” ζητώντας απεγνωσμένα μια διέξοδο, με θάρρος και τόλμη μες στην αβεβαιότητα του καιρού. Εκεί που όλα βρίσκουν μια αρμονία και τα πράγματα σπάζουνε ως το συναίσθημα και τα πάντα, η γλώσσα, τα πλάνα, οι ακρωτηριασμοί, η εκμετάλλευση, η σκοτεινιά στα κόκαλα του κόσμου, όλα βρίσκουν άσυλο μες στην επιδέξια γραφή. Την ώρα που η ανθρωπιά σκοτώνεται σαν κυνηγημένο πουλί , καθώς ο αγοραίος πόλεμος και τ’άγριο μακιζιάζ του κόσμου ξυπνούν τις πιο βαθιούς σου, φροϋδικούς τρόμους.

“Καμιά γυναίκα δεν μιλούσε για τον πόλεμο, καμιά γυναίκα δεν μιλούσε για την ειρήνη. Καμιά δεν μιλούσε για την περίοδο πριν τον πόλεμο, ή για την εποχή μετά την ειρήνη. Καμιά δεν μιλούσε για τίποτε”, γράφει η δημιουργός. Αυτό που ξεχωρίζει δεν συνιστά τίποτε λιγότερο από το αντιφέγγισμα του κόσμου, που σιωπηλά παρακολουθεί τον θάνατο να σκορπιέται αφειδώς στις γειτονιές του κόσμου. Μια ζώνη ουδέτερη στις καρδιές και τα πλάνα μας.

 Και η ζωή που μπαίνει το ζύγι και η Εταιρία που υπηρετεί τους σκοπούς της, πουλώντας παντού στον κόσμο υγιέστατα, ουκρανικά μωρά που δεν έρχονται καν σε επαφή με τις παρένθετες μητέρες και προωθούνται έναντι χιλιάδων δολαρίων στις αγορές τεκνοθεσίας για υψηλά πορτοφόλια. Πάντα μες στην σκοτεινιά της πορνογραφίας κάθε πολέμου, αφού τούτη η επιβίωση της Άννας τελείται μες στο άχρονο, μες στη συνήθεια που κάνει την εμφάνισή της σαν επιδημία εδώ και εκεί στον πλανημένο κόσμο. Ευαίσθητη και ευφυής η “Δευτέρα Παρουσία” καθώς κατορθώνει μες στις σελίδες του βιβλίου να  στέκει όρθια πληρώνοντας το αντίτιμο που επιβάλλει η μαρτυρία ενός σκοτεινού κόσμου, με θέλγητρα του, ένα σύμπαν μικροεμπόρων και τις σκοτεινές μορφές που αντλούν από τις μολυβιές του Λόρκα και την προοπτική του Τζιακομέτι. Και όμως αυτές οι μορφές, οι χαρακτήρες του βιβλίου, η Άννα, η γιαγιά, οι νοσοκόμες, εκείνη η δεμένη με τους ιμάντες που ανασαίνει την ατμόσφαιρα του έργου, όσα μάτια κοιτάζουν κατακόκκινα από τον φόβο τους μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, δεν μοιάζουν με περσόνες, στέκουν δίχως μάσκες που κρύπτουν μα με κρατήρες και το προφίλ του θανάτου που μόνο αυτό σημαίνει κάτι μες στην πραγματικότητα. 

Όραμα σκληρό και σαρκοφάγο εκείνο του πολέμου. Η Τζούλια Γκανάσου το αποτυπώνει γλαφυρά, με σκηνές που μας παρασέρνουν στο βίωμα της εμπειρίας, νηστεύοντας κάθε διακόσμηση που δεν σημαίνει κτηνωδία, απελπισία, απαξίωση. Και από την άλλη μεριά η επιστήμη που διασώζει τις γενιές και αποτεφρώνει μια ολόκληρη γενιά στα μοντέρνα κρεματόρια των εταιριών υποβοηθούμενης γονιμότητας. Ο καιρός της λογικής παραχώρησε τα κλειδιά στην θετική σκέψη, μα εκείνη έσμιξε με το κέρδος και η ανημποριά του κόσμου να γίνει για μια φορά καλύτερος από τ’όραμά του το ανέφικτο, πνίγηκε μαζί με την κατάπτωση, με την επίκληση στο τίποτε του μοντέρνου, νέου κόσμου.

Όμως εγώ νοιάζομαι για την Άννα. Και κάθε φορά που κλείνω το βιβλίο την βλέπω να περνάει εμπρός από το σαλονάκι μου, φορτωμένη το τριπλό της σώμα, ήσυχη, βέβαιη πως αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Τη νιώθω μόνη, πάνω στο σχοινί του σχοινοβάτου να ισορροπεί , με τη χελιδονώδη λαλιά την παπαδιαμαντική που δεν συμμερίζεται αυτός ο καινούριος, μέγας κόσμος. Θρησκεία μου ο άνθρωπος, εσύ η ίδια Άννα, με τη δική σου “Δευτέρα Παρουσία” να ξεδιψώ από την ανάγκη λέει, θριαμβευτικά ελθούσα εσύ, πάντα με την προσφορά σου την ανυπολόγιστη. Παλαιστίνη, Κίροβγγκραντ, Κίεβο, Οδησσός. Στιγμή μου εσύ Άννα, που γίνεσαι κάτι παραπάνω από την απλή τέχνη της συγκίνησης, μα περισσότερο μια μεστή ώρα, μια μεστή γραφή, ποιητική. Μια ώρα τραγική του ανθρώπου, όταν τρέμει ως ύπαρξη στα χέρια της αστείρευτης ευφυίας αυτού και κάθε άλλου μελλούμενου καιρού. Έτσι  λυσσαλέα εκτινάσσεται με πάθος η ανθρωπότης και στροφές στροφάλων θέτει σε λειτουργία η συγγραφέας, ζητώντας από τούτο τον κόσμο να διαλέξει ,  τραβώντας προς την καταστροφή ή την ηθική του δέσμευση. Μένει σε εμάς τους αναγνώστες το ηθικό καθήκον της μνήμης και τούτο υπηρετούν βιβλία σαν αυτό του Καστανιώτη, ανάγλυφα από την εποχή μας, ποιητικά μαζί, βιβλία που υπερασπίζονται ότι απομένει από τη ξεψυχισμένη φαντασία της ανθρωπότητας. Στην εξουσία, τον έρωτα, την επιστήμη, στην ευγνωμοσύνη και τη συνύπαρξη. Βιβλία με λόγο πυκνό, απέριττο, που γίνεται σωματικός, με έναν ρυθμό δικό του, εκείνον της βραχύλογης επιγραφής μιας σκηνής μες στη φωτιά του πολέμου που δεν διαθέτει την παραμικρή γοητεία, μόνο φόβο και μοναξιά.

Απόστολος Θηβαίος