Το στροβίλισμα είναι του ανέμου αφορμή.
Κοιτάζω τριγύρω. Το μεσημβρινό σκίασμα του τόπου δεν αλλάζει ποτέ. Οι κορμοί των ελιών μαυρίζουν κάνοντας αντιθέσεις –όμοιες με παιχνιδίσματα της εφηβείας– με το χρυσαφί ανατρίχιασμα των αγριόχορτων. Θυμάμαι πάντοτε το μαύρο βλέμμα της Ιστορίας, επιβλητικό και άτεγκτο, εδώ σ’ αυτή την απόκρημνη άκρη της στεριάς. Θυμάμαι κι εσένα, τις αναμνήσεις του εαυτού σου μέσα από τα παιδικά μάτια μου. Ναι, το τονίζω, παραμένω στην ηλικία εκείνην, σε άλλο σήμαντρο του χρόνου πια, και σε ανακαλώ ίδιον, όπως ήσουν.
«Απ’ όπου φυσάει, έρχεται η αλήθεια σου», είχες προτείνει. Ετούτο βιώνω γράφοντας τώρα το σημείωμά μου ανάμεσα στους μαΐστρους, στην καταχνιά της ζέστης, στο καμένο χώμα των βημάτων μου.
Ένα κυπαρίσσι θροΐζει, ήρεμο – με κατευνάζει. Τα τζιτζίκια δεν θα πάψουν να τρίβουν τις μελωδικές φτερούγες τους, ούτε ο κόλπος να προσκρούει στα ιόνια κύματα. Με λίγα λόγια, μόνος αναπνέω τις αιωνιότητες που εσύ εγκατέλειψες, τις μερικές στιγμές που κανείς δεν αγαπάει παρά όταν αποθνήσκει.