Frank O’Hara | Tη μέρα που πέθανε η λαίδη

Frank O’Hara

Είναι 12.20 στη Νέα Υόρκη Παρασκευή
τρεις μέρες μετά την επέτειο της πτώσης της Βαστίλης,
ναι το 1959 και πηγαίνω να γυαλίσω τα παπούτσια μου
επειδή θα αποβιβαστώ με το τραίνο των 4.19
στο Ηστθάμπτον στις 7.15 και ύστερα θα πάω κατευθείαν
για δείπνο και δεν γνωρίζω τους ανθρώπους, που θα με ταϊσουν

Aνεβαίνω τον υγρό δρόμο με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου
και κρατώ ένα χάμπουργκερ και ένα μιλκσέικ βύνης
και αγοράζω ένα άσχημο NΙΟΥ ΓΟΥΟΡΛΝΤ ΡΑΪΤΙΝΓΚ
για να δω τι κάνουν αυτές τις μέρες οι ποιητές στη Γκάνα
Πηγαίνω στην τράπεζα και η δεσποινίς  Στιλβέϊγκον
(άκουσα μια φορά ότι το βαφτιστικό της ήταν Λίντα)
δεν κοιτάζει το υπόλοιπο μου για πρώτη φορά στη ζωή της
και στο ΧΡΥΣΟ ΓΡΥΠΑ αγοράζω ένα μικρό Βερλαίν
για την Πάτσι με σχέδια του Μπονάρ, παρότι σκέπτομαι
τον Ησιόδο, και εναλλακτικά το νέο έργο
του Ρίτσμοντ Λάττιμορ ή του Μπρένταν Μπίαν
ή το Μπαλκόνι ή τους Νέγρους του Ζενέ,
αλλά δεν τα αγοράζω, κολλάω στο Βερλαίν
γιατί πρακτικά κοιμήθηκα διχασμένος.

και για το Μάικ σουλατσάρω μέχρι την κάβα
στην ΠΑΡΚ ΛΕΙΝ και ζητώ ένα μπουκάλι Στρέγκα
και μετά επιστρέφω στην 6η Λεωφόρο,
απ΄όπου ήλθα και από το καπνοπωλείο
στο θέατρο Ζίγκφριντ ζητώ ένα κουτί Γκωλουάζ
και ένα κουτί Πικαγιούν και μια εφημερίδα
ΝΙΟΥ ΓΙΟΡΚ ΠΟΣΤ με το πρόσωπο της

Και τώρα είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα και θυμάμαι
τον εαυτό μου να ακουμπά στην πόρτα του καμπινέ
στο Κλάμπ ΦΑΪΒ ΣΠΟΤ, ενώ αυτή ψιθύριζε ένα τραγούδι
συνοδευόμενη από το Μαλ Γουόλντρον στο πιάνο
και όλοι οι παριστάμενοι και η αφεντιά μου σταμάτησαν
να αναπνέουν.

 

FRANK O΄HARA (1926-1966)
ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΤΕΧΝΗΣ
(METAΦΡΑΣΗ: ΤΑΚΗΣ Π. ΠΙΕΡΡΑΚΟΣ)

(Το ποίημα γράφτηκε για το θάνατο της Αμερικανίδας τραγουδοποιού και τραγουδίστριας Μπίλι Χολιντέϊ).

THE DAY LADY DIED

It is 12:20 in New York a Friday
three days after Bastille day, yes
it is 1959 and I go get a shoeshine
because I will get off the 4:19 in Easthampton   
at 7:15 and then go straight to dinner
and I don’t know the people who will feed me

I walk up the muggy street beginning to sun   
and have a hamburger and a malted and buy
an ugly NEW WORLD WRITING to see what the poets   
in Ghana are doing these days
                                                        I go on to the bank
and Miss Stillwagon (first name Linda I once heard)   
doesn’t even look up my balance for once in her life   
and in the GOLDEN GRIFFIN I get a little Verlaine   
for Patsy with drawings by Bonnard although I do   
think of Hesiod, trans. Richmond Lattimore or   
Brendan Behan’s new play or Le Balcon or Les Nègres
of Genet, but I don’t, I stick with Verlaine
after practically going to sleep with quandariness

and for Mike I just stroll into the PARK LANE
Liquor Store and ask for a bottle of Strega and   
then I go back where I came from to 6th Avenue   
and the tobacconist in the Ziegfeld Theatre and   
casually ask for a carton of Gauloises and a carton
of Picayunes, and a NEW YORK POST with her face on it

and I am sweating a lot by now and thinking of
leaning on the john door in the 5 SPOT
while she whispered a song along the keyboard
to Mal Waldron and everyone and I stopped breathing
FRANK O΄HARA (1926-1966)
AMERICAN POET AND ART CRITIC


Ο όρος “Σχολή των Ποιητών της Νέας Υόρκης” εμφανίστηκε πρώτη φορά το 1961, σε ένα άρθρο του Τζων Μπέρναρντ Μάγιερς στο καλιφορνέζικο περιοδικό Nomad. Ο όρος υποδήλωνε την παρουσία τεσσάρων ποιητών, του Φρανκ Ο’ Χάρα, του Τζον Άσμπερυ, του Κέννεθ Κοκ, και του Τζέημς Σουίλερ. Ο πιο αντιπροσωπευτικός ποιητής αυτής της σχολής ήταν ο Φρανκ Ο’ Χάρα.
Ο Φρανκ Ο’ Χάρα γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου του 1926 στην Βαλτιμόρη των Η.Π.Α. To πραγματικό του όνομα ήταν Francis Russel O΄Hara. Μεγάλωσε στο Γκράφτον της Μασαχουσέτης. Αφού υπηρέτησε στο ναυτικό, σπούδασε μουσική στο Χάρβαρντ και φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Το 1951 μετακόμισε οριστικά στη Νέα Υόρκη όπου εργάστηκε ως καλλιτεχνικός σύμβουλος στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Γοητευμένος από τις καθημερινές της εικόνες, ο Ο’ Χάρα λάτρεψε τη Νέα Υόρκη για τον σφυγμό και τις δυνατότητές της νιώθοντας όμως στο πετσί του το ασφυκτικό της περιβάλλον και την εμμονή για νεοπλουτισμό: “Δεν μπορώ να ευχαριστηθώ ούτε καν ένα φύλλο χλόης”, έγραψε κάποια στιγμή στο ημερολόγιό του, “παρεκτός την ευκολία του μετρό, ή κάποιο κατάστημα δίσκων ή όποιο άλλο σημείο όπου ο κόσμος δεν απαξιώνει ολοκληρωτικά την ζωή”. Στα ποιητικά του βιβλία συγκαταλέγονται: A City Winter and other Poems (1952), Second Avenue (1960), Lunch Poems (1964), Love Poems (1965), In Memory of My Feelings (1967) και μετά το θάνατο του, The Collected Poems (1971, National Book Award). Αποβίωσε τον Ιούλιο του έτους 1966 μετά από τραυματισμό, που του προκάλεσε όχημα παραλίας στο Fire Island της Νέας Υόρκης.