Original

© Alvin Langdon Coburn01

Τρεις ιστορίες με φόντο τραγούδια,
τρεις ιστορίες γυάλινες
που σπάνε και πάνε

 

Σαράντα χρόνια με τα τραγούδια να μας κάνει σινιάλα. Μάτια υγρά, θαμπές μποτίλιες, αγόρια τύπου Ρεμπράντ και σκοτεινά στέκια. Για αυτό και εγώ παίρνω ένα μπουκέτο ιστορίες και βγαίνω στη σκηνή, στο κορίτσι το προσφέρω, υπόκλιση και έξοδος, ποιος εγώ, που μια ζωή δείλιαζα, δείλιαζα.

 

Καλύτερα με μαύρη ζελατίνα

Καλύτερα με μαύρη ζελατίνα. Τραγουδάκι να μου το αφιερώνω σε μεσημεριανές εκπομπές του ραδιοφώνου. Να μου στέλνω τις λέξεις που θα’θελα να μου πω, αν μπορούσα μια στιγμή στον καθρέφτη της κάμαρης να σταθώ. Να με κοιτάξω.

Καλύτερα στις πλαζ. Εδώ, που σε κανέναν δεν κάνει εντύπωση καμιά μαύρη ζελατίνα. Εδώ που ξεπλένονται τ’αμαρτήματα και γιορτάζουν τα σώματα των Αγίων Πάντων τους, εδώ να παίρνουν φωτιά τα φίλτρα.

Ώσπου να πεθάνω θα ‘χω το νου μου μήπως σε ξαναδώ. Το τηλέφωνό μου θα κοιτώ και θα προσεύχομαι. Και έτσι θα περάσει μια ζωή που λέτε και όλοι μαζί θα γεράσουμε στις πλαζ της ζωής μας, κάπως ηλιοκαμένοι και κάπως κουρασμένοι από την έκθεση.

Δεν θα σε παρεξηγήσω που δεν με πήρες, μέρα που είναι. Πώς να μιλήσεις με τόσο χώμα μες στο στόμα σου, μου λες; Και τι να μου πεις; Εκεί κάτω δεν έχει χτύπο, οι θάλασσες πάντα σκοτεινές και οι νύχτες πρίμες. Περισσότερο απ’όλα να μου λείπει η μουσική.

Για αυτό σου λέω, καλύτερα με σκούρα ζελατίνα, να μην σε βλέπω που γερνάς, πάντα κάπως απόμακρη μες σε καφετιά σύννεφα, τουφωτά ή με πιέτες, τι σημασία έχει όταν μιλάμε για σύννεφα. Και ύστερα είναι και το άλλο, οι παλιές λύσεις, σαν να λέμε η αγάπη και η υποχώρηση. Να κάτι πρωτότυπο, τον έρωτα λέει, την απώλεια και τη χαρά σε όλο τους το μεγαλείο να τις ζήσεις, μοναδικές και φευγαλέες.

Ραντεβού στις πλαζ. Δεν θα με γνωρίσεις και μην με ψάξεις. Επειδή όλοι ίδιοι μοιάζουμε πίσω από τη μαύρη τη ζελατίνα και τ’άλλα τα φίλτρα. Πες μου, μόνο, πώς μπορείς και αντέχεις; Και ύστερα θα με αγαπήσω, θα με συγχωρήσω, ίσως όχι με αυτήν τη σειρά μα με μια άλλη που λέγεται μοίρα μου.

Στο πάτωμα

Στο πάτωμα. Εκεί βρίσκονται σχεδόν οι περισσότεροι από τους σκοτωμένους. Αυτούς που έπληξε μια πλάνη ή το μαχαίρι, αυτά τα δυο δεν διαφέρουν τόσο πολύ. Καλύτερα, κοντά στα κύματα, να μην έχω άλλο τρόπο έξω από το να ριχτώ μες στη θάλασσα, τα φαράγγια να χαρτογραφήσω, τις υπόγειες τις λίμνες. Στο πάτωμα, να κάνω μια εξαίρεση βρε αδερφέ και να αλλάξω τη ζωή μου που πέρασε τόσα χρόνια από κρεβάτι σε κρεβάτι. Και εκεί ακριβώς να γίνω τελικά κομμάτια και ολάκερη η βιοτεχνική μου ύπαρξη η αυτοσχέδια να σκορπίσει μες στον κόσμο. Και η τέχνη να προχωρεί ως μες στην καρδιά μου, που μια κλοτσιά της δίνει, τα χρώματα χύνονται και ένας καινούριος κόσμος πλάθεται για χάρη της ομορφιάς.

Μόνο που με έχει καταβάλει εκείνο το επίμονο ερώτημα, μέρες τώρα. Ρώτησα, .έψαξα και δωροδόκησα αμαρτωλούς και οδοιπόρους, πουθενά δεν βρήκα την αλήθεια. Μέχρι την αλυσίδα την ακριβή μου την εχάρισα, όλα τα’κανα όπως το ‘πε εκείνο το τραγουδάκι, μα δεν τα κατάφερα να εφεύρω εκείνα τα παγόνια. Μόνο στο όνειρό μου, μες στην υγρασία του δάσους που αποκτούνε όλο και συχνότερα τα μάτια μου.

Δρόμοι του Βερολίνου

Ο Πολ επέστρεψε από το Βερολίνο. Είχε πάει για δουλειά, λέει, το Βερολίνο μοιάζει υπέροχα ανοιξιάτικο τέτοια εποχή.

Και εγώ περίμενα, περίμενα πως ίσως να μου πει αν είναι έτσι. Αν είναι έτσι όπως λέει το τραγουδάκι εκείνο, αν το Βερολίνο κατοικείται από άγρια τέρατα και προδοσίες. Και όσο περίμενα ο Πολ τίποτε δεν έλεγε και εγώ, τόσο που ήθελα να ακούσω εκείνη την ιστορία, με την δική της αξιοπρέπεια που δεν μπαίνει ποτέ πάνω από τον έρωτα. Τα αγόρια του Βερολίνου που μόνο στο όνειρό μου τώρα κατρακυλάνε, είναι οι ποιητές που λείπουν, οι λέξεις από το ποίημα που λείπουν καθορίζοντας αποφασιστικά αν τελικά ανήκει στον νατουραλισμό ή πέφτει θύμα ενός αυτοάνοσου λυρισμού.

Πες μου Πολ, σημαίνει τόση συντριβή το Βερολίνο που γερνάει; Και αν το θέλει κανείς να περπατήσει μες στο σκοτάδι ως μια ανθρώπινη καρδιά, πες μου το μπορεί Πολ;

Μα εκείνος ολότελα ξεσηκωμένος από το ταξίδι, μου απαντάει σαν ολιγοσέλιδο βιβλίο με στίχους και έπειτα προχωρεί στις περιγραφές που ο ίδιος διαλέγει. Τίποτε για τα μπαρ και τα αγόρια, για σταγόνες μες στο ξημέρωμα που παγώνουν , τίποτε για τα φώτα που πλατιάζουν σαν ανεμώνες.

Απόψε σαν σηκωθεί το χρυσό αλογοπέταλο του Πάπλο Νερούδα στον ουρανό, το Βερολίνο για μένα θα πεθαίνει. Μα ο Πολ ούτε κουβέντα για εκείνους τους τύπους του αιώνος, τους ολόγυμνους θεούς και τη μαρτυρία τους.

Φίλε

Κάθε πρωί φορεί την πανοπλία του, την ολότελα ψεύτικη. Την έχει φτιάξει από διάφορα, ετερόκλητα υλικά. Στις σημειώσεις του χρόνια αργότερα, κάποιος θα διαβάσει. “Θα πρέπει κανείς να επενδύσει τον θώρακα με την αντοχή του μεσημεριού και οι κνήμες μπορούν να φτιαχτούν από πυκνή τριχιά ντυμένη με δέρμα. Όσο για το ζωνάρι αυτό μπορεί να γίνει με τη χρήση παλαιάς λωρίδας διακοσμημένης με πολύχρωμα, θαλασσινά γυαλιά και αιχμηρές πέτρες, ξύλινα σπαθιά και άλλα τέτοια, σύνεργα των παιχνιδιών. Όσο για την μπέρτα, το γκοφρέ χαρτί έτσι βαρύ που πέφτει με δυο τρεις πέτρες στο στρίφωμα κρυμμένες κάνει εξαιρετικά τη δουλειά.

Εκεί που θα πρέπει να δώσετε σημασία είναι στην κατασκευή της περικεφαλαίας. Αυτή θα πρέπει να φέρει φτερό πορφυρότατο που να κεντρίζει το βλέμμα. Θα την καρφώσετε με λεπτά καρφάκια του πόντου, η δουλειά θα γίνει πιο εύκολα από όσο νομίζετε. Και να θυμηθείτε, θα πρέπει όλα σας τα όνειρα να τα καταγράψετε στο κούφιο της περικεφαλαίας, το κοίλο σώμα. Όχι πολυλογίες, μόνο επιγραμματικά με τους πλαγιότιτλους της δευτέρας γυμνασίου που συνοψίζουν όσα δεν είπαμε.

Στο τέλος, είμαι βέβαιος ημίθεος θα στοχάζεσαι πως είσαι, όπως το ‘γραψε ο Παλαμάς που μας βαρέθηκε στην οδό Ακαδημίας, χρόνια τώρα. Εμείς το είπαμε περισυλλογή, μα αυτά δεν είναι τη παρούσης.

Και μην δειλιάσεις που θα σε κάνουν χάζι και θα γελούν πίσω από την πλάτη σου. Εσύ προχώρει με εκείνο το συ δ’ουδέν έχεις. Και τα τραγούδια, τίποτε δεν σημαίνουν νομίζεις;

Διότι ξέχασα να σας πω πως η στολή και η περικεφαλαία συνιστούν πράγματα εξόχως ποιητικά που υποκαθίστανται εξαιρετικά από τη φωνή της ερμηνεύτριας. Η πανοπλία που σας περιέγραψα αφορά μια κατάσταση συναισθηματική, για αυτό και δεν σας μίλησα για φτερά. Αυτά είναι χαρτονένια και με τις πρώτες βροχές πέφτουν και πεθαίνουν. Τίποτε άλλο δεν μένει από τα τραγούδια, να ξέρεις. Και είναι απορίας άξιον πώς πήρε ετούτη την τροπή η ιστορία όσο τα τραγούδια ψιθυρίζουν, όσο τα τραγούδια, φίλε.

Α.Θ