Η ΚΟΚΚΙΝΗ ΦΛΟΓΑ με τις γλώσσες της, αδηφάγες λέαινες στα μάτια μου, εισέρχεται μέσα από το νερό στα χνάρια του πευκοδάσους. Το κόκκινο σημάδι στο σκοτάδι του πελάγου μεγαλώνει, μεγαλώνει ώσπου να με τρομάξει – σύμβολο επιβολής το χρώμα και στόμφος του η ζεστασιά στο πρόσωπο… Η μυρωδιά από το ρετσίνι μαρτυρά την αλήθεια του χρόνου: πότε θέριεψαν αυτά τα δέντρα ώστε να φαίνονται, χθες μόλις, τόσο αγέρωχα, ομορφοκαμωμένα στ’ αντιφέγγισμα του γαλάζιου νερού; Και το νησί; Αυτό το γυμνό νησί που ξαναντύθηκε το δάσος του, απέκτησε άλλη ταυτότητα, πιο ταιριαστή, πολύ πιο αληθινή ανάμεσα στις μνήμες των παλιών. Δεν αναρωτιέμαι για την πραγματικότητα. Η κόκκινη φλόγα με τις γλώσσες της τρέχουν, συναγωνίζονται επάνω στ’ ανυπεράσπιστα της πίστης μου για τη ζωή. Γιατί το δάσος είναι ζωή και γιατί το νησί χωρίς δάσος δεν έχει ζωή και γιατί, γαμώτο, η ζωή δίχως κάποιο δάσος δεν θα βρει ποτέ νησί να στεριώσει…
Η κόκκινη φλόγα πλησιάζει. Η νύχτα φωτίζεται από τις γλώσσες της. Το νησί βουλιάζει αύτανδρο. Νιώθω τα πόδια μου ν’ ακουμπούν στον πυθμένα. Μήπως χρειάζεται να μην απομακρυνθώ, να σταθώ εκεί, υποθαλάσσιος και ξεχωριστός (αφού δεν διαθέτω βράγχια), και αρνούμενος τον πνιγμό μου γιατί επιθυμώ την αισιοδοξία μου (έστω καιόμενη), να κάνω πράξη αιώνια και θεϊκή, να αδράξω το θαύμα: το θλιμμένο φως να σβήσει στο περίγραμμα του νερού, τα αιθέρια πεύκα ν’ αρωματίσουν ολόγυρα τον χάρτη, η χαραυγή να συμβεί πάλι, ηχηρή, όπως μετά τον πόλεμο οι καμπάνες των σωσμένων.