Οι ψυχογραφικές διαστάσεις της ποιητικής συλλογή «Ιδιόλεκτον» του Π. Ι. Ηλιόπουλου

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΑΤΟΥ: 


Η νέα ποιητική συλλογή του ποιητή Παναγιώτη Ι. Ηλιόπουλου, η οποία φέρει τον τίτλο Ιδιόλεκτον, επιχαράσσει στην ψυχή του αναγνώστη μια βαθύτατη συναισθηματική και πνευματική επίδραση. Η ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιείται στην παρούσα συλλογή είναι πραγματικά ιδιόλεκτος και ο ποιητής δεν την επιλέγει ούτε για εντυπωσιασμό, ούτε για πρωτοτυπία, αλλά για να εκφράσει, όσο γίνεται αμεσότερα και αυθεντικότερα τον εσωτερικό του κόσμο, που περιλαμβάνει αισθήσεις, συναισθήματα, επιγνώσεις και διαισθήσεις. Ο Π. Ι. Ηλιόπουλος μέσα από την ποίηση βρίσκει εκείνο τον χώρο όπου μπορεί να κινηθεί με μεγαλύτερη ελευθερία από τον ορθό λόγο, εξερευνώντας διαισθητικά απέραντους ορίζοντες. Δεν επιθυμεί να στολίσει τους στίχους του με τεχνητό μυστήριο, αλλά να αποφύγει τον κοινόλεκτο και ανούσιο λόγο, που πλημμυρίζει την καθημερινότητά μας. Γι’ αυτό, στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, την Παρατήρηση, διατυπώνει ξεκάθαρα και χωρίς περιστροφές κάποιες καίριες, αποφθεγματικές επιγνώσεις, με βαθιά ψυχολογική κατανόηση: #Αντίπαλος και τρόμος μεγαλύτερος τ’ ανθρώπου είν’ ο άνθρωπος. Homo homini lupus. # Δεν μπορείς να ζηλεύεις έναν λιγότερο σημαντικό από σένα. # Οι άνθρωποι είναι σκιές, όντα περιορισμένων δυνατοτήτων. Επιλέγουν μια συμπεριφορά και την εκτελούν μονότονα. # Καπνίζω συνεχώς για να καταπολεμήσω την ανία μου. # Υπάρχουν κάποιοι τρόποι, για να θέσει κανείς τους ανθρώπους σε κίνηση: το ενδιαφέρον, η συμφορά, ο έρως κι ο φόβος. Μέσα σε λίγες λέξεις συμπυκνώνει τα συμπεράσματα ολόκληρων διαλέξεων και χαρίζει πλούσια τροφή για στοχασμό. Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω τέτοιους ιδιόλεκτους στίχους του ως μεστά και πλήρη νοημάτων «φιλοσοφικά χαϊκού».

Σε άλλα ποιήματα καλούμαστε να ανακαλύψουμε τα βαθύτερα μηνύματα, κρυμμένα πίσω από όμορφες αλληγορίες: Στην Απέραντη Ζωή, η αθωότητα που η ψυχή λαχταρά, είναι προσβάσιμη, μόνο με το άδειασμα του εγωικού νου, που «σαν Άγριο Θηρίο κατασπάραξε τον ήλιο», της συνειδητότητας: «Ανάσαινα ξαφνικά στον αέρα σαν να ήμουν ένα ακέφαλο πλάσμα». 

Αυτή η υπέρβαση των νοητικών ορίων επιτυγχάνεται με τη μελέτη του θανάτου: «Προσπάθησα τότε να χωρέσω το κεφάλι μου στον θάνατο». Μέσα από την συνειδησιακή αναγέννηση αναδύεται ο Νέος Άνθρωπος. «Με ακολουθούσε ένα παιδί. Βαδίζοντας στα βήματά μου δημιουργούσε μια καινούργια γενιά». Στα ποιήματά του διακρίνουμε μια υπαρξιακή αγωνία και μια γλυκιά μελαγχολία, για τη χαμένη αθωότητα και την πληρότητα, που ο ποιητής αναζητά σε μοναχικά στοχαστικά μονοπάτια, με οδηγό τη Φωνή της Σιγής. Όπως γράφει στην «1η Αυτοβιογραφία», « ό,τι κι αν πούμε είναι στην ουσία περιττό κι αυτό ακόμη που στη μορφή μοιάζει με ποίημα είναι στην πραγματικότητα ένα αστείο απόψε που ο καιρός είναι νήνεμος, νωχελικός». Το απόσπασμα από το ποίημα του Αρχίλοχου: «Δύστηνος ἔγκειμαι πόθῳ», δεν επιλέχθηκε τυχαία, αλλά μας παρέχει το κλειδί της κατανόησης του υπαρξιακού του αγώνα. Σε μετάφραση του Ηλία Βουτιερίδη (1874-941), το πλήρες ποίημα αναφέρει: «Κείτομαι σαν νεκρός από τον πόθο, κακότυχος, κι απ᾽ τους σκληρούς τους πόνους, ως μες στα κόκαλά μου τρυπημένος, με θέληση των θεών». Βέβαια ο ποιητής της συλλογής Ιδιόλεκτον σπεύδει να συμπληρώσει ότι τα καθημερινά εξωτερικά δρώμενα τα αντιμετωπίζει με ευγενική συγκαταβατικότητα. Η μεγάλη εσωτερική ένταση που βιώνει, προσπαθώντας να λύσει «Το Αίνιγμα της Σφίγγας» είναι αόρατη εξωτερικά γιατί «στα έγκατα ασκείται δριμύς» (Αρχιερέας).                    

Στην 2η Αυτοβιογραφία διατυπώνει καθαρά την ανεξάρτητη πορεία του, στην εναγώνια, αλλά αυτόφωτη αναζήτηση απαντήσεων, πέρα από τα είδωλα του παρελθόντος: «…ξεκίνησα να περιηγώ με ευκτική απορία σε ένα μουσείο πλίνθινων ομοιωμάτων, μακραίνοντας ως την απόσταση που πρέπει, ακόλουθος δικών μου θεωριών και οραμάτων…. Με όλους τους δυνατούς τρόπους που υπάρχουν οι άνθρωποι, έπαψα να ’μαι. Τότε μου δόθηκε μια αυτόμολη ευτυχία.. Αντέδρασα με αυτό που γνώρισα καλά, με επιθυμίες και πολλαπλούς φανούς πάνω σε πράξεις άλλων. Δεινό σαν το σκοτάδι τούτο το έντονο φως». Και στον «Αρχιερέα» συμπληρώνει: «..σαν αρχιερέας κοίταξα το Παν με μάτια απλά και ταπεινή καρδιά, εξάφτερος, διονυσιακός κρατήρας ανέμειξα τις μυρωδιές δυσπρόσιτων άστρων». Στο έργο του είναι έκδηλη η αναζήτηση της Πρώτης Αρχής, που δίνει νόημα στα επιμέρους πολυποίκιλα φαινόμενα: «Πρώτα η βροχή και ύστερα ο σπόρος. Πρώτα το κύμα και ύστερα το ταξίδι… Πρώτα το νερό και ύστερα το κανάτι. Πρώτα το σιτάρι και ύστερα το ψωμί. Πρώτα το Πρώτο και ύστερα το Δεύτερο… Πρώτα το φως και ύστερα το σκοτάδι. Πρώτα η Αρχή και ύστερα το Τέλος. Πρώτα το απαραίτητο και ύστερα το περιττό». Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει στις μέρες μας. Δίνουμε έμφαση στις ασήμαντες λεπτομέρειες της θορυβώδους καθημερινότητας και χάνουμε ασυνείδητοι, την ουσία του αληθινού, πίσω από τα είδωλα και τις ψευδαισθήσεις. Διαβάζουμε στο ποίημα «Ο Θάνατός μου»: «Η αλήθεια είναι αιώνια. Κάτι που μπαίνει μέσα σου εισχωρώντας απ’ το αριστερό σου μάτι». Ο ορθολογισμός του αριστερού ημισφαιρίου μπορεί να μας φέρει μέχρι τον πρόναο του Μυστηρίου της Ζωής. Για να διεισδύσουμε στο άδυτο πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την πνευματική νοημοσύνη, που συνδέεται με το δεξί ημισφαίριο, «πετώντας ό,τι είναι περιττό, τη σκέψη, τη φιλοσοφία, τ’ όνομά μας». Πολύ όμορφα περιγράφεται στο ποίημα «Της Ημέρας το Φως» η νοσταλγία της εσωτερικής αφύπνισης, που όμως πνίγεται συχνά από τη φυγόκεντρο λήθη: «Ξυπνώ στο γλυκό της ημέρας το φως, νοστάλγησα πάλι τα μάτια ν’ ανοίξω, μα ποια η αλήθεια της, ποιος ο σκοπός, κουράστηκα πάλι, τα μάτια θα κλείσω».

Στην Ακριβή Αλληλουχία ο ποιητής εκφράζει την οδύνη του για τη συντριβή και το θάψιμο της αλήθειας, που δεν έχει κανέναν να την προστατεύει, να την θεραπεύει, να την αναδεικνύει. Η αλήθεια είναι μια πνιγμένη φωνή, που δεν μπορεί να αναπνεύσει, να μιλήσει, να αντισταθεί. Η αλήθεια είναι μια νεκρή μνήμη, που δεν έχει κανέναν που να την τιμά, να την αναβιώνει. «Αγύρτες αιώνια πουλούσαν τη στάχτη κι εμπόροι σταφίδας τα λείψανα αγίων», λέει στο «Ξύλο του Κόσμου». Ο ποιητής δεν απελπίζεται, όμως, αλλά καλεί τους διασώστες, δηλαδή τους ανθρώπους που έχουν ακόμα συνείδηση και αξιοπρέπεια, να ανασύρουν την αλήθεια από τον τάφο της. Να την ανασύρουν από την ιστορική λήθη και να την φέρουν στο φως γιατί αυτή είναι η μόνη ελπίδα για την απελευθέρωση. Η ευχή του είναι συγκλονιστική : « Να ξεπηδήσουν άνθρωποι μέσ’ από τον όξινο κρατήρα της μήτρας, να ποτίσουν το ξεραμένο κλαρί μιας ευθύνης που γέρασε». 

Αυτές είναι μόνο μερικές από τις πολύτιμες επιγνώσεις, που ο αναγνώστης μπορεί να ανακαλύψει, στο πνευματικό ορυχείο της συλλογής. Θα κλείσω με την νιτσεϊκή καταγγελία του «Γελωτοποιού», που του επιτρέπεται να ξεστομίσει πικρές αλήθειες, στη βασιλική αυλή: «Να με φοβόσαστε!… Όχι, γιατί είμαι εγώ πιο τρελός από σας, παρά γιατί είστε εσείς πιο μουρλοί από μένα και χλομιάζετε σαν τις μπάμιες κάτω απ’ τον εύθυμο ήλιο, φοβούμενοι και τα σωθικά σας ακόμη μη σας ξεράσουν. …Ναι… κοιμόσαστε με τις τριήρεις, εσείς οι αταξίδευτοι, οι ανάλατοι, εσείς που ούτε στον ύπνο σας δεν είδατε θάλασσα ποτέ, οι ανίδεοι! Και σέρνετε τους πατρογονικούς σας ύπνους, σαν πόρνες που δεν αξιώθηκαν ένα σωστό ξημέρωμα — αναίτιοι, τυχαίοι, φτωχοί σαν ρέγγες, ακαμάτηδες, (με σιγανή φωνή) πρόστυχοι. Θ’ αλείψω λίγον ήλιο στο ψωμί μου και θα φύγω, τώρα».

Ιωάννης Αυγουστάτος 

(Ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής)