Ε. Γ. ΟΥΕΛΛΣ
Ο ΑΟΡΑΤΟΣ
Μετάφραση
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Φιλολογικὴ ἐπιμέλεια:
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος – Λαμπρινὴ Τριανταφυλλοπούλου
Σελίδες: 296 • Σχήμα: 14 x 20,7 εκ. • ISBN: 978-960-98390-6-8 • Τιμή: 17,82 €
ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαµάντη ἔρχεται στὸ φῶς, µιὰ ἀκόµη περιοχὴ τῆς «καταποντισµένης ἠπείρου» (ὅπως εὔστοχα ἔχει χαρακτηριστεῖ τὸ µεταφραστικό του ἔργο) ἀναδύεται: ὁ Ἀόρατος τοῦ E. Γ. Οὐέλλς. Ἕναν σχεδὸν αἰώνα µετὰ τὴν ἀνώνυµη δηµοσίευσή της ὑπὸ µορφὴν ἐπιφυλλίδων στὴν ἐφηµερίδα Τὸ Ἄστυ (1901), ἡ µετάφραση παραδίδεται σήµερα στὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ µὲ τὴ φιλολογικὴ φροντίδα τοῦ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου καὶ τῆς Λαμπρινῆς Τριανταφυλλοπούλου.
Ὁ Παπαδιαµάντης µετέφρασε τὸν Ἀόρατο ἄνθρωπο τοῦ H. G. Wells σὲ µιὰ ζωντανή, στιλπνή, ἄκρως οἰκονοµικὴ γλώσσα, «ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων καὶ πλήρωση τῶν γλωσσικῶν µας προσδοκιῶν». Ποιό εἶναι ὅµως τὸ βαθύτερο µυστικὸ αὐτῆς τῆς ἀπροσδόκητης πλὴν ἄκρως εὐτυχοῦς συνάντησης; Εἶναι οἱ ἐκλεκτικὲς συγγένειες στὴ σκιαγράφηση δύο χαρακτήρων; Ὁ Γκρίφφιν συναντᾶ ἄραγε τὴν ὑπὸ ἐκκόλαψη Φραγκογιαννού; Εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς ἐπιστήµης, τῆς ἠθικῆς, τῶν ἀξιῶν τῆς κοινωνίας, τὸ «ψήλωµα τοῦ νοῦ του» ποὺ καθιστοῦν τὸν ἥρωα τοῦ Οὐὲλλς τραγικὸ πρόσωπο, συγγενικὸ µὲ τὴ Φόνισσα (1903); Εἶναι ἐνδεχοµένως ἡ κοινὴ κληρονοµιὰ τοῦ ὕστερου ροµαντισµοῦ ποὺ ὠθεῖ τοὺς δύο συγγραφεῖς νὰ ἐκθέσουν τὴν ψυχικὴ ἄβυσσο τῶν ἡρώων τους; Ἢ µήπως εἶναι ὁ κοινὸς στερηµένος βίος; Ὁ Οὐέλλς, ποὺ µετέρχεται στὰ νιάτα του πλῆθος ἐπαγγελµάτων, συναντᾶ τὸν «ἰσόβια ζεµένο στὸ µεταφραστικὸ µαγγανοπήγαδο» Παπαδιαµάντη; Ὅποια καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀπάντηση, γεγονὸς παραµένει ὅτι κρατᾶµε στὰ χέρια µας τὸν µοναδικὸ καρπὸ αὐτῆς τῆς συνάντησης.
Ἡ γλωσσομάθεια ὡστόσο, ὁσοδήποτε μεγάλη, δὲν θὰ ἀρκοῦσε ἀσφαλῶς γιὰ νὰ φιλοτεχνηθεῖ μιὰ μετάφραση τῆς ποιότητας αὐτῆς ποὺ κρατᾶμε στὰ χέρια, χωρὶς τὴ μαγικὴ καὶ μεταμορφωτικὴ ἱκανότητα τῆς πένας τοῦ Παπαδιαμάντη. Χάρη στὴ δεινότητα τῆς πένας αὐτῆς καὶ οἱ πιὸ ἁπαλὲς γλωσσικὲς διακυμάνσεις […] μεταβιβάζονται ἀβίαστα καὶ φυσιολογικὰ σὲ μιὰ εὐγενική, ζωντανὴ καὶ ἄκρως οἰκονομικὴ καθαρεύουσα, ἀπόλαυση τῶν αἰσθήσεων καὶ πλήρωση τῶν γλωσσικῶν μας προσδοκιῶν.
Νίκος Φωκάς, Πλανόδιον, τχ. 12 (Ἰούνιος 1990)
Στὸ Ἄστυ […] ἔφτανε ἀργὰ πάντα, τρύπωνε στὸ γραφεῖο του, χωρὶς νὰ πλησιάσῃ κανέναν καὶ ριχνότανε στὴ δουλειά, γιὰ νὰ ξαναφύγῃ πάντα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κάποτε τὸν ἔβλεπα μόνο νὰ μπαίνῃ μέσα στὸ γραφεῖο τοῦ κ. Κακλαμάνου, ἀλαφροπατώντας σὰν ἥσκιος, νὰ προχωρῇ πρὸς τὸ τραπέζι τοῦ διευθυντῆ, ν’ ἀφήνῃ τὰ χειρόγραφά του, χωρὶς νὰ πῇ λέξη, καὶ νὰ φεύγῃ βιαστικά, περπατώντας σύρριζα στὸν τοῖχο. […] Ὅσοι δὲν τὸν γνώριζαν, καθὼς ἤτανε κακοντυμένος, μὲ ξεφτισμένες πάντα τὶς ἄκρες τῶν μανικιῶν του, μποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν καὶ γιὰ ὑπηρέτη τοῦ γραφείου. Καὶ μόνο ὁ σεβασμός, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ κ. Κακλαμᾶνος τοῦ ξανάλεγε, κάθε φορά, παίρνοντας τὰ χειρόγραφά του: «εὐχαριστῶ, κύριε Παπαδιαμάντη…», σκόρπιζε τὴν ἀνάξια αὐτή, ἀλλὰ τόσο φυσική, παρεξήγηση.
Παύλος Νιρβάνας, Φιλολογικὰ ἀπομνημονεύματα, 1929