Κριτική του Μανόλη Στρλιγκά για την ποιητική συλλογή «Και του πουλιού ο εσπρέσος»

 

Ο λόγος για τη λογοτεχνία μέσα σε έναν αντιθετικό κόσμο

Ο τίτλος, Και του πουλιού ο εσπρέσος, είναι ένας από τους πιο εύστοχους και χιουμοριστικούς τίτλους που θα μπορούσε να διαλέξει ο ποιητής για τη συλλογή του. Μέσα στα ολιγόστιχα ποιήματά της, η συλλογή έχει ένα πολυμορφικό και πολύχρωμο, πάντα στις αποχρώσεις του καφέ, πρόσωπο που φανερώνεται στον αναγνώστη από νωρίς. Με ένα γρήγορο ξεφύλλισμα θα δούμε τη ραχοκοκαλιά της συλλογής να αρθρώνεται γύρω από τη διαφορετική γεύση του εσπρέσο και τα άλλα είδη καφέ, όπου σε κάθε ενότητα/γεύση το ποιητικό υποκείμενο κινείται γύρω από συγκεκριμένες θεματικές που θα φανούν παρακάτω. Για εμένα, συνδετικοί κρίκοι της συλλογής είναι ο λόγος που κάνει η ίδια για την τέχνη και τους καλλιτέχνες, αλλά και ο σφιχτοδεμένος κόσμος που δημιουργεί πάνω στις αντιθέσεις. 

Αν και η συλλογή αποτελείται μόλις από 19 ποιήματα παραπάνω από τα μισά μπορούν να ιδωθούν ως ποιήματα που μιλάνε για την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Ήδη από την προμετωπίδα διαβάζουμε τους τρεις τελευταίους και διασημότερους στίχους από το καβαφικό Πρώτο σκαλί, στίχοι ενθαρρυντικοί και αυτοαναφορικοί που σίγουρα δίνουν κουράγιο στον ποιητή μας για το πρώτο του ποιητικό εγχείρημα. Έπειτα, στο πρώτο ποίημα της ενότητας «Σκέτος», «Εν αρχή ην το χαρμάνι», το μότο με εύστοχο τρόπο εναλλάσσει μεταξύ τους τις ιδιότητες της ζωής και της ποίησης, δείχνοντας γρήγορα-γρήγορα την αντίληψη του ποιητικού υποκειμένου για τη ζωή και την ποίηση, οι οποίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους ακόμα και ως λέξεις σε μορφικό επίπεδο, αφού όπως είπαμε η μια έχει τις ιδιότητες της άλλης και μοιράζονται τον ίδιο στίχο. Αυτή η σύνδεση, και ειδικά η σύνδεση αντιθέτων, είναι μια πάγια τακτική του ποιητή, για την οποία θα αναφερθώ σε λιγάκι. Μένοντας όμως λίγο ακόμα στο πρώτο ποίημα παρατηρούμε ότι πίσω από τη διαδικασία δημιουργίας και πώλησης αρωμάτων, δεν κρύβεται άλλη από τη διαδικασία δημιουργίας και προσφοράς ποιημάτων. Όπως ο αλχημιστής Χ χρειάζεται μυρωδιές του κόσμου, βιώματα και ορμηνιές, έτσι και ο ποιητής ώστε να μπορέσει να δημιουργήσει το έργο του, το οποίο από τη στιγμή που μας το έδωσε, παύει να του ανήκει (κατά την παράδοση του Ρόλαν Μπαρτ) και το έργο γίνεται μέρος μας και ζει μέσα από εμάς, όπως και τα αρώματα πάνω στον Ψ. Αυτή η αντίληψη για τη λογοτεχνία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέσα στη συλλογή πίσω από διάφορες εικόνες σε επίπεδο μορφής και περιεχομένου. Βλέπουμε το ποιητικό υποκείμενο να κινείται από το Α΄ ενικό στο Α΄ πληθυντικό και από τη θέση του πανόπτη παρατηρητή δίπλα στον αναγνώστη. Από τη μια το υποκείμενο θέλει να μας δείξει τον κόσμο που δημιουργεί και μας προσφέρει και από την άλλη έρχεται κοντά μας για να γίνει μέρος της αναγνωστικής δημιουργίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Οι σχέσεις είναι χρήμα». Με μια πρώτη ματιά θα λέγαμε ότι ο τίτλος είναι άσχετος του περιεχομένου, αφού το ποίημα στην κυριολεξία του αφορά τη φροντίδα ενός κήπου. Όμως, με μια πιο προσεκτική και στενή ανάγνωση βλέπουμε ότι από τον πρώτο στίχο το ποιητικό υποκείμενο μεταβάλλεται στο Α΄ πληθυντικό θέλοντας να κρατήσει στενή τη σχέση ποιητή και αναγνώστη, οι οποίοι μοιράζονται τον κήπο/συλλογή με την τεράστια ποικιλία λουλουδιών/ποιημάτων και είναι και οι δύο άρχοντες κηπουροί αυτού. Από τη μια ο ποιητής που δομεί τη συλλογή, γράφει και διορθώνει τα ποιήματά του και από την άλλη ο αναγνώστης που προχωρά στις ερμηνείες του και ξεδιαλέγει τα αγαπημένα του ποιήματα, πάντα και οι δύο με τα κατάλληλα εργαλεία. Έτσι, λοιπόν, συνδέεται ο τίτλος με τη σχέση των δύο, όχι όμως με τη νεοελληνική έννοια, αλλά την αρχαιελληνική αυτή της ανάγκης. Να προσθέσω σύντομα, ότι το ποίημα μπορεί να αποτελέσει και μια εξαιρετική αλληγορία της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης −θεματική κεντρική στη συλλογή− με τους όρους να αποκτούν νέο νόημα, αλλά δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα ανάπτυξης αυτή τη στιγμή.

Συνεχίζοντας, ένα ποίημα στο οποίο βλέπουμε αυτή την ευμετάβλητη κινητικότητα του ποιητικού υποκειμένου και την αντίληψή του για τη λογοτεχνία είναι το ποίημα «Προσωποποιημένα ντουλαπάκια», του οποίου θέμα είναι και πάλι ο ανθρώπινος ψυχισμός. Το ποίημα ως ποίημα δεν μιλάει για την τέχνη όπως τα προηγούμενα που είδαμε, αλλά φανερώνει μέχρι το τέλος του τον τρόπο εργασίας και το αντικείμενο ενός ποιητή. Ο ποιητής στην πρώτη νοητή ενότητα του ποιήματος (1η σελίδα) καταγράφει τους τύπους ανθρώπων που παρατηρεί ή γνωρίζει ότι κρύβονται μέσα στα ντουλαπάκια από απόσταση, ενώ στη δεύτερη ενότητα στρέφεται προς τον αναγνώστη και τον συμβουλεύει για την αγάπη, που στην τρίτη ενότητα βλέπουμε να λείπει από τον ίδιο τον ποιητή και την ψάχνει στο συρτάρι του, δηλαδή μέσα στα γραπτά του. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι μέθοδος και αντικείμενο του ποιητή είναι η παρατήρηση των ανθρώπων, τους οποίους οφείλει να συμβουλέψει για τα σπουδαία (η αγάπη είναι το άλφα και το ωμέγα στη συλλογή) τα οποία ο ίδιος δεν έχει και ψάχνει. 

Πριν προχωρήσω στην ερμηνεία μου για τον κόσμο που δημιουργεί ο ποιητής πρέπει να αναφερθώ στην ενότητα «Μέτριος». Αποτελείται, όπως θα έχετε δει, από τρία ποιήματα που τα χαρακτηρίζει έντονη ειρωνεία, όμως και τα τρία μαζί φανερώνουν τις ποιητικές αρχές και αντιλήψεις του ποιητή για τη γλώσσα και τη διαδικασία της συγγραφής. Στο ποίημα «Η γλώσσα είναι κοινόχρηστη και όχι κοινόχρηστα» ο ποιητής μπλέκει μέσω του λογοπαιγνίου το ζήτημα της «ορθής» χρήσης της γλώσσας με τον υπολογισμό των κοινοχρήστων και κατακρίνει κάθε μορφή και τύπο διορθωτή που θέλει να είναι ακριβολόγος και αυστηρός με την ομιλούμενη γλώσσα. Αυτή τη θέση θα την πάρει και στα ποιήματα της ενότητας «Γλυκός με εβαπορέ» και θα επεκταθεί στην εναντίωση κάθε μορφής λογιοτατισμού των προσώπων που κάθε άλλο παρά ειδικοί στη γλώσσα δεν είναι, στοιχείο που φανερώνεται χιουμοριστικά και εύστοχα από τη μορφή της γλώσσας που είναι περισσότερο αρχαιόπρεπη, ενώ συνυπάρχουν νεολογισμοί. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον ίδιο στίχο: οτοκορέκτορα της αρχεγόνου γλώσσης». Έπειτα, πιο χαρακτηριστικό ποίημα που μιλάει για την τέχνη είναι το «Φοβού τις ιεραρχίες και δώρα φέρουσες». Στην πρώτη του ανάγνωση έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το περιβάλλον της αυστηρής ιεράρχησης των συνδαιτημόνων στο τραπέζι, ανάλογα με το αξίωμά τους, μια πρακτική άγνωστη σχεδόν σε όλους μας, αφού έχει επιβιώσει μόνο στα επίσημα δείπνα που παραθέτουν σημαντικά πολιτικά πρόσωπα και στον κλήρο. Όμως, στο ποίημα δεν αναφέρεται ποτέ ρητά η έννοια του αξιώματος ή οποιαδήποτε αξιολογική μονάδα μέτρησης που να ιεραρχεί τους άγνωστους συνδαιτημόνες, παρά μια φωνή που απευθύνεται στο ποιητικό υποκείμενο και του λέει «πρέπει τη θέση σου να μάθεις εδώ μέσα» όταν το υποκείμενο κάθεται σε ένα λάθος καρέκλα. Για εμένα εδώ είναι μια στιγμή ποιητικής διεκδίκησης. Το ποιητικό υποκείμενο άμαθο στην αρχή διεκδικεί τη θέση του στο τραπέζι της λογοτεχνίας, όμως, όπως είναι φυσικό, κάνει λάθος το οποίο έρχεται να το διορθώσει η φωνή που προείπαμε και να κάτσει στη σωστή θέση. Από αυτή (σαφώς κατώτερη από την προηγούμενη) το υποκείμενο θα αρχίσει να μελετάει και να παρατηρεί το τραπέζι και τους συνδαιτημόνες ή αλλιώς να μελετάει τη λογοτεχνία και τους λογοτέχνες και με σταθερό και ισορροπημένο βηματισμό θα φτάσει στη συνειδητοποίηση ότι, τόσο η τωρινή, όσο και η μελλοντική του θέση είναι ορισμένη από άλλους. Αυτό δεν είναι μια παράλογη συμπεριφορά, αλλά ούτε και δουλική (όπως άλλωστε έχουν τα κατώτερα μέλη αυτών των τραπεζιών), αλλά είναι μια ώριμη μεταχείριση της προϋπάρχουσας λογοτεχνίας και των εκπροσώπων της που βρίσκονται σε μια συνέχεια και σύνδεση με το παρόν και χωρίς αυτή τη συνέχεια δεν γίνεται να δημιουργηθεί νέα λογοτεχνία και φυσικά να λάβει ο νεότερος λογοτέχνης τη θέση του παλαιότερου. Η θεωρία του Χάρολντ Μπλουμ για το άγχος του λογοτέχνη νομίζω ότι είναι εμφανής επιρροή, αλλά δεν χρειάζεται να την αναλύσουμε παραπάνω εδώ. Μόνο μια σημείωση. Τα διακείμενα που με αναλυτικό τρόπο έχει εντοπίσει και ερμηνεύσει ο Κωνσταντίνος Καλαϊτζάκης ίσως να φανερώνουν την ταυτότητα των άγνωστων συνδαιτημόνων και τη σκεύη του λογοτέχνη μας. 

Συνεχίζοντας, θα μπορούσα να φέρω αρκετά παραδείγματα από στίχους της συλλογής που επιβεβαιώνουν περισσότερο τα όσα έχουμε πει, όμως θα αρκεστώ σε μια σύντομη ερμηνεία του τρίτου και πιο ευαίσθητου ποιήματος της ενότητας, το «Θέλει αρετή και τόλμη η αυτοκριτική». Σε αυτό, το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια κατάσταση αγανάκτησης που μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή με τους σύντομους και κοφτούς στίχους. Αυτό το συναίσθημα θεωρώ ότι παρακινεί το υποκείμενο να εκφραστεί και πριν μιλήσει για τον κόσμο να μιλήσει για τον εαυτό του. Έτσι, λοιπόν ξεκινά με τόλμη την αυτοκριτική του, η οποία θα αναπτυχθεί με έντεκα ρήματα που δείχνουν την αδυναμία του να συνυπάρξει με τον κόσμο και το οδηγούν στο καταφύγιο της μνήμης, που μόνο καταφύγιο δεν θα αποτελέσει, αφού σύντομα θα απομακρυνθεί και από αυτή για λόγους που αφορούν τη σχέση του με το παρελθόν και τον χρόνο, όπως θα φανεί παρακάτω. Μόνη λύση είναι να ρισκάρει να επικοινωνήσει όσα αισθάνεται και είναι το υποκείμενο και θα πρέπει να τα επικοινωνήσει γρήγορα με τόλμη, όπως άλλωστε υποδηλώνει νοηματικά το κόκκινο χρώμα. Αυτό γιατί πάντα υπάρχει και η πιθανότητα να μην τα καταφέρει και να κάτσει το μαύρο και να τα χάσει όλα. 

Θα τελειώσω την ομιλία μου με τον τρόπο που μου παρουσιάζεται ο κόσμος της συλλογής στον χώρο και στον χρόνο. Ο κόσμος της συλλογής στηρίζεται εξ ολοκλήρου στις αντιθέσεις που υπάρχουν σε κάθε ποίημα και είναι το απαραίτητο συστατικό που κρατάει σε ενότητα τα ίδια τα ποιήματα και δημιουργεί βαθύτερες συνδέσεις ανάμεσά τους. Οι αντιθέσεις μέσα στα ποιήματα μπορούν να εκτείνονται από απλές αντίθετες λέξεις μεταξύ τους, έως και νοηματικές και δομικές αντιθέσεις σε όλη την έκταση του ποιήματος. Αυτές κρύβουν το βαθύτερο νόημα και λειτουργούν ως δείκτες της εικόνας που δημιουργεί ο λογοτέχνης για τον κόσμο. Δηλαδή, είναι ένα σύμπαν όπου ποτέ δεν κυριαρχεί ο έρωτας γιατί υπάρχει και η απόρριψη, ο άνθρωπος ποτέ δεν είναι μόνο κοινωνικό ον γιατί έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό του και όπως προείπαμε τα ποιήματα δεν ανήκουν στον ποιητή, αλλά σε όλους μας. Τα συναισθήματα με τη σειρά τους (με κυρίαρχο την αγάπη) όσα δυνατά και αισθησιακά αν παρουσιάζονται δεν υπάρχουν πάντα αυτόνομα, αλλά συνδιαλέγονται με τα αντίθετά τους ή αν εμφανίζονται μοναδικά, τότε είναι και ατελέσφορα. Παρατηρούμε μέσα στα ποιήματα, τα συναισθήματα να παρουσιάζονται πάντα με τα αντίθετά τους και να μοιράζονται τον ίδιο στίχο ή ένα δίστιχο και ποτέ δεν απομακρύνεται το ένα από το άλλο, όπως π.χ. η χαρά τη λύπη (επίσης συναισθήματα που έχουν σημαντικό ρόλο). Αυτά με τη σειρά τους θα καταλήξουν μέχρι το τέλος της συλλογής στην απόλυτη ένωση, δηλαδή τη χαρμολύπη, συναίσθημα που δείχνει απόλυτα την πολύπλευρη διάσταση που βλέπει και αξιοποιεί ο ποιητής για τον κόσμο και τα υποκείμενα. 

Τέλος, σημαντικός σε αυτή την οπτική είναι ο χρόνος, κεντρική θεματική της ενότητας «Γλυκός» και επίσης έννοια πολυπρισματική που βασίζεται, όπως και ο χώρος και τα συναισθήματα των υποκειμένων, πάνω σε ένα κυκλικό σχήμα που το διατρέχουν οι παραπάνω αντιθέσεις. Ο χρόνος, εμφανώς σχετικός, με χαρακτηριστικό παράδειγμα «Τη νομιμοποίηση του μελομακάρονου σε κάθε εποχή», παρουσιάζεται να έχει τη συνέχεια από το παρελθόν στο παρόν και από εκεί στο μέλλον, την οποία το ποιητικό υποκείμενο δεν δέχεται και πασχίζει με κάθε τρόπο να τη διασπάσει. Μάλιστα, το ποιητικό υποκείμενο βροντοφωνάζει «Το χρέος μας; Ο Ενεστώτας, ο κάθε Ενεστώτας» θέλοντας να συμπιέσει και να διπλώσει τον χρόνο σε έναν συγκεκριμένο χώρο και σε μια μοναδική στιγμή το εδώ και το τώρα. Πέραν από αυτά δεν υπάρχει τίποτα γιατί «στις χούφτες μας σφιχτοκρατούμε μονάχα του χρόνου τους αμμόκοκους». Και αλλού, «Σε κάθε στιγμή μοσχοβολά τη χαρμολύπη», είναι στίχος που συμπυκνώνει αυτό που προσπαθώ να περιγράψω. Όμως, δεν είναι ο μόνος. Στο ποίημα «Εν πόλιν τινά εν έτει σωτηρίω τάδε» μπορούμε να δούμε χαρακτηριστικά τα παραπάνω. Μόνο από τον τίτλο βλέπουμε το σταμάτημα του χρόνου σε μια στιγμή μέσω της αοριστίας του, η οποία επεκτείνεται και στον χώρο, μια άγνωστη πόλη στην οποία συνυπάρχουν οι ιμάμηδες με τους παπάδες και το «παρόν είναι μέλι». Καταλήγοντας, για εμένα αυτή η συλλογή είναι ένας χώρος που με ρεαλιστικό και κυρίως χιουμοριστικό τρόπο περιγράφει την ανθρώπινη πραγματικότητα και τον ανθρώπινο ψυχισμό, έτσι όπως είναι, χωρίς να θέλει να στιλιζάρει ακόμα και τα πιο δυνατά συναισθήματα, εξετάζοντας την ύπαρξη μέσα από τα συστατικά της στοιχεία, δηλαδή τις αντιθέσεις, ενώ παράλληλα δεν ξεχνά, ως λογοτεχνικό πόνημα, τους προγόνους της και πιάνει με αυτούς και με τη θεωρία της λογοτεχνίας μια πλούσια σε εικόνες συζήτηση. 

Σας ευχαριστώ! 

Μανόλης Στρλιγκάς