Απόστολος Θηβαίος | Ο Δον και οι άλλοι

© Alexander Rodchenko

μια ιστορία με φόντο τα μικρά βιβλιοπωλεία

Έστριψε από τη γωνιά του δρόμου. Για μια στιγμή έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε μεμιάς στο πλακόστρωτο. Σηκώθηκε αμέσως, πίσω του οι φωνές δυνάμωναν επικίνδυνα. Αν έχανε λίγο χρόνο ακόμη, όλα θα τέλειωναν. Θα τον έπιαναν και ξανά θα πλήρωνε ακριβά και μόνο το γεγονός πως υπάρχει. Μερικά χτυπήματα ακόμη, τα περισσότερα είναι βαθιά και τον έχουν σημαδέψει για πάντα. Η αλήθεια είναι πως αντέχει και δεν φοβάται πια, η συνήθεια είναι ένας μικρός θάνατος που όλα τα ξεκαθαρίζει και ίσως τα απλοποιεί. Η αλήθεια είναι πως φοβάται και τώρα επιταχύνει. Τα βήματά του διαθέτουν ωστόσο μια αστάθεια, οι δυνάμεις του τον προδίδουν. Για μια στιγμή σταματά, σκέφτεται να τα παρατήσει, να υποστεί την ταπείνωση, να χλευαστεί, να ματώσει αν χρειαστεί. Με λίγη αξιοπρέπεια ακόμη ξοφλάτε κύριε. Ένιωσε πως αυτός ο δρόμος έμοιαζε περισσότερο εύκολος. 

Ένα χαμηλό φως, μια πόρτα μισάνοιχτη, το παλιό βιβλιοπωλείο που έμενε κλειστό άνοιξε πριν από καιρό. Μα τα πράγματα φαντάζουν κάπως αντιποιητικά τα τελευταία χρόνια, πάει να πει δεν υπάρχει θέση για στίχους μες στον άγριο κόσμο. Πίσω του η παρέα πλησίαζε, τώρα δεν έτρεχαν, μόνο κοιτούσαν και γελούσαν. Ήταν και για εκείνους ο εύκολος δρόμος, ένα μονοπάτι που δεν χρειαζόταν μπόλικη σκέψη. Τριγύρω ο κόσμος, μια μακέτα παλιά που δεν λέει να πεθάνει. Και όλο επιμένει με τους παλιούς τρόπους, όσο τα πράγματα σαρώνει ένας αληθινά άγριος άνεμος. Οι περισσότεροι δεν το υποψιάζονται καν. Εκείνο το μισάνοιχτο μαγαζάκι, το λησμονημένο από όλους ήταν η μόνη του λύση.

Δεν υπάρχει χρόνος για σκέψεις. Με μια γρήγορη κίνηση τρυπώνει κάτω από το μισάνοιχτο ρολό του μαγαζιού, το ίδιο επιδέξια το κατεβάζει με όλη τη δύναμή του και τώρα είναι στ’αλήθεια προστατευμένος. Ίσως δυσκολευτεί σε κάποια επικείμενη έξοδο μα όσο για τους άλλους, έχουν εμπρός τους ένα εμπόδιο που δεν ξεπερνιέται. Χτυπούν με δύναμη, πετούν πέτρες μα κάνε καλό μου ρολό να αντέξεις λίγο ακόμη. Δεν θα καταφέρουν τίποτε, τα ‘χουν κιόλας χαμένα και τραβούν για να μεθύσουν κάπου αλλού. Θα τα ξαναπούμε και χάνονται πετώντας μια μεγάλη κοτρόνα που όσο να πεις στραπατσάρει τη λαμαρίνα, μα εκείνη ανταποδίδει κρατώντας  μια ύστατη γραμμή άμυνας. 

Αυτό ήταν πάει τέλειωσε. Τώρα θα οργανωθούμε. Η φωνή ακούστηκε από το βάθος του μικρού βιβλιοπωλείου. Τόση ώρα εκεί μέσα τα μάτια του είχαν αρχίσει να συνηθίζουν το χαμηλό φωτισμό και το πηχτό σκοτάδι στο βάθος. Ένα μαύρο σεντόνι σκέπαζε τα βιβλία στα ράφια. Όλα είχαν μείνει άθικτα, σαν κάτι ξαφνικό, σαν μια πράξη για την οποία υπήρξες ανέκαθεν απροετοίμαστος. Ένας φίλος λέει κάτι παρόμοιο μιλώντας για θάνατο. Και έπειτα συμπληρώνει, μα εγώ παραμένω στην από εδώ πλευρά και γελά ειρωνικά. Μα για αυτά θα χρειαστεί μια άλλη ιστορία. Η φωνή ακούστηκε πάλι. Πάει να πει, θα φτιάξουμε αναχώματα, θα φροντίσουμε πανοπλίες και τα ρέστα, θα σου βρω και μια καλή ασπίδα, έχει μια στη σελίδα 63. Έκτακτη είναι και θα σου πηγαίνει, διότι κάπως λιπόσαρκο σε βρίσκω, ακατάλληλο για μάχη. Ας είναι. Πάω να στη φέρω. 

Σκέφτηκε πως κάποιος του κάνει πλάκα, ακόμη ένας από εκείνους που τον εξευτελίζουν μυρίστηκε τη δύσκολη θέση του. Ποιος είναι, ρώτησε με έναν ειλικρινή πανικό. Από τον βυθό στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ακούστηκαν κάτι λαμαρίνες, χαλασμός από μαστραπάδες. Ξαφνικά στο φως εμφανίστηκε η μισή μορφή ενός ιππότη. Καλά ακούσατε, ένας ιππότης, με τις λαμαρίνες και την περικεφαλαία του με το κόκκινο φτερό από την εποχή του Ερωτόκριτου αποκαλύφθηκε πλήρως. Δον Κιχώτης, μένω σε εκείνες εκεί τις σελίδες και του’δειξε ένα βιβλίο που ‘χασκε και από πάνω τουφωτή η σκόνη. Ο κυνηγημένος έτρεξε να δει τα βιβλία, Δον Κιχώτης έγραφε. Θυμήθηκε τον πιστό του υπηρέτη, ή καλύτερα συνοδοιπόρο. Είναι κανείς άλλος μαζί σου Δον; , ρώτησε δίχως να πιστεύει για την ψιλή κουβέντα που μόλις έπιανε, όχι με τον καθένα, μα με τον Δον Κιχώτη. Κοίτα να δεις, σκέφτηκε. Λυπούμαι , τον άφησα πιο πέρα, θα τον βρούμε σε κάτι κεφάλαια πιο κάτω στον δρόμο. Έχουμε δώσει ραντεβού και έχει λάβει σαφείς οδηγίες. Ωστόσο, με αυτούς τους μάγκες θα πρέπει να τα βάλουμε οι δυο μας. Δηλαδή και μόνος τους κατατροπώνω, εδώ τα’βαλα με ανεμόμυλους και τους σκότωσα με μια σπαθιά. 

Ναι, ανεμόμυλοι συλλογίστηκε και γρήγορα από τα βάθη του μαγαζιού φάνηκαν και άλλες φιγούρες. Με έναν ήχο χαρακτηριστικό τα βιβλία έσκαγαν και από τις σελίδες τους πεταγόταν κάποιος ήρωας. Μέχρι και ένα τραγί εμφανίστηκε, θείο προμήνυμα υποθέτω. Ήταν κάμποσοι χαρακτήρες εκεί, ο Σιμιγδαλένιος, ο Λούης, ο νέος του καφενείου, κάτι παράξενα εκθέματα, τελείως ζωώδη του Νικολά Γκιγιέν, η Ελένη με τ’αδειανό της το πουκάμισο να ανεμίζει στην πρώτη γραμμή, τα παιδιά από το Σικάγο με τις φορεσιές και την παγωνιά του ‘ 29, ο Ντάριο Φο και ο Ευγένιο Μοντάλε αυτοπροσώπως, οι Καραμαζόφ, η Άννα των τραίνων, η Τζόζι Μπλις του Νερούδα, ο τελευταίος απόγονος των Παλαιολόγων με τη φορεσιά του Καβάφη που χαρίζει μια αίσθηση στη μνήμη και τους χώρους, ο Μέρφι, μερικοί καταραμένοι φοιτητές με μπροστάρη τον Τζον Κιτς, η Φάνυ Μπράουν, η διμοιρία των εκλεκτών από τους φρουρούς της Αχαΐας, όλοι με το τραύμα του Παπαγιώργη που κάπνιζε το ίδιο τσιγάρο χρόνια τώρα μες στην κορνίζα του στο βορινό τοίχο του κλειστού μαγαζιού. Σας ευχαριστώ, δεν το περίμενα, κανονικά έπρεπε να τρομάξω. Ας είναι, αν ξανάρθουν μπορεί και να το βάλουν στα πόδια. Μα πρώτα πρέπει να βγούμε από τούτη εδώ την τρύπα. Βάλτε ένα χεράκι και μεμιάς τα βάζουν όλοι με το μεταλλικό ρολό. Και εκείνο υπακούει και μες στη νύχτα μπορείς να δεις ότι κάπου στον κόσμο, συμβαίνουν τα πιο αναπάντεχα θαύματα όσο εσύ πονάς ή συνεχίζεις και όλα αδιαφορούν για την ευτυχία ή τη μελαγχολία σου που κερδίζει στα σημεία. 

Όταν ξαναφάνηκαν οι άλλοι, μια ριπή από βιβλία τους έδιωξε κακής κακώς. Ο νεαρός τους ευχαρίστησε και γλίστρησε έξω στην πόλη. Επέστρεψε αργά το βράδυ στο μαγαζί. Στην αρχή τα’βαλε με τον εαυτό του που ‘ναι τέτοιος αστείος ονειροπόλος μα έπειτα όταν η παρέα ξεμύτισε, τα πήρε όλα πίσω.  Ώστε ήταν αλήθεια είπε και ένιωσε πως βρήκε κάτι από τον εαυτό του σε εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο. Αφιέρωσε μέρες ολόκληρες προτού το κάνει να μοιάζει καινούριο, με κάτι λιτά ανθάκια εδώ και εκεί , καβαλέτα και πολύχρωμους τοίχους με χαριτωμένα φωτιστικά, καπέλα από παλιές εφημερίδες. Ζήτησε και βρήκε τον ιδιοκτήτη, εκείνος, ένας γεράκος με χαμηλό το ηθικό του’δωσε την ευχή του, βάζοντάς τον να του υποσχεθεί πως θα φυλάει τα βιβλία όσο και τη ζωή του. Και κάπως έτσι πήραν τα πράγματα τον δρόμο τους. Τώρα πια, πίσω από το γραφειάκι σκαρώνει ένα σωρό πλάκες με τον Σιμιγδαλένιο στον Δον Κιχώτη που και αν σκουριάζει, παραμένει αγωνιστικός και ευτυχώς απολύτως παραδομένος στη φαντασία του. 

Κάθε χρόνο, σε ανάμνηση εκείνης της βραδιάς, στήνει έξω από το μαγαζάκι του μια χαρτονένια επιγραφή, διακοσμημένη με περικοκλάδες και καταπράσινες φυλλωσιές από τα πιο αειθαλή δέντρα της ψυχής μας. Και έχει βαφτίσει εκείνη την εβδομάδα, “εβδομάδα των μικρών βιβλιοπωλείων”. Και των μεγάλων ηρώων προσθέτει, ο Λούης με το τσιγάρο του στην άκρη στα χείλη . Η Τζόζι βάζει νευρικά τα γέλια, με μια ακαταμάχητη πονηριά, μια ατέλειωτη γοητεία. Σαν εκείνη των βιβλίων μες στα μαγαζάκια που εφευρίσκουν από την αρχή τους νόμους της χωροταξίας και την παλέτα των χρωμάτων. Ο Λόρκα τα βρίσκει όλα αυτά τόσο συναρπαστικά και σκαρώνει με το τίποτε ένα ξέφρενο ντουέντε,καλά βαλμένος στον τοίχο του. Στο βάθος το κέλυφος της νύχτας σπάει, ο ουρανός αποκαλύπτει κάτι δικό του. Το μπλε μοιάζει τόσο στο στενό μου.

Απόστολος Θηβαίος