Απόστολος Θηβαίος | Διανυκτερεύει

Και αξίζει να κάνεις
όλο τον δρόμο, αξίζει να χαθείς,
να κλάψεις από τρυφερότητα
και ευγνωμοσύνη

Μια ιστορία για την ποίηση, ένα νοσοκομείο για ποιητές που δοκιμάστηκαν, και ακόμη το κάνουν. Να βρουν λέει το στίχο, τον κατάλληλο, να συμπληρώσουν λέει ένα από τα μισοτελειωμένα σχεδιάσματα ενός μεγάλου που αισθάνθηκε το τραύμα αυτού του κόσμου. Μια καθόλου εύκολη υπόθεση.

Φόρεσα και εγώ τα καλά μου, ο Ανέστης, αναρωτήθηκα μέσα μου μα δεν πήρα καμιά απόκριση. Πώς έγινε αυτό; Κάθε μέρα βλεπόμασταν στη γωνιά του δρόμου που είχε στήσει το τσαντίρι του. Δεν μπορώ να πω, υπήρξε πάντοτε φιλόξενος και έδινε από τα υπάρχοντά του αν χρειαζόταν κανείς σε μια ώρα πραγματικής ανάγκης. Βασιλιάς και εκείνος στο δικό του δρόμο, μα σε κάπως καλύτερη θέση από εμένα. Εγώ, βλέπετε, διαθέτω μόνον μερικές χαρτοκούτες. Και αυτό είναι όλο. Ωστόσο μ’αρέσουν τα τραγούδια και όταν αναρωτιέμαι τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, λέω, τραγούδι. Και ας ξέρω πως δεν μπορώ, πως μόνον ως λουλούδι ή ζώο ή έντομο μπορώ να ξανάρθω εδώ κάτω, εντούτοις παθιάζομαι, πικραίνομαι και τραγουδώ, με την καρδιά μου τραγουδώ ώσπου να σπάσει. 

Μα ο Ανέστης; Είστε βέβαιος; Και τα πράγματά του, η εγκατάστασής του ας πούμε, ποια η τύχη της; Αργότερα, είδα τους ανθρώπους του δήμου να φτυαρίζουν τις φωτογραφίες, τα πλαστικά σημαιάκια, τις ρόδες των ποδηλάτων και ένα σύμπαν φτιαγμένο από τα πιο απίθανα πράγματα. Τότε είπα, πας και εσύ Ανέστη, φυσικά, όχι προώρως, όπως έγραψε ο ποιητής, μα δίχως φασαρία ή καμιά ενόχληση πάνω στον κόρφο μας που ονειρεύεται καλοκαίρια και έρωτες και μια καλά αμειβόμενη εργασία. Κάθε μέρα περνούμε την πύλη του στρατοπέδου, τα όρια του οποίου δεν καθορίζονται και από την αρχή μαθαίνουμε πως η εργασία ποτέ δεν απελευθερώνει. Αυτό το τελευταίο το κάνει η αλήθεια και η τόλμη όταν συναντιούνται στην κόχη μιας καθ’όλα συνηθισμένης μέρας. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, μια σταγόνα μέλι στη γλώσσα.

Η διεύθυνση έγραφε καθαρώς, Ψυχιατρείον. Και έτσι πείστηκα πως το τέλος του Ανέστη θα ‘ταν οδυνηρό και η τραγωδία της ζωής του θα στοίχειωνε για πάντα εκείνα τα μέρη. 

Άρρωστος ήταν; Μα ναι, δεν τον είχατε δει, ήταν ασθενικός με μαύρους κύκλους και μια όψη θειαφένια. Δεν ήταν καθόλου καλά να ξέρετε, λέγανε. Και έτσι η οικογένεια που τον νοιάζεται, πήρε την απόφαση να τον εντάξει στο πρόγραμμα αυτού του υπέροχου ψυχιατρείου. Εδώ οι νοσοκόμοι είναι ευγενικοί και οι ασθενείς έχουν επισκεπτήριο όποτε το θελήσουν. Οι τρόφιμοι δεν είναι πολλοί,  μόνο κάτι ποιητές που δεν μπόρεσαν. Μα εσείς, πού τον γνωρίζετε τον Ανέστη;

Δεν αποκρίθηκα. Μόνον κοίταξα τα μπαλωμένα μου ρούχα, την κορδέλα του καπέλου μου που είχε σκιστεί, όλο ξέφτια και κλωστές. Το σακάκι μου ήταν καπνισμένο και τα παπούτσια μου έμοιαζαν χωμάτινα. Οι άλλοι στο αίθριο με κοιτούσαν διακριτικά και έπειτα λέγανε στους δικούς τους, ίδιο το μαρτύριο για πλούσιους και για φτωχούς, Νίτσα μου, ίδιο. Τα ασθενοφόρα έφερναν διαρκώς αρρώστους, κάποιος αναρωτήθηκε τι να ‘γινε. Ένας νοσοκόμος ιδρωμένος στάθηκε μια στιγμή εμπρός από την κάμερα και είπε, έγινε ένα φριχτό ποιητικό ατύχημα, δυο επιγράμματα, καταλαβαίνετε, πρέπει να βιαστούμε. 

Άλλη λύση δεν είχα. Προχώρησα στο εσωτερικό. Πίσω από τον γκισέ ξεκινούσαν τρεις διάδρομοι. Μια κυρία, με φλοράλ φουστάνι και ένα βολάν άλλης εποχής, ίσιωσε τα αψεγάδιαστα μαλλιά της και δάγκωσε λίγο τα χείλη της. Αυτάρεσκα, με ρώτησε τι γύρευα εκεί. Μάλιστα, πρόσθεσε, νόστιμε και εγώ κοκκίνισα από ντροπή, σαν σίδερο μες στο αίμα. Της εξήγησα, ο Ανέστης, ο φίλος μου, τι φίλος δηλαδή, αδερφός αληθινός. Τον φέρανε εδώ. Είναι ποιητής, μια φριχτή, παθολογική κατάσταση που δεν παίρνει διόρθωση. Εκείνη συγκινήθηκε τρόπον τινά και μου ‘δειξε τον μεσιανό διάδρομο. Ανίατοι έγραφε με παχιά, μαύρα γράμματα. Α ρε Ανέστη, τόσο λοιπόν χαμηλά πέσαμε και μήτε πια που μπορούμε να πούμε τα αστεία μας. Τρέμαμε τη ζωή που ξανοιγόταν εμπρός μας, κατεβάζαμε τα ποτά μας και τίποτε δεν λέγαμε, τίποτε. 

Περπάτησα ανάμεσα στις σκιές. Κανείς από του τρόφιμους δεν μου ‘δινε την παραμικρή σημασία. Ορισμένοι στέκονταν στο παράθυρο, πιασμένοι από τα κιγκλιδώματα με την απελπισία του βαρυποινίτη για λίγο ουρανό. Να μια δίκαιη πληρωμή. 

 Κάποιοι άλλοι έγραφαν μια λέξη, ξανά και ξανά, άλλοι δακρύζανε, κάποιον τον πήραν οι νοσοκόμοι. Υποτροπίασε είπαν και έγινε πια επικίνδυνος για τον εαυτό του. Δεν βρήκε ποτέ τον στίχο που ζητούσε, σε λίγο καιρό η αγωγή θα τον καταβάλλει και ίσως το πιστοποιητικό να γράψει συνεπεία εξαντλήσεως. Κανείς δεν ξέρει. 

Μήπως ξέρετε κάποιον Ανέστη; Καινούριος είναι εδώ. Και όλοι παραμερίζανε και μόνο ένας μου υπέδειξε την πόρτα ενός δωματίου. Ήταν η αίθουσα ηλεκτροσόκ και μπορούσα να δω τις αστραπές μες σε εκείνο το δωμάτιο. Μια μυρωδιά καμμένης σάρκας ήρθε ως εκεί που στεκόμουν και με πλήγωσε. Και όλα αυτά, για ένα ποίημα; Το ζύγισα μέσα μου και το βρήκα δίκαιο. Για ένα ποίημα ή για την καρδιά ενός ανθρώπου, δεν έχει σημασία, αφού και τα δυο συνιστούν δυο πράγματα μεγαλειώδη. Και αξίζει να κάνεις όλο τον δρόμο, αξίζει να χαθείς, να κλάψεις από τρυφερότητα και ευγνωμοσύνη, αξίζει να χαθείς μες στα μάτια της γυναίκας, όλες οι ταπεινώσεις αξίζουν τον κόπο αν είναι ένας στίχος να προστεθεί μες στην αρχαία πλακέτα. Αν είναι να ζήσεις πρέπει να αντέξεις το ηλεκτροσόκ Ανέστη, γερά κράτα, μην δειλιάζεις, μην.

Έγραψε και άλλα ο Ανέστης πριν πεθάνει. Δεν υπήρχε επιστροφή, οι ιατροί μας το ‘πανε. Έπειτα κάνανε λίγη ησυχία και ένιωθα πως περίμεναν να κλάψωγίνανε όλες οι απαιτούμενες ενέργειες, πρωτόκολλα και τα ρέστα εφαρμόστηκαν στο ακέραιο. Αγόρασα τσιγάρα σε εκείνους τους ποιητές που μες στην ένδεια τους εργάζονταν απάνω στην ανθρώπινη φαντασία. Εκείνοι με χαιρέτησαν εγκάρδια, καθένας μες στο δικό του ένδυμα, όλοι τους ξένοι μες σε έναν αφιλόξενο κόσμο που σκόρπιζε. Όταν βγήκα κοίταξα την αναμμένη μαρκίζα. 

Ψυχιατρείον Ποιητών, διανυκτερεύει ο Ελεήμων Θεός Και οι χαρακτήρες εμφανίζονταν με ένα συγκεκριμένο μοτίβο, βάφοντας ρυθμικά δρόμους και βιτρίνες. Κάποιος μεθυσμένος πέταξε ένα αδειανό μπουκάλι απάνω στην φανταχτερή πινακίδα. Το “Ελεήμων” κατέρρευσε και τώρα απέμενε η φράση “διανυκτερεύει ο Θεός” που μεταξύ μας συνιστά ένα φριχτό ψεύδος. Ρίξε μια ματιά εκεί έξω, πρωί στην Κοτζιά που ‘γραψε η Κατερίνα και θα δεις τι ψέμματα μας αραδιάζουν οι εποχές. 

Ας είναι, θα συνεχίσω με όσα μου δόθηκαν και τον δρόμο που μακραίνει. Όμως ελπίζω πως αυτοί οι ποιητές, ο ένας μετά τον άλλον θα βρουν το κουράγιο για τον στίχο που ‘μεινε ανολοκλήρωτος, για την λέξη που δίστασε, για το σπασμένο το “τ” της τρυφερότητας που ίσως, αν τα καταφέρουμε, ίσως, λέω, μας πάει εκεί που θα γίνουμε άνθρωποι, όχι τέλειοι και ιδανικοί, μονάχα άνθρωποι.  Α

Ακόμη τους θυμάμαι, σκιές στους διαδρόμους, σαν αδειανές μποτίλιες που ξαφνικά αποκτούσαν ανθρώπινη χαρακτηριστικά. Ολόκληρη εκείνη η σύνθεση θα μπορούσε κάλλιστα να φέρει τον τίτλο αντιζηλία με τη ζωή. Αν ήμουν ζωγράφος θα υπέγραφα καταλλήλως και έπειτα θα φρόντιζα για χρόνια τα χρώματα και τις μορφές με τον καιρό ανάγλυφες, αποσπασματικές. 

Στο πόστο του όλα ήταν αλλαγμένα. Και όμως εγώ ξέρω ότι κάπου εδώ πλανιέται το γλαφυρό του γέλιο, εγώ ξέρω πως τω μώλωπι αυτού υμείς δεν ιάθημεν, γέρο Ησαΐα. Μόνο εκείνος είναι που μας λείπει, πολύ. Ο φίλος μας την ώρα της ανάγκης σε αυτή τη βιογραφία του δρόμου που κυλά αργά.

Απόστολος Θηβαίος