Ο Ξένος μένει στην πιο κάτω γειτονιά. Είναι μεσήλικας, γύρω στα εξήντα, αλλά φαίνεται πιο νέος. Κάθε πρωί στις οκτώ, με ένα καφέ στο χέρι, κατεβαίνει τα μεγάλα σκαλιά της πόρτας της πολυκατοικίας του. Δεν με βλέπει. Δεν βλέπει ποτέ κανέναν. Έχει το κεφάλι σκυφτό και περπατά με γρήγορα βήματα, πολύ απορροφημένος με τον εαυτό του. Λοιπόν, γύρω στις έξι εμφανίζεται πάλι στον ίδιο δρόμο, χωρίς καφέ στο χέρι, με τα κλειδιά να χτυπούν μέσα στις τσέπες του παντελονιού του, βλέποντας ακόμα κάτω. Φυσικά, δεν με ξέρει. Πιστεύω πως δεν με είδε ποτέ. Αυτό είναι παράλογο, έχοντας υπόψη πως πήγα στο σπίτι του αρκετές φορές. Όχι μόνο πήγα, ούτε μόνο αρκετές φορές, αλλά στα αλήθεια, έζησα εκεί. Είναι ένα φαινόμενο παράξενο, μα αυτός ο άνθρωπος φαίνεται να διακατέχεται από μια βαριά μορφή απαξιωτίτιδας. Βέβαια αυτό που λέω ακούγεται γελοίο, ίσως χαζό ακόμα. Ναι, δεν υπάρχει μια τέτοια διάγνωση ασθένειας, ούτε καν ψυχικής μορφής, μα στ’ αλήθεια, μου κάνει τόσο μεγάλη εντύπωση η όλη του στάση που μια μέρα καθώς τον έβλεπα να περνά σκέφτηκα αυτόν τον ορισμό – βαριά μορφή απαξιωτίτιδας.
Φυσικά, κάποιοι θα μου πουν πως ίσως αυτός ο άνθρωπος να μην είναι καλά. Ίσως να είναι χτυπημένος από τη ζωή, ίσως να έχει κατάθλιψη, βαθύ πένθος. Όλες πολύ γλυκιές και ανθρώπινες εικασίες. Μα όχι, σας το λέω επειδή τον ξέρω, ο άνθρωπος αυτός είναι απλά ένας πάγος. Γι’ αυτό και εγώ δεν λέω πια το όνομα του, ίσως και να το ξέχασα, αφού τα ονόματα προσδίδουν μια ανθρώπινη υπόσταση στους ανθρώπους. Αυτόν τον λέω απλά, ‘ο Ξένος’.
Για να πειστείτε για την ορθότητα της διάγνωσης μου, θα σας αφηγηθώ δυο-τρία περιστατικά που πραγματικά αντικατοπτρίζουν την φύση του Ξένου. Μετά από αυτά, ελπίζω να αντιληφθείτε πως στα αλήθεια ο Ξένος πάσχει όντως από βαριά μορφή απαξιωτίτιδας.
Ο Ξένος λοιπόν, δεν ήταν πάντα ένας κουρασμένος εξηντάρης. Όταν εγώ ήμουν ακόμα παιδί και έπαιζα με παιχνίδια και αρκουδάκια, αυτός ήταν γύρω στα σαράντα. Κι όμως, από τότε τον θυμάμαι να κάνει την ίδια πρωινή διαδρομή για τη δουλειά, να βλέπει εμμονικά το έδαφος και να απαξιώνει οτιδήποτε και οποιονδήποτε περνούσε δίπλα του. Μετά από τη δουλειά, πήγαινε αμίλητος στην κουζίνα, έτρωγε το μαγειρεμένο φαγητό της γυναίκας του, και φυσικά δεν έδινε σημασία σε κανέναν στο τραπέζι. Μετά, πάντα αμίλητος, άφηνε το αδειασμένο πιάτο στο τραπέζι και πήγαινε να ξαπλώσει στην κρεβατοκάμαρα για κανένα μισάωρο, πριν σηκωθεί ξανά για να πάει πίσω στο γραφείο.
Μια φορά, ένα από το παιδιά του (ξέχασα να αναφέρω πως έχει τρία παιδιά), ήρθε ενθουσιασμένο στο σπίτι με ένα χαρτί στο χέρι που ανέμιζε στον αέρα. Εκείνος, ο Ξένος, έβλεπε όπως συνήθιζε αποχαυνωμένος την τηλεόραση μασώντας πασατέμπος που άφηνε να πέφτουν στο πάτωμα, χωρίς ποτέ φυσικά να μαζεύει τα τσόφλια. Το παιδί, φώναξε όλο χαρά και περηφάνια «Κέρδισα βραβείο στο σχολείο για την εργασία της Γεωγραφίας!» Εγώ, που καθόμουν στον άλλο καναπέ, με την καρδιά στο στόμα, φοβισμένος μην χαλάσει η χαρά του παιδιού και με αγωνία για την ένδειξη κάποιας μορφής αναγνώρισης από τον πατέρα του, είπα, «Μπράβο! Πόσο όμορφα νέα!». Μα εκείνος, που καθόταν πιο κοντά στο παιδί, και η τηλεόραση έπαιζε σε τόσο χαμηλή ένταση, δεν γύρισε να το κοιτάξει καν. Λες και δεν ήρθε κανείς από την πόρτα. Λες και το παιδί δεν υπήρχε! Πάγωσα. Λύγισε και το παιδί και έφυγε γρήγορα για το δωμάτιο του. Πραγματικά τέτοια αναισθησία δεν είχα ξαναδεί. Φυσικά μαζί του είχα συνηθίσει, αλλά πάλι κάθε φορά, ήλπιζα πως ίσως κάποια φλογίτσα ζεστασιάς θα αναζωπυρώνονταν μέσα του και θα ανέδινε κάποια μορφή θαλπωρής. Ποτέ δεν έγινε αυτό.
Μια άλλη φορά, ένα απόγευμα καλοκαιριού πριν λίγα χρόνια, καθόμουν σε μια καφετέρια ρουφώντας ανέμελα τον κρύο καφέ μου, όταν τον είδα να έρχεται από μακρυά. Ήταν οι μέρες που είχε τις καλοκαιρινές του διακοπές και φορούσε ένα κοντομάνικο πουκάμισο με μπλε γραμμές, μια μπεζ βερμούδα και καφέ σάνταλα. Είχε το τηλέφωνο στο χέρι και περπατούσε βιαστικά. Από την αντίθετη κατεύθυνση είδα να εμφανίζεται ένα άλλο από τα παιδιά του, που τότε ήταν γύρω στα εικοσιπέντε, και κάρφωσα το βλέμμα μου στην επικείμενη συνάντηση που κανένας απ΄ τους δυο δεν είχε προγραμματίσει. Λοιπόν, στο ξαφνικό αντάμωμα τους, ο Ξένος ανέβασε το δεξί του χέρι στον αέρα, κουνώντας το για δυο δευτερόλεπτα και πριν προφτάσει καν το παιδί να του πει ένα ‘γεια’, χάθηκε βιαστικά στο πλήθος. Κατέβασα το βλέμμα μου ντροπιασμένος, βλέποντας απέναντι μου το παιδί με κατεβασμένους πλέον ώμους, να βλέπει πίσω του προς την κατεύθυνση του Ξένου. Ειλικρινά, αν δεν ήξερα τι σχέση τους, θα πίστευα πως ήταν δυο γνωστοί από τα παλιά που ο Ξένος ήθελε απλώς να αποφύγει.
Μα δεν θα σας κουράσω άλλο με περιστατική της ζωής του Ξένου. Εν τέλη, είναι αυτός που είναι και δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ το πως είναι. Και εδώ που τα λέμε, γιατί να μας νοιάζει εμάς; Μόνο που… με κουβέντες που είχα τόσα χρόνια με την οικογένεια του, κατάλαβα πως ο Ξένος με την πλήρη απαξίωση του βλάπτει τους γύρω του. Πράγματι, αντιλήφθηκα πως φθείρει την οικογένεια του, μαραίνει τα παιδιά του, απαξιώνει οτιδήποτε ζωντανό και αποσυνδέει την κοινωνία με τη βαριά μορφή απαξιωτίτιδας του. Και μην νομίζετε πως εγώ είμαι ένας εμμονικός ψυχάκιας που έβαλε στο μάτι τον κύριο αυτό και τον παρακολουθεί τόσα χρόνια. Αυτό δεν είναι αλήθεια.
Απλώς-
ορίστε θα το πω,
αυτός ο Ξένος είναι ο πατέρας μου.
Η Μαριαλένα Ηλία έχει σπουδάσει Αγγλική Γλωσσολογία και Φιλολογία στην Αγγλία. Ασχολείται με την συγγραφή τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Ποιήματα της και δοκίμια, έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ελληνικά, λογοτεχνικά περιοδικά. Παράλληλα, καταπιάνεται με τη ζωγραφική και την εικονογράφηση που αγαπά ιδιαιτέρως.