Εις τα στερνά του
Στέφανου Σίφαντου,
εκτυλισσόμενα
τα κάτωθι γεγονότα
Έτσι είναι, το βέβαιον και το άωρον του θανάτου.
Και αφού είπε αυτά, διέταξε να του φέρουν τρία κεριά και μια πιατέλα και τα σύνεργα της Θείας Κοινωνίας. Ως απόψε είναι πρόσθεσε σταματώντας ξαφνικά το νευρικό του βηματισμό. Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοικτή, μερικοί συγγενείς κάπνιζαν μες στη νύχτα. Πρώτη φορά ζούσε τέτοιες στιγμές το γαλάζιο μου στενό. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο λίγη η μοναξιά μου. Οι κυρίες με μαύρα ανοιξιάτικα φουστάνια και πουκαμίσες, -ποιος ξέρει από ποιο συρτάρι να αναδύθηκαν-, περνούν σαν μαύρα πουλιά και χάνονται μες στο νεοκλασικό κλουβί με το κίτρινο φως στο κατώφλι της εισόδου. Με τα φύλλα, με τον ξαφνικό άνεμο και τα παλιά κιτρινισμένα διαφημιστικά χάμω στα πόδια, τυλιγμένα, εκλιπαρώντας για λίγη προσοχή, τώρα που ο καιρός του πέρασε πια.
Κάθε τόσο στο μπαλκόνι έβγαινε μια κυρία, σκούπιζε τα μάτια της, οι άλλοι μαζεύονταν από κάτω, κοιτώντας την στα μάτια. Πες το λοιπόν, της λέγανε, βέβαιοι πως ήρθε το αναμενόμενο και λυπηρό τέλος του Στέφανου Σίφαντου, επιπλοποιού. Μα η κυρία που όπως αποκαλύφθηκε ήταν το Μοσκούδι του ετοιμοθάνατου, η πολυπόθητη κόρη του, το μεγαλεπήβολο σχέδιο του βίου του, αυτή λοιπόν, το Μοσκούδι σαν πρόεδρος παρατάξεως πολιτικής, έβγαινε κάθε τόσο να μας δώσει μια ιδέα περί της άγριας μάχης που μεσολαβούσε ανάμεσα στη ζωή και το μυστηριώδες επέκεινα.
Την τρίτη φορά τα πράγματα σοβάρεψαν. Το Μοσκούδι διέταξε να συγκεντρωθούν πάραυτα όλοι κάτω από το μπαλκονάκι. Ήταν προσφάτως ανακαινισμένο, με ωραίους γύψινους ανθώνες εκεί που πληγώνει το κιγκλίδωμα το όλο πόρους μάρμάρινο περβάζι. Και ποιος δεν θα το θαύμαζε, με τον συμβολισμό και την αναγωγή του σε ένα ραφινάτο χθες, αιωνίως στην μόδα ή την επικαιρότητα της αρχιτεκτονικής διακόσμησης. Όλοι υπάκουσαν στην εντολή και τώρα το Μοσκούδι, με δυνατή φωνή επανέλαβε τα γραφόμενα. Κάθε τόσο ο Στέφανος Σίφαντος έλεγε μονολεκτικά ναι, η φωνή του ερχόταν σαν μέσα από έναν παλιό βυθό.
“Εις τη θυγατέρα μου, το Μοσκούδι, αφήνω το εργαστήρι μου και το οικόπεδο πλησίον του Αγίου Ευσταθίου, εις την πιάτσα της πλατείας, πλευρά βορινή, μετά του γείτονος Αλεξάκη Πριοβόλου”. Ναι, αποκρίθηκε ο γέρος που ‘χε πιάσει τον άγγελο με τα δυο του χέρια και τον επαρακάλεγε να μην αργήσει, να κάνει επιτέλους τη δουλειά του. “Ένα πιάτο του γλυκού ασημένιο, τέσσερα ζάρφια και μια κούπα ασημένια, ένα μπρίκι, μπακιρένιο, σεντόνια, μπακίρια και τα λοιπά τ’αφήνω και αυτά στο Μοσκούδι που με κοίταξε εις στα στερνά μου”. Ναι, μα τώρα ο Στέφανος Σίφαντος σαν να ‘χε κιόλας πληγωθεί, δεν μαρτυρούσε τ’αγρίμι που πάλευε μέχρι πριν, με νύχια και με δόντια. Για την άνοιξη πολεμούσε ο κυρ Σίφαντος μα το καντήλι του τρεμόπαιζε και ήταν σαφές πως ήρθε η σειρά του. “Το βαμβακομέταξο σεντόνι, τα χρυσά ζυπούνια, τα μεγάλα κάδρα, οι μαστραπάδες και οι μποτίλιες, να δοθούν στην χήρα του Αλεξάκη Πριοβόλου που εκτός από γείτων αγαπητός, υπήρξε φίλος και η χήρα του ευρίσκεται τώρα σε χρεία. Αυτό το χρέος αφήνω”, διάβασε το Μοσκούδι και οι άλλοι χειροκροτήσανε ετούτη την ωραία σύνοψη της ζωής του Στέφανου Σίφαντου.
Ο Λεωνίδας που δεν κρατάει το στόμα του κλειστό, σχολίασε όταν οι άλλοι δεν μιλούσαν. Κάποιοι ετοιμάζονταν να αποσυρθούν αφού τώρα το πράγμα δεν είχε γούστο και ο ιατρός κοίταξε κατά τον ουρανό, όταν εξήλθε της κάμαρης. Άμα η επιστήμη κοιτάζει κατά τον ουρανό, τι να σου κάνει και ο λαϊκός ο κόσμος που πρέπει να αντέξει, εκεί έξω, τις στροφές της ζωής;
“Και το περιβολάκι, και αυτό στο Μοσκούδι;” Ο άνδρας της που κάπνιζε παράμερα άκουσε που το ‘πε και του ζήτησε το λόγο. Και η μια κουβέντα έφερε την άλλη και σε λίγο το Μοσκούδι ούρλιαζε παραληρηματικά στον εξώστη της, σαν Ιουλιέτα πολυκαιρισμένη που δεν την αγαπάει πια κανείς, καθώς ο σύζυγος της είχε συλλάβει πισθάγκωνα τον Λεωνίδα και με τ’άλλο χέρι τον χαστούκιζε ρυθμικά, σαν να του δίνε την εντολή να χορέψει. Οι άλλοι τον τραβούσαν, βρε τι πράματα είναι αυτά, ο άλλος χαροπαλεύει, βρε Λεωνίδα, βρε παιδιά λήξτε το, Παναγιά μου οι λιγότερο ψύχραιμοι. Μες στον γενικό ξεσηκωμό, κάτω από τη διαπασών του Μοσκουδιού που ούρλιαζε και είχε παραδοθεί σε ένα ντελίριο άνευ προηγουμένου, ο γέρος πάλευε να συμπληρώσει, “το περιβολάκι, ακούς Μοσκούδι; Το περιβολάκι” μα τώρα πια το πράγμα είχε παραδοθεί σε μα φρενίτιδα φριχτή. Κάποιος τράβηξε μαχαίρι, το είδα που άστραψε, θα ‘ταν ο Λεωνίδας, ο άλλος έπεσε χάμω, το πουκάμισο του γίνηκε από πορφυρίτη. Έπεσε και πέθανε. Το Μοσκούδι φώναξε την αστυνομία, ήρθαν γρήγορα, αφόπλισαν τον Λεωνίδα που σπάραζε για τη μοίρα του. Τον συλλάβανε, φονιά τον είπανε, θα προφυλακιστεί, είπαν, του γύρεψαν το μαχαίρι, τους το ´δωσε και η υπόθεσης έκλεισε οριστικώς. Είκοσι έτη και οι μέρες εργασίας να πιάνονται διπλές. Και η διαγωγή βεβαίως, και η διαγωγή.
Το όλο πράγμα πήρε ένα τέλος. Μα ο γέρος εξακολουθούσε, “Μοσκούδι, το σταυρό σου, με ακούει κανείς; Βρε Μοσκούδι!”. Τότε στάθηκα από κάτω από τον εξώστη και αποκάλυψα την ταυτότητά μου. Έπειτα του εξιστόρησα τα γεγονότα, δεν με έβλεπε, και όμως φάνηκε ευχαριστημένος. Τόσο που μου υπαγόρευσε ρητώς τις παρακάτω λέξεις. “Το περιβολάκι μετά των πορτοκαλιών και των λεμονιών, τώρα θα δουν, της μίας καρυδιάς, της τριανταφυλλιάς ενταύθα στην κορύττα, ικανό δε να αποδώσει περί των πενήντα οκάδων πορτοκάλια διά στύψιμο και όχι φάγωμα, τ’αφήνω στον νεαρό που με συνέτρεξε κατά τας τελευταίας ώρας”.
Αμέσως μετά ξεψύχησε και εγώ έμεινα με εκείνο το προχειρογραμμένο χαρτί, να αναρωτιέμαι ποιος τάχα να ‘ταν αυτός ο νεαρός που συνέτρεξε τον ετοιμοθάνατο γέροντα. Μόλις φανεί απ’εδώ πέρα το Μοσκούδι θα του δώσω το σημείωμα και θα της πω πως ο Στέφανος Σίφαντος εμένα εννοούσε όταν έγραφε “εις τον νεαρόν που με συνέτρεξε”. Εμένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, Μοσκούδι, εμένα.
Απόστολος Θηβαίος