Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*
[…] Τάσο, η ποίηση είναι, όπως το μπουζούκι, σπλαχνική/ Σχεδόν υπάκουη/ Και ο θάνατος δεν είναι παρά μια πόρτα που κλείνει/ Και σε αφήνει απέξω/ Αλλά θάνατος χωρίς ζωή δεν είναι/ Από ζωή τα υλικά της συμφοράς/ Οι λέξεις που λάμπουν στα κελάρια του νου/ Τίποτα και τίποτα και κανείς/ Χωρίς ζωή/ Λόγω ζωής, πενθώ/ Κι είναι που σ’ έζησα, γι’ αυτό θρηνώ/ Πώς μυρίζει ο θάνατος δεν ξέρω/ Ποιες κοπριές, ποιο θειάφι, ποιος βράχος αλμυρός/ Ποια πόδια κομμένα από ευτυχία/ Και ποια σύκα σε πήλινο πιάτο/ Ποιος κόκορας του Πάνω καιρού που τραγουδά τα ξημερώματα/ Και ποιος Αυγερινός ανατέλλει και από πού. (σ. 58-59)
Η Γεωργία Δρακάκη συνθέτει ένα παράδοξο – ειδολογικά ανένταχτο – αφήγημα, το οποίο βρίσκεται κάπου ανάμεσα σε πεζογραφία και ποίηση, ή καλύτερα ποιητική πρόζα, καθώς από το κείμενό της δεν απουσιάζει ούτε η αφηγηματικότητα του πεζού λόγου ούτε το απροσδόκητο, κρυπτικό και ελλειπτικό πετάρισμα της ποιητικής γραφής, το οποίο άλλοτε ξαφνιάζει και άλλοτε συγκινεί τον αναγνώστη και τον καλεί να δει μέσα από τα μάτια της συγγραφέως τούτη την ιστορία. Πρόκειται για το πρώτο εκδομένο βιβλίο της Δρακάκη με τον απόλυτα ρεαλιστικό και γειωμένο τίτλο Ο Τάσος πέθανε (εκδόσεις Κάκτος, 2023).Η συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο της ως έναν αντί-επιτάφιο. Και, πράγματι, ο χαρακτηρισμός αυτός δικαιώνεται, καθώς ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου καταλαβαίνει ότι ο απώτερος, ο πιο δύσκολος προ(σ)κλητικός στόχος της Δρακάκη είναι να ξορκίσει τον αρχέγονο φόβο της απώλειας και του θανάτου‧ να προσπαθήσει να φιλιώσει μαζί του, να τον καταλάβει, να τον απομυθοποιήσει και να συγκρουστεί μαζί του μετωπικά, χωρίς να ψάχνει δικαιολογίες και προφάσεις που θα τον καμουφλάρουν και θα τον απαλύνουν. Το κείμενό της κινείται γύρω από τον άξονα της απώλειας και του πένθους του Τάσου, του εραστή, του συντρόφου, του φίλου, του ανθρώπου που στεκόταν πλάι της και με τον οποίο μοιράστηκε αφειδώλευτα ένα αυθεντικό κομμάτι του εαυτού και της ζωής της. Ξεκάθαρα βιωματική και αυτοαναφορική η γραφή της, ενώ, παράλληλα, καταφέρνει να συνταιριάξει τον λυρισμό με την αδιαμφισβήτητα ρεαλιστική χροιά των γραφομένων. Είναι ένα αφήγημα, όπου το σπαρακτικό βίωμα εμφωλεύει στη μουσικότητα των λέξεων και η αισθαντικότητα της γραφής ανάγει το προσωπικό σε οικουμενικό, καθώς η μεμονωμένη και ατομική περίπτωση της βίωσης του θανάτου αντανακλά στο καθολικό βίωμα του πένθους, που όλοι οι άνθρωποι γευόμαστε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της αστικής καθημερινότητας αναδύεται και αποκρυσταλλώνεται η αληθινή, ανόθευτη, απροσποίητη και αφτιασίδωτη απεικόνιση και αντιμετώπιση των πραγμάτων και των ανθρώπων.
Η Δρακάκη τέμνει το υλικό της και το χωρίζει σε ενότητες επιγραφόμενες ως μηνύματα ή ως γράμματα ανεπίδοτα, ενώ μέσω της απεύθυνσης στο αγαπημένο πρόσωπο που δεν είναι πια εδώ και της εξομολογητικής της διάθεσης, ανατέμνει ιδέες, σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές γύρω από τη ζωή, τις πράξεις, τα λόγια των ανθρώπων που μιλούν μέσα από τη δική της φωνή και πάντα σχετίζονται με την παρουσία και την έλευση του θανάτου. Γράφει:
Ο έρωτας τις Κυριακές είναι ασημένιος/ Έχει μπλε καρδιές και θαλασσένιες/ Ξεκινά ρηχά από του ύπνου τη στάθμη/ Φτάνει πλατεία, εκκλησία, ζωή απίθανων φύλλων στις άκρες της γλάστρας/ Μικροί κόσμοι δικοί μου./ Τι κόσμημα πράσινο τρομακτικό αυτή η πόλη!/ Σκαθάρι ακίνητο πάνω σε δάχτυλο γυναίκας σκεπτικής./ Δεν θυμάσαι τους νεκρούς κάτω από τον ίσκιο ενός νεογέννητου φιλιού/ Κι άμα το κάνεις, γίνεσαι ποιητής της καταστροφής. (σ. 29)
Και αλλού:
Ακούω τόσο πολλή μουσική αυτές τις μέρες/ Περπατώ ευτυχισμένη στην Πατησίων – τον δρόμο μου – / Και δεν καταδέχομαι ακουστικά/ Δυνατά, κόντρα στ’ αφτί το κινητό/ Και σιγοτραγουδάω/ Ψωνίζω φρούτα στη Βικτώρια/ Είναι Ιούνης/ Πάντα κάτι να μην ξέρουμε/ Πάντα κάτι να αποκαλύπτουμε στον εαυτό μας./ Και πιάνω συζητήσεις/ Για την αλήθεια, την άκρως υπερτιμημένη/ Και λέω/ Κάθε μέρα τη βρίσκω την αλήθεια μου, την ψαύω, λάσπη και πηλό/ Υγρή και λερωμένη, από φυσικού της η δόλια/ Ποιον εαυτό κουβαλώ κάθε βράδυ στο σπίτι; (σ. 34)
Είναι η τέχνη, η μουσική, η γραφή ένα κράμα, το οποίο σχεδόν μυστικιστικά η Δρακάκη ιερουργεί με αφορμή τη νεκρότητα του σώματος. Η ποιητική της νέκυιας είναι πολύ γνωστή ήδη από τα ομηρικά έπη και ως «Νέκυια» επιγράφεται η λ΄ ραψωδία της Οδύσσειας, όπου – περιληπτικά – περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα στον Άδη. Εκεί, σύμφωνα με τις οδηγίες της Κίρκης, ο ομηρικός ήρως θυσιάζει πρόβατα, για να πιούν από το αίμα τους οι νεκροί, ώστε να θυμηθούν τον επίγειο κόσμο και να του μιλήσουν. Πρώτα εμφανίζεται η ψυχή του άταφου Ελπήνορα και, έπειτα, άλλων προσώπων της μυθολογίας, συμπεριλαμβανομένης της Αντίκλειας, μητέρας του Οδυσσέα. Η Δρακάκη συνεχίζει τη μακραίωνη παράδοση της νέκυιας επικαλούμενη το νεκρό σώμα και, κυρίως, την άφθαρτη ψυχή του αγαπημένου της προσώπου, του Τάσου, και διαλέγεται με την πικρή ευτυχία της ανυπαρξίας και την κοινή θητεία στη θνητότητα. Με τον αναβλύζοντα χειμαρρώδη λόγο της διακονεί την αλήθεια αντιμετωπίζοντας ατρόμητη – κι ας λυγίζει ενίοτε – τον κυκεώνα του πένθους και προσφέρει θυσία τις αναμνήσεις της, άλλοτε λυτρωτικές και επουλωτικές και άλλοτε στυφές και αιμάσσουσες, στην εξεικόνιση και την αδιάκοπη διατήρηση του αγαπημένου της προσώπου, που συμπληρώνει και επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, και τη δική της ύπαρξη.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.