Χέρια
Μ’ αρέσει να κοιτώ
τα χέρια σου
κρατάνε το τηλέφωνο
δεν κάνουν κάτι συγκεκριμένο
Πρώτη φορά τα παρατήρησα
στη μπάρα
είχαν πέσει τα φώτα
κι έστριβες ένα τσιγάρο
που σου ζήτησα
για να κάνεις
το μεγαλύτερο μέρος εσύ
Δεν ήθελα να τα πολυδώ
μήπως δεν μ ’αρέσανε
και μετά ούτε εσύ
θα γινόταν
να μ ’αρέσεις
Τα χέρια
κάτι τόσο σύνηθες
η ταυτότητα μας
λίγοι τα κοιτούν
Καθάριζαν τα ψάρια
που παρήγγειλες
και σ ’άφησα
να με ταΐσεις
Τα χέρια αυτά
σε κράταγαν
στη μπάρα
‘κει που το βλέμμα σου
ήταν αχανές
και μίλαγες
και θα μπορούσα
να ρωτήσω ό,τι ήθελα
κι εγώ
δε ρώταγα
απλά άκουγα
και κοίταξα
για μια στιγμή
πόσο μεγαλύτερα
θα μπορούσαν να ‘ναι
απ’ τα δικά μου
Αποκαμωμένες
Ι.
Λέπια δένονται στα πόδια της
τη κάνουνε γοργόνα
κ ’αυτή πέφτει στη θάλασσα
και λέει δε ξαναβγαίνει
Χαϊδεύει η χλόη τα μαλλιά
φανταχτερή κορδέλα
κι όλο πιο κάτω χάνεται
και η κόμη της μακραίνει
Βλέπει κόσμους
που νυστάξαν πια
μιλά με αστερίες
μιλά με ψάρια
που δίχως μάτια
μείνανε
και θέλουν τ’ άρωμά της
Τα μακριά της δάχτυλα
την πόνεσαν
πιο κάτω δεν την πάνε
Την άκουσε να κλαίει η θάλασσα λυπήθηκε
και οι νύμφες της
τα ντύσαν με μεμβράνη
ΙΙ.
Στόμα αχανές ακίνητο σκοτείνιασε
κ’ τα νερά της
χάσκουν ξεραμένα
Γίνηκε η γοργόνα άνθρωπος
και κλαίει η θάλασσα
με τον χαμό της
Και το φεγγάρι κλαίει και ο ήλιος γελάει
Το φεγγάρι
έβγαλε δόντια κοφτερά
σκίσανε τα πάντα
Φόρεσε γυαλιά
δεν άντεχε τον ήλιο
Ο ήλιος ήτανε τυφλός
δεν έβλεπε που έκαιγε
και το φεγγάρι
το τσουρούφλιζε
δεν έστριβε αλλού το κεφάλι
μια αχτίδα παιχνίδιζε
και μετά
κι άλλη
κι άλλη
Και το φεγγάρι έλιωνε
είχε επιδερμίδα
άσπρη λαμπερή
δεν ήταν για το φως
φτιαγμένη
Το γλυκό του στόμα
καταβρόχθισε τα άστρα
που παίζανε μαζί
και το φεγγάρι κλαίει
και ο ήλιος γελάει
τους ανθρώπους
νομίζει ότι ζεσταίνει
και το φεγγάρι κλαίει
ρίχνει δάκρυα γοερά
έφαγε
τον καλύτερο του φίλο
Σφιχταγκαλιασμένοι
βλέπαν πλανήτες
ξένους
μακρινούς
πίσω από πόρτες
που άνοιγε
γιατί το αγαπούσε
Και το φεγγάρι
έτρεχε και σκόνταφτε
και φώναζε
από πίσω ο φίλος του
να προσέχει
να μη πέσει
Αχειροποίητος Χ.
Το σώμα σου κέρινο ανάγλυφο
ζωντάνεψε για να βρεθεί
μαζί μου.
Σε είχα δίπλα μου
και ήταν σαν
να μην ήσουν
εκεί.
Ένα αερικό
που κλέψανε
κι ανάγκασαν
να ζει
σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ιστορίες που ξέρεις να πλάθεις
μόνο εσύ
άνθρωπος που δεν έγραψε
μισή αράδα.
Τα λόγια σου
εισιτήριο σε κρυφές πόρτες
και πεζούλια.
Ταβάνια που κρέμονται σχοινιά
άνθρωποι γίνονται αράχνες.
Ένα ψέμα γίνεται αλήθεια
και από αλήθεια
πάλι ψέμα.
Αχειροποίητος Χ.
Δώσε μου το χέρι σου
να σε αγγίξω λίγο
ακόμη.
Η Ζωή Κωνσταντίνου σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Εργάστηκε μια διετία στην Πόλη του Παναμά όπου είχε την τύχη να εξοικειωθεί με τη λατινοαμερικανική λογοτεχνική σκηνή. Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε αγγλόφωνα, ισπανόφωνα κι ελληνικά περιοδικά όπως το ΠΟΙΕΙΝ, Fractal , οι Ιστορίες Μπονζάι και το ιστολόγιο για ποίηση Los Innuendos.