Χριστιάνα Γενεθλίου | Κραυγές Ονείρων

 

Γράφει ο Φώτης Παναγόπουλος

 

Η πρώτη ποιητική συλλογή της Χριστιάνας Γενεθλίου, «Κραυγές Ονείρων» από τις Εκδόσεις Ιωλκός, φέρει στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ της ως ποιήτρια αλλά φανερώνουν κυρίως επιρροές της.
                                                                       
Πρώτα από όλα έχει ενδιαφέρον η ίδια η δομή μέρους κειμένων της – παρά το νεαρόν της ηλικίας της – καθώς χρησιμοποιεί σε σημαντικό βαθμό τη τεχνική της ομοιοκαταληξίας στα κείμενά της. Πιο συγκεκριμένα από τα 26 ποιήματα της συλλογής, ομοιοκαταληξία χρησιμοποιείται σε 7 από αυτά, ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό.
 
Εδώ πρέπει να θυμηθούμε το επιδραστικό χτύπημα που κατάφερε ο ελεύθερος στίχος στον ομοιοκατάληκτο, ήδη από τις δεκαετίες του 1920 και κυρίως του 1930. Μετά την από καιρό παγιωμένη εξέλιξη αυτή, η επιλογή αλλά και προφανώς η ανάγκη μιας νέας γυναίκας να χειρίζεται το λόγο της και να εκφράζεται μέσω ομοιοκαταληξίας – κάτι που έχει τις δικές του δυσκολίες και ιδιαιτερότητες – αποτελεί ένδειξη ότι όχι μόνο δεν απορρίπτει τις πιο παραδοσιακές φόρμες, αλλά τις υιοθετεί και τις προτείνει στον αναγνώστη ως μέσο έκφρασης του ανθρώπινου ψυχισμού και του αντιληπτού κόσμου.
 
Αν συμβατικά θεωρήσουμε ότι ομοιοκατάληκτος και ελεύθερος στίχος, αντιπροσωπεύουν παρελθόν και παρόν της ποιητικής τέχνης, αμφότερα αποτελούν εργαλεία στα χέρια της συγγραφέως, για να επικεντρωθεί είτε σε θέματα όπως η απώλεια, ο θάνατος, η ματαιότητα της ύπαρξης – αλλά ποτέ του έρωτα.  Η συγγραφέας δεν απορρίπτει το παραδοσιακό τρόπο αλλά τον σέβεται το ίδιο με τον νεότερο.   
 
Όσον αφορά τα καθαυτό κείμενα, και πάντα έχοντας ως μέσο λόγο απλό και άμεσο και ανεξαρτήτως μορφολογικών στοιχείων, έντονος ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια τοποθετεί τον εαυτό της ως συνάρτηση της φύσης, χρησιμοποιώντας τη ώστε να δηλωθεί μέσα από αυτήν. Η φύση αποτελεί όχι απλά οικείο περιβάλλον αλλά και καταφύγιο.
 
Έτερο σημαντικό, δομικό στοιχείο είναι ο λυρισμός που φέρνει στο νου στοιχεία από τη Α’ Αθηναϊκή σχολή με τον έντονο ρομαντισμό της αλλά και πολύ μεταγενέστερους ποιητές όπου συνδύαζαν το ρομαντικό με το φιλοσοφικό στοιχείο, όπως ο πρόωρα χαμένος Σαραντάρης, ή η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ σε κάποια κείμενά της.
 
Αξιοπρόσεκτο θεωρώ το εύρος της θεματολογίας της συγγραφέως. Είναι φυσικό σε ένα νεαρό άνθρωπο, το ερωτικό στοιχείο να παίζει πρωτεύοντα ρόλο στη γραφή του – άλλωστε το συναντάμε ολοκληρωτικά και σε μεγαλύτερους ηλικιακά ποιητές. Στη συλλογή αυτή όμως επεκτείνεται από το πυρήνα αυτόν σε κείμενα όπως:

 «Το γράμμα ενός στρατιώτη»: όπου ο νεκρός γιος παρηγορεί τη μητέρα υποσχόμενος επανένωση ως κάτι εντελώς φυσικό  – εδώ βλέπουμε σύνδεση θεματολογικά με το δημοτικό τραγούδι (Του νεκρού αδερφού).
 
«Το εισιτήριο»: όπου η ηρωίδα αντιμετωπίζει το αστικό περιβάλλον αιχμηρά δηλώνοντας ανυπακοή στο τετελεσμένο του χρόνου και της φθοράς προσπαθώντας να αγκαλιάσει τελικά τον μόνο άνθρωπο που οφείλει: την ίδια.
«… όσο έχεις εμένα, δεν θα σε αφανίσει ποτέ κανείς»
 
«Απαθείς άνθρωποι»: όπου η στιχουργική μετατρέπεται σε καταγγελία εναντίον της παρακμής της παγκόσμιας κοινότητας καταλήγοντας στο κυνικό συμπέρασμα που ταυτόχρονα απεύχεται:
«… ίσως και πάλι να μην επιθυμούμε να ζήσουμε»  
 
Κλείνοντας, οι όποιες ποιητικές καταβολές της Χριστιάνας Γενεθλίου δείχνουν και τις δυναμικές της γραφής της, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε πιο σύνθετη, αποτυπώνοντας αγαστά ετερόκλητα στοιχεία από διαφορετικές εξελικτικές περιόδους.