Η συλλογή Η μοναξιά περίστροφα (Ενύπνιο, 2023) του Βαλάντη Μάστορα, αρχίζει με ένα σύντομο, άτιτλο ποίημα. Υπάρχουν 6 τέτοια άτιτλα μέσα στο βιβλίο, τα οποία προσωπικά διάβασα ως τίτλους κεφαλαίων για τα υπόλοιπα ποιήματα. Η μαγεία του βιβλίου, πρέπει να σημειώσω, δεν κρύβεται στην αρχιτεκτονική του—κρύβεται στους στίχους του. Όμως η δομή ήταν το στοιχείο που μού επέτρεψε να αποκωδικοποιήσω την συλλογή προς μια ιστορία με αρχή μέση και τέλος.
Μέρος Ι
(ή: άτιτλο #1)
τόσες βιολέτες κλειδωμένες μέσα στα όνειρα | ας τις ανοίξουμε επιτέλους να γίνουν όλα ουράνιο τόξο
Tο μοναδικό ποίημα του Μέρους Ι ξεκινάει ως εξής: ‘Το ξέρουμε κι οι δύο | αυτός ο κόσμος είναι χτισμένος | πάνω σε πτώματα σπασμένων ήλιων | και δολοφονημένων ουρανών’
Και καταλήγει: ‘Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ η ετυμηγορία | αλλά το πώς θα γίνει να ανθίσουν τα λουλούδια | δίχως καθόλου φως.’
Ο κόσμος λοιπόν είναι σαθρός, και το μεγάλο ερώτημα (πώς θα ανθίσουν τα λουλούδια δίχως φως;) και μόνο που διατυπώνει ένα ‘πώς’, υπονοεί πως υπάρχει απάντηση—πως υπάρχει πράγματι τρόπος να ανθίσουμε στο σκοτάδι. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αισιόδοξο ερώτημα. Ίσως το πιο αισιόδοξο του βιβλίου—κι ίσως γι’ αυτό μένει αναπάντητο.
Ο αναγνώστης αξίζει να παρατηρήσει πως η αρχή του βιβλίου, το Μέρος Ι, εισάγει τρία στοιχεία: 1) τα λουλούδια, 2) το φως, 3) το χρώμα του φωτός (βλ. ουράνιο τόξο). Και μετά, αυτά τα τρία στοιχεία, όσο γρήγορα εισχώρησαν στην αφήγηση, τόσο γρήγορα αποχωρούν, καθώς περνάμε στο Μέρος ΙΙ.
Μέρος ΙΙ
(ή: άτιτλο #2)
έχει μια στρόφιγγα ο οδυρμός που όλο την πιλατεύω | αν την ανοίξω ίσως πνιγούμε | αν πάλι όχι, τότε σίγουρα
Ο Μάστορας μιλάει σε Β’ ενικό, όταν λέει: ’Κρατάς μυστικό;’
Μιλάει σε Α’ πληθυντικό, όταν λέει: ‘ίσως πνιγούμε’ και ‘τα δόντια μας’
Όμως το ‘μας’ κάποιες φορές αναφέρεται σε ένα ‘οι δύο μας’, και άλλες φορές στο ‘άτομα σαν κι εμάς’—ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Μερικά σύμβολα που συναντάμε στο Μέρος ΙΙ: Κορμί. Χαλάσματα. Απειλητικά καιρικά φαινόμενα. Πόλεμος. Ναυάγιο η θλίψη. Ουρανός που πέφτει ακαριαία. Βέβαια, μέσα στον όλο λυρισμό και ρομαντισμό που υπονοούν οι βιβλικές καταστροφές, έρχεται ως αντίθεση η πεζή, και άχρωμη, πραγματικότητα, με στίχους όπως: ‘όλα για το φαί’, ‘να βγάλουμε κι άλλο μήνα’, ‘το βλέμμα μου μονίμως στα πατώματα’, ‘πηγαίνω στη δουλειά μου κάθε πρωί’.
Στο Μέρος ΙΙ, επίσης, βρίσκεται ένας στίχος-κλειδί:
‘κι η ελπίδα | δεν είναι λέξη αυτή για τα δόντια μας’.
Εδώ νομίζω ο Μάστορας κυριολεκτεί, διότι πράγματι, η ελπίδα δεν αναφέρεται πουθενά ξανά στην συλλογή—ούτε η ίδια η λέξη ούτε τα συνώνυμά της—παρ’ όλο που Η μοναξιά περίστροφα μοιάζει ένα βιβλίο που συζητά κατ’ εξοχήν για την ελπίδα. Κι έχει ενδιαφέρον το ότι η κοντινότερη λέξη στην ‘ελπίδα’ προκύπτει να είναι ο αναγραμματισμός της σε ‘λεπίδα’.
Με αυτήν την λέξη, λοιπόν, περνάμε στο Μέρος ΙΙΙ.
Μέρος ΙΙΙ
(ή: άτιτλο #3)
κρύβω τις λεπίδες μου κάτω απ’ τη γλώσσα | όσο τις ακονίζω | θα φτύνω τις ματωμένες λύπες μας
Στα Μέρη Ι και ΙΙ υπήρχε στοχασμός, υπήρχε πόνος, υπήρχε παραίτηση. Όμως το κλίμα ήταν ειρηνικό, σε γενικές γραμμές. Στο Μέρος ΙΙΙ, ξεκινάει η επιθετικότητα. Ο Μάστορας μάς λέει: ‘ένα καταπάνω τους περιμένω | και μπούκαρα’. Μάς λέει: ‘ας έρθει ο όλεθρος, θα τον τινάξουν οι νάρκες της απόγνωσής μας’. Μάς λέει: ‘Δεν έχουμε άλλη προοπτική απ’ τον πόλεμο εμείς’.
Πρόκειται για μία συλλογή μισή πόλεμος και μισή μοναξιά. Ο πόλεμός της, φυσικά, δεν κρύβει οποιοδήποτε πάθος για καταστροφή ή για βία. Είναι πόλεμος με τα σύμβολα, δηλαδή έννοιες που προσωποποιούνται και γίνονται χαρακτήρες: Είναι ο ‘αδέσποτος καημός που ψάχνει αγέλη’, ο ‘όλεθρος που μας ψάχνει’ κι εμείς ‘τον απειλούμε με νάρκες’, οι ‘αναστεναγμοί μας, που τούς κρατάμε απ’ τα λουριά’.
Ίσως το βιβλίο κάνει αυτές τις έννοιες ανθρώπινες ώστε να έχει νόημα να τις πολεμάμε. Διότι: πώς πολεμάς κάτι μη-ανθρώπινο;
Αν το βιβλίο, λοιπόν, είναι πράγματι μισό πόλεμος και μισό μοναξιά, ο εχθρός του μοιάζει να ‘ναι κάποιες έννοιες υπαρξιακές. Ο πόλεμός του, δηλαδή, αποτελεί άλλη μια όψη της μοναξιάς.
Μέρος ΙV
(ή: άτιτλο #4)
για χρόνια όλοι μάς λέγαν πως πετάγαμε στα σύννεφα | πλέον είμαστε τόσο βαθιά μες στο σύννεφο | που όλα μας τα όνειρα καταιγίδες
Στο Μέρος IV υπάρχει ξανά Β’ ενικος, απεύθυνση—όμως εδώ τα πράγματα αγριεύουν: Έχουμε την απαίτηση ‘πες μου’, έχουμε το ‘ρε,’ (με κόμμα) στην αρχή κάποιου στίχου. Έχουμε επίσης ‘ανάκτορα’, να βλέπουν ‘ορδές’ να έρχονται καταπάνω τους, κι οι ορδές, ‘στο ένα χέρι κρατάν την πείνα’, μάς λέει, και ‘στο άλλο το αυτόματο’.
Ταυτόχρονα, επιστρέφουν και τα λουλούδια—τα λουλούδια που είχαν εξαφανιστεί μετά το Μέρος Ι, μαζί με το φως, και το χρώμα του φωτός. Ο Μάστορας μάς λέει: ‘για να υπάρξουμε όλοι οι τελευταίοι | για να προλάβουμε να μιλήσουμε | με τη φορά του ανέμου | με τη ρητορική των λουλουδιών.’
Και μετά γράφει: ‘Εγώ τον ουρανό μου δεν τον κλαίω πια, τον οπλοφορώ.’ Προσέξτε όμως πως: πρόκειται για τον ουρανό μου. Ενώ, θυμηθείτε, στο Μέρος Ι υπήρχαν σπασμένοι ουρανοί, και στο Μέρος ΙΙ ουρανοί πέφτανε και θέριζαν κεφάλια—δηλαδή στο βιβλίο υπάρχουν πολλαπλοί, αλλά προσωπικοί πολλαπλοί, ουρανοί. (Πρόκειται για ακόμα μια ένδειξη πως το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στην μοναξιά και την συλλογικότητα, στο τι συμβαίνει μέσα μου και τι βιώνουμε όλοι εμείς.)
Μέρος V
(ή: άτιτλο #5)
όταν το χάος φωτίζει | εμείς σβήνουμε | δε μας χωράει όλους πια το φως
Εδώ έρχεται η ήττα, η παράδοση μπροστά στο χάος. Αλλά, ταυτόχρονα, και μια σιωπηλή κυριαρχία—γιατί πλέον ο φόβος έχει εκλείψει.
Ο Μάστορας μάς λέει:
‘Από ένα βάθος κι έπειτα | δεν πιάνει κανένα έλεος | σταμάτα να εκλιπαρείς’
Στο άτιτλο του Μέρους V έχουμε λοιπόν επιστροφή φωτός—του φωτός που μετά το Μέρος Ι είχε σβήσει. Το φως, μάλιστα, επιστρέφει διπλά: α) μέσα από την μάχη του με το χάος, β) μέσα από την φωτιά, δηλαδή μέσα από τα ‘φυτίλια’ και τα ‘μπαρούτια’ στο ‘σπίτι όπου ζει το Μαύρο’, μέσα από την προσωπική φωτιά που ‘παίρνουμε επ’ ώμου’ για να τα κάνει ‘όλα και πάλι οικειότητα’.
Και πριν κλείσουμε με το Μέρος VI—με το τελευταίο μέρος που μας μιλά για το μέλλον που φαντάζεται ο Μάστορας πως έρχεται—έχουμε μια τελευταία, σημαντική παρότρυνση:
‘κοίτα να μη λυγίσεις | ν’ αρπάζεις | για κάθε βράδυ την πανσέληνο απ’ το θάμπος της | και να την κάνεις ένα φάρο να φωτίζουμε | βαθιά μες στα κρησφύγετα | των ολομόναχων’
Μέρος VΙ
(ή: άτιτλο #6)
θα συναντηθούμε εκεί που ο ουρανός ξαναρχίζει | ακολούθησε το κόκκινο | είναι ένας ήλιος τρελαμένος | που απασφαλίζει χρώματα
Κι εδώ, τέλος, επιστρέφει και το χρώμα του φωτός—το τρίτο σύμβολο του Μέρους Ι που είχε χαθεί—μέσα από έναν ήλιο ‘που απασφαλίζει χρώματα’. Εδώ υπάρχει ελπιδοφόρος Β’ ενικός: ‘ακολούθησε το κόκκινο’—και λέω ‘ελπιδοφόρος’ επειδή συνεχίζει: ‘θα συναντηθούμε εκεί που ο ουρανός ξαναρχίζει’. Δηλαδή, ο ουρανός του βιβλίου, από πολλαπλός αλλά προσωπικός, έγινε ξανά μοναδικός, και άρα κοινός για όλους μας. Και, αφού ‘ξαναρχίζει’, πρόκειται για έναν νέο ουρανό. Θα μπορούσε λοιπόν ο Μάστορας να λέει: θα συναντηθούμε σε έναν νέο κόσμο.
***
Η συλλογή μάς περιγράφει μεγάλες μάχες, κοσμογονίες, και συντέλειες—σκηνές όπου η κάμερα έχει στηθεί μακριά, πανοραμικά. Και, ταυτόχρονα, άλλοι στίχοι της φτάνουν βαθιά μέσα στον εσωτερικό κόσμο, στην απομόνωση, στην θλίψη—δηλαδή στο κοινό στοιχείο των ανθρώπων (ή τουλάχιστον όλων των ‘εμείς’).
Το εξώφυλλο έχει ως γραφιστικό ομόκεντρους κύκλους. Θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε στόχο βολής, για τα ‘περίστροφα’ του τίτλου. Θα μπορούσαν όμως, εναλλακτικά, οι ομόκεντροι κύκλοι να συμβολίζουν την περίστροφη θέαση της μοναξιάς που το βιβλίο επιχειρεί: να αποτυπωθεί η μοναξιά απόλυτα, σαν κάποιος να την φωτογράφισε από όλες τις πλευρές και αποστάσεις. Είναι δηλαδή η μοναξιά όλων μας—όλων των ‘εμάς’—κι άρα η μοναξιά μετατρέπεται σε συλλογικότητα.
Εν τέλει, πρόκειται για ένα απατηλά ταπεινό βιβλίο. (Δείτε το ήσυχο εξώφυλλό του.) Όμως η αποστολή του, κρυφά, είναι να αλλάξει τον κόσμο. Ξεκινάει ενημερώνοντάς μας πως: “το ξέρουμε κι οι δυο” (συγγραφέας και αναγνώστης) ότι αυτός ο κόσμος είναι λάθος. Τελειώνει με ένα happy ending—όμως όχι ακριβώς: το κλείσιμο είναι επικό, μεν (μια τελική λυτρωτική έξοδος) μα, ταυτόχρονα, είναι και μια επιστροφή στην αρχή, στην ματαιότητα, διότι το κλείσιμο αποδεικνύεται ουτοπικό. Αυτό μας το εξομολογείται πλαγίως ο ίδιος ο Μάστορας, με το προτελευταίο ποίημα της συλλογής (με τίτλο: ‘Τώρα κατορθώνουμε ύψη’) όπου το ποιητικό υποκείμενο φαντάζεται την ουτοπία ως κομήτη, που μια μέρα θα αλλάξει τροχιά, και θα πέσει πάνω μας. Το τέλος, λοιπόν, είναι μια επιστροφή στην αρχή—στην ελπίδα του Μέρους Ι και την οδύνη του Μέρους ΙΙ… και ούτω καθεξής—όμως οι αναγνώστες δεν επιστρέφουν στην αρχή ίδιοι. Πλέον είμαστε οπλισμένοι με νέα γνώση: τώρα πια μάς οδηγεί η γαλήνη του νέου κόσμου που το βιβλίο φαντασιώνεται—ακόμα κι αν το Μέρος VI αναβάλλει την άφιξη της γαλήνης, αόριστα, για το μέλλον. (Βλέπε: ‘θα συναντηθούμε’ και ‘θα βγούμε έξω υπέροχοι.’)
Η ουτοπία για την οποία μιλά το βιβλίο, τελικά, είναι η ελπίδα. Και, αφού δεν είναι λέξη αυτή για τα δόντια μας, η φύση της κι η διαδρομή της περιγράφονται στο βιβλίο πλαγίως, ή αλλιώς ανοικειωμένα. Αν αποστολή της ποίησης είναι να δίνει νέα μάτια για να βλέπουμε τον κόσμο, τότε αυτό το βιβλίο μάς δίνει ένα νέο είδος ελπίδας να κουβαλάμε: Είναι η ελπίδα που προκύπτει παρατηρώντας την μοναξιά, περίστροφα.
Σημείωση: Οι τίτλοι των ποιημάτων του βιβλίου Η μοναξιά περίστροφα,
αν διαβαστούν στην σειρά, συνθέτουν ένα δικό τους, παράξενο, ποίημα.
Ο Μάνος Αποστολίδης (γεν. 1993) ζει στην Θεσσαλονίκη. Εργάζεται ως φαρμακοποιός σε κοινωνικό φαρμακείο. Ασχολείται με την πεζογραφία, κι έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά και ανθολογίες. Ασχολείται και με την μετάφραση, με ιδιαίτερη αγάπη και ζήλεια για το έργο του Ντ. Φ. Γουάλας. Όταν κοιμάται, έχει όνειρα μουσικής. Τέλος, ο Μάνος—που μιλάει σε τρίτο πρόσωπο για τον εαυτό του—θα είναι σύντομα διδάκτορας Δημιουργικής Γραφής (University of Dundee).
Ιστοσελίδα: Pseudo-scientific Humanities