Άκρη τα μάτια σου δε βρίσκουν να σταθούν
στην πιο γαλάζια γειτονιά ενός κόσμου στενού,
μετρούν τις νύχτες τα πουλιά, τις μέρες κάποια σώματα ξεχασμένα.
Ξυπνώντας κάποτε δεμένος σε κλουβί στη μέση της Ασίας
αναζητάς τον ουρανό και τρία κύματα που διάβασες επάνω τους
το ανάστημα της μοίρας, αν τότε γνώριζες πως ήταν ξένη
τι θ’ άλλαζες; Θέλω να πω,
θα βούταγες ξανά;
Εδώ που σου ΄λαχε να ζεις, δίχως ψυχή για τελειωμό
μ’ ένα φεγγάρι αυτουργό ν’ ακολουθεί τα βήματά σου,
να ξετυλίγει τη βροχή σε προφητείες χάρτινες για βασιλιάδες λαϊκούς
κι εσύ να νιώθεις λυπημένος,
ν’ αναπολείς ελευθερίες, κόκκινα σμήνη και πράξεις ηρωικές,
σ’ άλλων ανθρώπων τις ζωές να ζητιανεύεις λιγάκι χώμα.
Κι αυτό το κρύο του Νοτιά, όρτσα στα τρυπημένα σου σκοτάδια,
καθώς η πάχνη στέκεται στον τρόμο της φωνής,
μ’ αποτυπώματα υγρά να δένει τα ανείπωτα·
θυμήσου
εγώ ήμουν καλός, εγώ προσπάθησα, εγώ είδα, εγώ φίλησα
αυτά τα πέτρινα χείλια όλο αλμύρα, γύμνια και σιωπή
μια ροή ξεχασμένης ανάσας, η ανάγκη μας,
κάθε εποχή και μια γέννα κι ο πόνος μας παρέμενε βουβός.
Θυμήσου
κάποτε μεθούσαμε τραγουδώντας μοιρολόγια για ζωντανούς,
κάποτε μοιάζαμε άτρωτοι,
μαζεύαμε, γκρεμίζαμε, σκεπάζαμε
τους ραγισμένους τρούλους των κορμιών μας μ’ ανατριχιάσματα
κι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, όλα τότε,
γινόντουσαν αληθινά, έξω από μας,
μια θρησκεία που διασχίζαμε, που τη λερώνανε τα δάχτυλά μας,
που τη χαϊδεύανε τα δάκρυά μας,
σε κατηφόρες κι ανοιχτωσιές, στο δρόμο προς το σπίτι,
σκαλίζαμε την άκρη της ζωής
λέξη λέξη, χάδι το χάδι, σιωπή τη σιωπή.
Η Υακίνθη Στρατοπούλου ζει και εργάζεται στην Αθήνα μοιράζοντας παράλληλα τον εαυτό της σε καμβάδες και λέξεις.