Ποιητές και ποιήτριες από όλη την Ελλάδα καταθέτουν το μήνυμά τους για να συντεθεί ο ύμνος – κατευόδιο προς τα θύματα της τραγωδίας των Τεμπών αλλά και φυλαχτό για τον αγώνα όλων αυτών των ανθρώπων που θα θρηνούν εσαεί τους αγαπημένους τους.
Ο ύμνος ως ελάχιστος φόρος τιμής, θα αποτελεί ένα έργο εν προόδω, όσο οι ποιητές θα μιλούν και θα μιλούν μέχρι αυτός ο κόσμος να γίνει ο παράδεισος και όχι η κόλασή μας. Γιατί αν θέλουν οι λέξεις, βρίσκουν τον δρόμο, όταν τα δάχτυλα βουτηγμένα στο λιτό μέλος της ψυχής, τις οδηγούν.
Επιμέλεια σύνθεσης: Άννα Ρω με την πολύτιμη βοήθεια της Σοφίας Χανιωτάκη
Κήπος την άνοιξη με άνθη και πουλιά
Για αυτόν τον κόσμο είμαι νεκρός.
Στο όνειρό του, όμως, αναπνέω.
Απόψε μιλώ για τα ωραία πουλιά
ωδή αντηχεί στις ράγες του νου,
ανάλαφρα ανοίγουν, απλώνουν φτερά
κι αφήνονται στη ζεστασιά τ` ουρανού.
Κάποτε καμάρωναν πουλιά στο κλαρί της γης.
Σφιχτά το κρατούσε η νιότη τους,
ως μια στιγμή που βουή του Άδη έγκατη τα σκόρπισε.
σε ουρανούς απρόσιτους των ματιών μας.
Εμπιστεύτηκαν την άνοιξη.
Ήταν που περίμεναν πως θα΄ ρχόταν και πάλι
δίχως να ξέρουν πως τις αποδημίες
ο καιρός δεν τις όριζε μα οι άνθρωποι.
Σφύριξε το τρένο της οργής, τρέχει, τρέχει στον κάμπο,
τα μεγάλα κυπαρίσσια ρομφαίες στα μάτια τους, ανάβουν
στο στήθος σπινθήρες δικαιοσύνης, ο ίλιγγος, τα ουρλιαχτά,
η φωτιά, σίδερα μπηγμένα στα πολυτελή τους γραφεία.
Συρμός Intercity 62, η σάρκα του αιωνόβιο μεστό σκοτάδι,
τα χέρια του πυρακτωμένα σίδερα
ξερίζωσαν τα φτερά των πουλιών της νιότης.
Έτσι, η αγκαλιά της άνοιξης έμεινε ορφανή από όνειρα.
Ποια ώρα, ποια μοίρα, ποιο χέρι εγκληματικό,
παιδιά όλων μας,
σας μεταμόρφωσε σε μαυροπούλια
που χαθήκαν σε ματωμένο ουρανό;
Διαβατάρικα πουλιά
Στο βαγόνι της ζωής
Αφήσατε ακούσια
Μηνύματα θλίψης και οργής.
Μαύρα ωκεάνια κύματα ορθώνεται η οδύνη
φρίκη που μαίνεται αδάμαστη
και καταπίνει αθώες φωνές,
όνειρα, καθάριες ψυχές.
Δεν ήταν πενήντα εφτά οι ψυχές.
Γιατί κανένας δεν μετρά
τα εξαϋλωμένα τα κορμιά
που ίχνη δεν αφήσαν πουθενά.
Δεν θυμάμαι αν ήταν βράδυ ή πρωί, πληροφορία δίχως σημασία.
Θυμάμαι μόνο ομίχλη, πάχνη, καπνό, φωτιά, λιωμένες λαμαρίνες.
Θυμάμαι μόνο ανθρώπους – θύματα, φωτογραφίες στις ειδήσεις, σκοτωθήκαν.
Θυμάμαι. Και θα θυμάμαι. Πάντα.
Πως…
Απρόσμενα, τελείως ξαφνικά
της ζωής τους κόπηκαν τα νήματα.
Όμως κανείς που `μεινε πίσω δεν ξεχνά
κι οι ψυχές τους γίνανε ποιήματα.
Για τα αξόδευτα νιάτα, τα νοθευμένα όνειρα,
τις φρούδες ελπίδες,
απάγγειλε ποιητή το κύκνειο άσμα τους,
στις σκουριασμένες ράγες.
Τώρα φυσά ο άνεμος
και φέρνει γέλια που χάθηκαν
βοστρύχους κοριτσιών και τραγούδια.
Της νιότης σκοτεινά ενθύμια.
Φύγαν πετάξαν τα πουλιά
Φτερά στον Όλυμπο με τους θεούς
Κι άλλα με άσπιλο Θεό στους ουρανούς
Μάρμαρο κάρβουνο το ρίγος της φωνής τους…
Μια γεύση σιδήρου στο στόμα.
Δια πυρός και σιδήρου κατώφλι.
Πλανάται επ’ άπειρον θλίψη.
Στα αστέρια το αντίο έγινε ρίψη.
Οργισμένη η πάμφωτη νύχτα
ουρλιαχτό στην απαξίωση της ζωής
κι ένας ορυμαγδός θανάτου το πέρασμα
στoν Μάρτη που δεν θα ‘ρθει ποτέ.
Κομμάτια πάγου πάνω στην άμμο, η θάλασσα απαθής,
και μουσική καμιά να ενώσει την τήξη με την θερμότητα.
Μόνο το κόκκινο τρένο με ταχύτητα 160 km/h, φορτωμένο εφηβικά όνειρα,
σαν φερμουάρ, έκοβε στη μέση τη σιωπή, αλλά το χιόνι την έκλεινε πίσω του.
Μην κλάψεις τους στήμονες και τη γύρη, μη•
μην κλάψεις τα φύλλα, μάνα, που σκορπίσανε.
Τα πέταλα να κλάψεις που δεν πρόλαβαν
αγάπη να μετρήσουν.
Για όσους χάθηκαν στα Τέμπη ένα βράδυ
για όσους πέταξαν ψηλά μες στο σκοτάδι
δίχως ακόμα να `χουνε φτερά
το πένθος δεν θα μείνει στην σιωπή
μέχρι το δίκιο τους στο φως έξω να βγει.
Γιατί…
γίναμε όλοι οι μάνες που απόμειναν
θρηνώντας τα κακοδιωγμένα τους πουλιά
τις μέρες πριν μιαν άνοιξη
που ντράπηκε να ‘ρθει.
Γιατί έγιναν όλοι λευκοί Άγγελοι που έχασαν τα βήματά τους
πνιγμένοι στην ομίχλη που σκέπασε το τρένο της αιώνιας φυγής.
Σκουριά αιώνων είχε το μαχαίρι που έκοψε το νήμα της ζωής τους.
Μορφές αθανασίας ανάσαναν στα μάτια τους.
Ολιγόχρονο στα Ύστερα μονάκριβό μου, Πένθιμή Μου Γέννα ∙ Χαρά μου
Ας πέθαινες από έρωτα στους Σφένδαμους, αν ήταν να ‘ναι θάνατος.
Με το ένα σου χέρι, με ένα μικρό σου κομμάτι
σε στάση προσοχής στα απολεσθέντα θα ζήσω.
Και θα σε περιμένω. Στον σταθμό. Με το ψαθάκι μου φορεμένο.
Ένα μπουκέτο παπαρούνες, βατραχοπέδιλα,
τα ξυλάκια από το σούσι και το παπούτσι σου.
Μην μπεις ξανά, θα σου μιλώ.
Και πάντα κάπου μια ελπίδα θα παγώνει
Και πάντα κάπου θα αργεί να βγει η Αυγή
Και πάντα κάποιος θα προσμένει ένα βαγόνι
Που ξεκινώντας είπε “πάμε κι όπου βγει”.
Με ένα εισιτήριο στα χέρια
έναν ουρανό στα μάτια
και μια αλήθεια δηλητήριο να στάζει απ΄ τα χείλη
και να μας λιώνει τα σωθικά.
Και μετά…
Στο τρένο του θανάτου
οι πόρτες κλείσαν ερμητικά
με τον Χάρο συνεπιβάτη
για τους πενήντα επτά…
Βάρυπνη η άυλη πύρινη φτερούγα σαν πλάσμα απόκοσμο,
αθώρητο σταλάζει με ασίγαστο θυμό σε οδοντωτά δοξάρια
μελανά βάφοντας τα άμφια της ζωής.
Χωνευτήρι άγριων οδυρμών η αχερουσία μεταλλική θάλασσα.
Ανταριάζει η πλάση κι ολολύζει απόψε
αλί, οι ψίθυροι στις ράγες σβήνουν·
σιωπή εκκωφαντική που καταπίνει
παρόν και μέλλον – θαρρείς ένα σώμα.
Οι ελπίδες στολισμένες με άνθη
κάλπαζαν στον μεγάλο κάμπο
να ανταμώσουν τους κήπους,
να γεμίσουν αρώματα τη ζωή
που πληγωμένη αιμορραγούσε
κάτω από τον μεγάλο ξύλινο σταυρό.
Άνοιξη, λένε, παντού. Μολονότι
χάσκει στον καθένα μπροστά το δικό του πηγάδι.
Όμως εκεί έχει μόνο αστερόσκονη, που πασχίζει να γίνει σώμα
με ψυχή από λέξεις ερωτηματικές, προστακτικές, αμείλικτες αστραπές.
Σσσσσ…
Τα παιδιά επιστρέφουν στην κοιλάδα των νεφών
Σαν ξεροβόρι που λικνίζει τα χιονισμένα πεύκα
Σαν φωτεινά πουλιά στο περβάζι κάθε σούρουπο
Προστατεύοντας το σώμα τους, μακριά απ’ τη βροχή.
Στάθηκαν ξυπόλυτα στο βαγόνι,
το σώμα τους πονεμένο και ματωμένο
διψούσαν, πεινούσαν∙
μόνο ψίχουλα βρήκαν
σκορπισμένα στης κοιλάδας τα συντρίμματα
κι αυτά, ούτ’ ένα περιστέρι δεν τα πλησίαζε.
Δεν φύγαμε ποτέ, είπαν, τον άνεμο περιμέναμε
στο μονοπάτι της δικαιοσύνης
να έρθει η εποχή της ελευθερίας
από τον φόβο στα χαλάσματα των ανθρώπων.
Άκουσε τη φωνή μας,
τον τριγμό από τα σπασμένα μας φτερά,
την τελευταία μας κραυγή
και σκέψου.
Σαν πέσει η νύχτα μην κοιμηθείς.
Δεν είν’ η αγρύπνια μοναχά για του Επιταφίου τη νύχτα,
μα για κάθε βράδυ
που κηδεύεται η συνείδησή σου.
Ράγισε πάλι ο ουρανός
την τελευταία νύχτα του Φλεβάρη.
Πάγωσαν κορμιά, έκλεισαν μάτια
ζωές μαράθηκαν από τ’ άδικο.
Κι αλίμονο…
Από τη μια δακρυρροούσε η άνοιξη και από την άλλη/
Πουθενά ένας Βιβάλντι/
Για να περνούν οι εποχές χορεύοντας/
Και να ανθοφορεί η αιωνιότητα.
Φύγανε ξανά τα χελιδόνια
Πέρασαν απ’ την κοιλάδα
Φτεροκοπώντας εκκωφαντικά
Μόλις μια μέρα πριν την άνοιξη.
Σε μια γυάλινη σιωπή, επιστρέφουν
ξανά και ξανά στα όνειρα ετούτα τα πουλιά.
Μένει σαν νόημα βραχνό μνήμη γδαρμένη
κι ένα χρέος-σπαθί να ωριμάζει.
Και να που η άνοιξη στέκει πάλι μουδιασμένη,
ασάλευτη στην τελευταία αποβάθρα των συρμών,
μια υπόσχεση αθανασίας δίκαια προσμένει,
γιατρειά στην σακατεμένη μνημοσύνη των καιρών.
Δ. Λαμπρόπουλος
Κι η μάνα; Πέθανε κι αυτή ξανά
Το σώμα της ένας συνδετήρας ανάμεσα σε Φλεβάρη και Μάρτη.
Οι μόνοι ζωντανοί, οι μνηστήρες της εξουσίας και του πλούτου.
Δικαίωση θύματα τρένου
Όχι,
δεν είναι πρόταση
ρήματα θα γεννήσει η πράξη.
“Στείλε μου όταν φτάσεις”.
Δεν φτάσαμε ποτέ.
Στις ράγες όλοι εμείς
και το τρένο θεριστής.
Τελικά, η ιστορία κατέγραψε…
Στα Τέμπη μια έκφραση
άλλαξε σημασία.
Έχασα το τρένο τώρα
σημαίνει ότι ζω.