Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*
Η Βάσω Χριστοδούλου με το τρίτο ποιητικό της βιβλίο παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό τριάντα εννέα ελευθερόστιχα ποιήματα σε λόγο τολμηρό και καταγγελτικό και με διάθεση αποκαλυπτική σε ό,τι αφορά στη δική της διακριτική αλλά και διακριτή παρουσία μέσα σ’ έναν κόσμο που μοιάζει αποπνικτικός και αποτελματωμένος. Στην ανά χείρας συλλογή με τον προστακτικό αλλά και κυνικό τίτλο Κάνε με (εκδόσεις Καζανάκι, 2023) ο κόσμος τεμαχίζεται σε φέτες και αναπαριστάται με χώρους περιοριστικούς, μικρούς και τετραγωνισμένους. Σε αυτόν τον θλιβερό χώρο η μοίρα στροβιλίζεται παρέα με μια τυφλή εμπιστοσύνη (σ. 8) εντείνοντας την απόγνωση που κατατρύχει την ποιητική φωνή, η οποία τοποθετεί εαυτόν παράμερα, περιθωριοποιημένο από κάθε είδους γίγνεσθαι, σε μια γωνιά σαν να είναι τιμωρημένος για κάποιο εκ γενετής ατόπημα. Η ποιητική φωνή εξηγεί ακόμα και την αγάπη ως μια προσπάθεια συμφιλίωσης με τον εαυτό και γειτνίασης με τον θάνατο, με το τέλος της ύπαρξης. Αν η αγάπη εκπέσει, δεν θα υπάρχει το έρεισμα που κρατεί την ύπαρξη αυτή στη ζωή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποιητική φωνή, συνειδητοποιημένα αλλά και θέσφατα, επιλέγει τη βιωτή μέσα σε μια ψευδαίσθηση, σ’ ένα περιβάλλον που της επιτρέπει την αναπνοή σε δόσεις χωρίς να της αφήνει περιθώρια αντίδρασης, πόσο μάλλον δραπέτευσης από τον κυκεώνα της θλίψης και της απόγνωσης.
Σε μια ενδιαφέρουσα ποιητική παρομοίωση ο χρόνος μοιάζει με το μπλε των ματιών αλλά και το μπλε της φλέβας, και η αναμονή συνταιριάζει με τη ματαίωση, με τον πόνο. Ένας πόνος ανέγγιχτος, απλησίαστος, αγιάτρευτος. Ο χρόνος επιτείνει την αίσθηση αυτού του πόνου και η άπληστη, επώδυνη έλευσή του φέρνει προ τετελεσμένου την ποιητική φωνή που πασχίζει να μαζέψει κάθε φορά τα κομμάτια της καρδιάς της. Η καρδιά της δεν είναι κόκκινη αλλά μωβ και πένθιμη, καθώς ο εσωτερικευμένος πόνος που κουβαλά βιώνεται σωματικά και προκύπτει από μια διπλή ματαίωση. Αφενός έχουμε την εξωτερική ματαίωση γύρω απ’ τον κόσμο, από όσα συμβαίνουν και διαπερνούν το ποιητικό εγώ, όπως τα προσλαμβάνει και αφετέρου την εσωτερική ματαίωση που πηγάζει από την επιδραστικότητα του αγαπημένου προσώπου. Το τραύμα ή η πληγή που έχει δημιουργηθεί στην ψυχή από ένα πρόσωπο, που πλέον δεν είναι παρόν, αντανακλάται στο σώμα του ποιητικού εγώ και εκδηλώνεται με μια τάση αποτίναξης όσων το θυμίζουν.
Δεν είναι λίγες οι φορές στην ποίηση της Χριστοδούλου, όπου δίνεται η εντύπωση ότι η ποιητική φωνή πελαγοδρομεί στην ελπίδα, σε μια διαδρομή φαντασιακή, απρόσμενη και πάντα ίδια. Μοιάζει αυτή η παράδοξη διαδρομή, είτε πρωινή είτε βραδινή, να λειτουργεί ως πυξίδα σε έναν δρόμο που οδηγεί στο πουθενά και εδράζεται στη μνήμη. Η μνήμη είναι εκείνη που ξυπνά στον ποιητικό κόσμο της Χριστοδούλου την αγάπη απ’ τον λήθαργό της. Αξίζει να δούμε από κοντά το ποίημα «Οφηλία» (σ. 16), όπου συγκρίνεται η αγάπη της σαιξπηρικής ηρωίδας με την αγάπη του ποιητικού υποκειμένου.
την αγάπη τη μετράνε
με το πόσο υποφέρουν
αν πεθάνουν κιόλας
ότε μιλάνε για την απόλυτη θέωση
την αγάπη τη μετράω
με ποιήματα σε αποδείξεις ποτών
να ξεχαστώ
πιο μη μετρήσιμο μέγεθος
απ’ την αγάπη δεν υπάρχει
τι ρέστα
ποιο χρέος
όλοι απλήρωτοι
και χρεωμένοι
θα φύγουμε
με τσέπες γεμάτες πέτρες
μόνη ευχή στο τέλος
να μην πέσουμε σε ρηχά νερά
Αυτή η αναθεώρηση ή η διαφορετική πρόσληψη της απόλυτης αγάπης εμποτίζεται από λόγο σκωπτικό που εντείνεται στα ποιήματα «Ραπουνζέλ» (σ. 17) και «τα θηλυκά γράφονται με ήττα» (σ. 18), όπου η πληρότητα, κατά βάση συναισθηματική, είναι ουτοπία στριμωγμένη σε μια λέξη. Αυτή η στυφή παρατήρηση συνοδεύεται από μια υπόκωφη αλλά και σθεναρή κραυγή που εμποτίζει την καθημερινότητα. Με τρώει η καθημερινότητα/ με ροκανίζει με τα σάπια δόντια της, γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «πωλείται» (σ. 19) Στα ποιητικά κείμενα της συλλογής επιχειρείται η συμφιλίωση με έναν φανταστικό φίλο, ενδεχομένως είναι και ο ίδιος ο εαυτός του ποιητικού υποκειμένου, που μοιάζει με ένα φοβισμένο λιοντάρι δωματίου αδύναμο να αντιδράσει και να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία του απέναντι στο ποιητικό εγώ, όπως ανιχνεύεται στο ποίημα «ανηλικίωση» (σ. 20) Παράλληλα, είναι στιγμές που η ποιητική φωνή αλυχτά και ξεσπά για όλα τις υποσχέσεις που έμειναν ανεκπλήρωτες και για όλα τα «ναι» που έμειναν στα λόγια. Έτσι, η επέλαση της μοναξιάς με στυλοβάτη της την αυτολύπη μοιραία βαραίνει τους ώμους της ποιητικής φωνής που παίζει σε μια παρτίδα σκάκι a priori χαμένη. Ο λόγος της Χριστοδούλου είναι διαπιστωτικός, παρηγορητικός και ψύχραιμος χωρίς να λείπουν οι κατηγορηματικές και καταγγελτικές εξάρσεις, δείγμα της αληθινής, απροσποίητης ποίησης. Πολλές φορές η ποιήτρια χρησιμοποιεί το πρώτο πρόσωπο επιτείνοντας την εξομολογητική και αυτοαναφορική χροιά της πένας της. Συγχρόνως, το πρώτο πρόσωπο ενισχύει την αποτύπωση της αλήθειας – η οποία είναι και το ζητούμενο, όπως αναφέρεται στο ποίημα «λυπημένα καθάρματα» (σ. 27).
Το μωβ χρώμα επανέρχεται στην ποίηση της Χριστοδούλου και εκτός από την καρδιά που πενθεί, χαρακτηρίζει και το παράφορο χαμόγελο, το οποίο ενδύει το άλφα της στέρησης, ο πόνος της μοναξιάς και η ανάγκη μουδιάσματος του σώματος (εξ ου και οι αναφορές στο αλκοόλ και το μεθύσι ως όπλα αντιμετώπισης της συναισθηματικά ενεργούς ταυτότητας), ώστε να μην αισθάνεται πλέον τις κακοφορμισμένες πληγές του. Ταυτόχρονα, η σιωπή αποκτά προοδευτικά όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στα ποιητικά κείμενα της συλλογής. Συγκρούεται με το χαμηλοτάβανο ποιητικό εγώ, φτύνει την ασημαντότητα του κόσμου, ενοχοποιεί τη βία που ασκεί το ποιητικό εγώ στον εαυτό του, αφήνει περιθώρια σε ερωτηματικά να ξεφυτρώσουν διαδοχικά και επικουρεί τον μαρασμό που βιώνει η ποιητική φωνή από την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Ως προς το τελευταίο, συχνά η απουσία δημιουργεί είτε την ψευδαίσθηση της επικείμενης άφιξης και αναζωογόνησης είτε εκφράζεται με καταστροφικές για το ποιητικό εγώ συνέπειες. Και είναι ασυγκρίτως ευκολότερη η απογύμνωση του σώματος μπροστά στο αντικείμενο του πόθου σε σχέση με το ξεγύμνωμα της ψυχής. Ενδεικτικό το ποίημα «δε μιλάμε» (σ. 39):
να σε κατακτήσω
να μην ξεγυμνώσω μπροστά σου τίποτα
περισσότερο από τα μπούτια μου
τα μπούτια δεν είναι βυζιά
δε θα γίνουν ποτέ κώλος
εκεί η ψυχή μου κρεβάτι αδέσποτων ζώων ή ανθρωπινών
– όποιος προλάβει
εκεί ακουμπάνε τα χέρια μου
πιο άδεια κι από πουκάμισο σε κρεμάστρα
εκεί το βλέμμα μου
όταν η ζωή
με ανάγκασε να κατεβάσω το κεφάλι
να το βουλώσω
μη χάσω το μίζερο βόλεμα
γράφω τον κόσμο στα μπούτια μου
τα ξεδιψώ με δάκρυα και κρασί
και φτύνω πάνω τους
τα σάλια της λαχτάρας
Η σιωπή οπλίζει το χέρι της ποιήτριας να γράψει στίχους αποκαλυπτικούς και ειλικρινείς. Η σιωπή επανέρχεται σταθερά στην ποίησή της, σημαίνει άλλοτε το τίποτα κι άλλοτε το παν, ενώ μοιάζει με το χειρότερο θάνατο, αυτόν από ασφυξία.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί η υφολογική και θεματική συγγένεια της ποιήτριας με αυτόχειρες ποιητές, όπως λ.χ. ο Κ.Γ. Καρυωτάκης και η Κατερίνα Γώγου. Για την ποιήτρια η πληρότητα ισοδυναμεί με την ανεπάρκεια, ενώ η αυτοχειρία ως πηγή έμπνευσης αλλά και ως πραγματικότητα είναι παρούσα στους στίχους της. Και αυτή, ακριβώς, η δεξαμενή ποιητικού σκιρτήματος συνταιριάζει με τη μίζερη, μαραμένη και απεγνωσμένη παρουσία, που μετεωρίζεται μεταξύ φαντασιακού και πραγματικού, μεταξύ ψευδαίσθησης και ρεαλισμού, και συνδέεται άρρηκτα με την ανάγκη του ανήκειν κάπου. Είναι κάτι πλάσματα/ που κουβαλάνε στους ώμους τους το σύμπαν όλο/ ενώ το μόνο που θέλουν/ είναι να ʼχουν κάποιον να επιστρέφουν/ όταν χάνονται (σ. 47) Ίσως η ποίηση να δίνει στην ποιητική φωνή την ευκαιρία να μη χαθεί, να βγει, αν όχι αλώβητη, τουλάχιστον ζωντανή από μια τυχαία νύχτα, να συμφιλιωθεί έστω και προσώρας με το αφιλόξενο εγώ, να αντιμετωπίσει τις μετωπικές απειλές, να ξεγελάσει τα αφίλητα χείλη της, να μάθει να αρνείται όσα δεν μπορεί ή δεν θέλει ή δεν αντέχει, χωρίς να λυπάται, χωρίς να φοβάται. Έστω και για λίγο, μιας που ο ανοιχτός διάλογος με τον άλλον και τον εαυτό, όπου οι ρόλοι αλλάζουν διαρκώς, δεν ολοκληρώνεται με το τέλος του βιβλίου αλλά δίνεται η αίσθηση στον αναγνώστη ότι συνεχίζεται και μετά από αυτό.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.