Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*
Η Κυριακή Πλαϊνάκη, έμπειρη και δοκιμασμένη πεζογράφος, συστήνει στο αναγνωστικό κοινό το πέμπτο κατά σειρά μυθιστόρημά της με τον μονολεκτικό τίτλο Μοναστηράκι (εκδόσεις Κάκτος, 2023). Το βιβλίο αυτό, όπως και τα προηγούμενα της συγγραφέως, διακρίνεται για τον ώριμο και μεστό του λόγο αλλά και για την απλότητα και τη διαύγεια της αφήγησης. Η συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί λεκτικά πυροτεχνήματα και βαρύγδουπες και στομφώδεις εκφράσεις, καθώς δεν αποσκοπεί στην εντυπωσιοθηρία και το ξάφνιασμα του αναγνώστη. Τον μαγεύει με τη σαφήνεια, τη στιβαρότητα και την ευθυβολία του λόγου της. Το μυθιστόρημα της Κυριακής Πλαϊνάκη τοποθετείται σε περιοχές της Αθήνας με πιο βασικές την Κυψέλη και το Μοναστηράκι, ενώ στο φόντο κυριαρχούν τα κυκλαδίτικα χρώματα της Άνδρου.
Ο αφηγητής είναι ο Γιάννης Δεκαβάλας, μέσω του οποίου γνωρίζουμε τα πρόσωπα που στοιχειοθετούν τον οικογενειακό ιστό και, βέβαια, τον μυθοπλαστικό καμβά στον οποίο έχει επιλέξει η συγγραφέας να τοποθετήσει τους βαθιά ανθρώπινους ήρωές της και τη δράση τους. Ο Γιάννης είναι γιος του Αριστείδη και της Μάρθας, ενός πολύ αγαπημένου ανδρόγυνου από το οποίο ξεκινά και εκτυλίσσεται η ιστορία του βιβλίου. Ο Αριστείδης με καταγωγή από την Άνδρο είναι ναυτικός, μπαρκάρει σε τάνκερ κάνοντας πολύμηνα ταξίδια σ’ όλον τον κόσμο. Στον πρώτο του γάμο με τη Μαριέττα υπήρξε άτυχος, διότι την αγαπούσε πολύ αλλά εκείνη, δυστυχώς, χάθηκε απροσδόκητα σε νεαρή ηλικία. Απ’ αυτόν τον γάμο απέκτησε έναν γιο, τον Νικόλα, τον οποίο η δεύτερη σύζυγός του, η Μάρθα, όχι μόνον τον λάτρευε αλλά δεν τον ξεχώριζε από τα δικά της παιδιά. Με τη Μάρθα, που κι εκείνη κατάγεται από την Άνδρο, αποκτά δυο παιδιά, την Πολυξένη και τον Γιάννη. Η ιστορία που παρακολουθούμε ξεκινά περίπου με την εκπνοή της δεκαετίας του ʼ50 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Ο Νικόλας μιας και δεν έχει ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα και δεν θέλει να σπουδάσει, εκμεταλλεύεται μέρος της πατρικής του περιουσίας στο νησί, στήνει τη δική του επιχείρηση και μένει εκεί με την οικογένειά του. Η Πολυξένη και ο Γιάννης μένουν στην Αθήνα, στο πατρικό τους σπίτι στην αριστοκρατική Κυψέλη της δεκαετίας του ʼ70. Μια Κυψέλη ολότελα διαφορετική από τη σημερινή. Η Πολυξένη σπουδάζει φιλολογία και ερωτεύεται τον Φιλίπ, έναν βιρτουόζο βιολιστή, τον οποίο ακολουθεί στο Παρίσι, όπου ζουν και εργάζονται, μέχρι τον χαμό του Φιλίπ από κορωνοϊό. Από την άλλη ο Γιάννης σπουδάζει αρχαιολογία αλλά η μεγάλη του αγάπη είναι τα παλιά αντικείμενα. Έτσι, με την οικονομική βοήθεια του πατέρα του ανοίγει τη δική του αντικερί στο Μοναστηράκι. Παντρεύεται τη Ζωή και αποκτούν δυο παιδιά.
Κατά την εξέλιξη του μυθιστορήματος η συγγραφέας φροντίζει να μάς πληροφορεί για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα των κεντρικών ηρώων της, εμβολιάζοντας την αφήγηση με αναφορές σε κάποια δευτερεύοντα πρόσωπα, όπως ο ζωγράφος Ραφαήλ. Ο Ραφαήλ ήταν ανιψιός του Σαμουήλ, που ενοικίαζε το μαγαζί στο Μοναστηράκι από τον Αριστείδη. Με τον Σαμουήλ ο Γιάννης αποκτά μια βαθιά και ουσιαστική σχέση, μια πραγματική φιλία, μέχρι τον χαμό του πρώτου. Η απώλεια αυτή γίνεται αφορμή, για να γνωρίσει ο Γιάννης τον Ραφαήλ και τους πίνακές του. Γίνονται καλοί φίλοι και συνεργάτες, ενώ ο Ραφαήλ συνδέεται συναισθηματικά με την Πολυξένη, μετά την απώλεια του Φιλίπ. Εντούτοις, το κύριο θέμα του μυθιστορήματος επικεντρώνεται στις οικογενειακές σχέσεις με γνώμονα τις αδελφικές. Η συγγραφέας δια στόματος του αφηγητή της, του Γιάννη, μάς παρουσιάζει το πορτρέτο μιας καθημερινής, συνηθισμένης μεσοαστικής οικογένειας, από την οποία δεν λείπει τίποτα. Ούτε οι χαρές ούτε οι στεναχώριες ούτε οι συγκρούσεις. Οι σχέσεις των μελών της οικογένειας ζυμώνονται ανάλογα αφενός με τις νουθετήσεις των γονέων και αφετέρου με βάση τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα και τον κόσμο. Ο θεσμός της οικογένειας διατρέχει το μυθιστόρημα στο σύνολό του και αποδεικνύεται όχι μόνο ισχυρός αλλά καθοριστικής σημασίας για τον δρόμο που ακολουθεί το κάθε μέλος ξεχωριστά. Το πατρικό σπίτι των ηρώων στην Άνδρο είναι το σημείο αναφοράς τους, είναι η πυξίδα τους. Ξέρουν ότι αυτό τούς ενώνει και, φυσικά, δεν πρόκειται για την υλική του υπόσταση αλλά για τις αναμνήσεις, τις εικόνες και τις προσλαμβάνουσες που ενσαρκώνει το σπίτι αυτό. Ο Νικόλας, η Πολυξένη, ο Γιάννης συχνά έρχονται αντιμέτωποι με εντάσεις που δημιουργούν οι ίδιοι και οι οικογένειες που έχουν φτιάξει με τα χρόνια. Ωστόσο, η αφειδώλευτη αγάπη που έχουν για τους γονείς τους, έχει μετουσιωθεί σε ένα πολύ δυνατό συναισθηματικό δέσιμο ανάμεσά τους. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν οι γονείς φεύγουν από τη ζωή, εκείνοι παραμένουν ενωμένοι σαν μια γροθιά απέναντι σε οποιαδήποτε λύπη και οποιοδήποτε πρόβλημα.
Ο άνθρωπος από τη φύση του έχει πάντοτε ενεργό τον εγωισμό του και είναι επιρρεπής στο προσωπικό, πολλές φορές ιδιοτελές, συμφέρον του. Παρά ταύτα η Κυριακή Πλαϊνάκη συγκροτεί ήρωες τους οποίους κερδίζει η αγάπη, η ευαισθησία και η ανθρωπιά. Είναι ο Αριστείδης και η Μάρθα, που παρά τις δικές τους φιλοδοξίες και προσδοκίες, πάνω απ’ όλα θέλουν το καλό των παιδιών τους και παρά τις όποιες αντιρρήσεις, τα στηρίζουν στην ευόδωση των ονείρων τους. Είναι ο Νικόλας, ο οποίος παρά την αρχική του επιρρέπεια σε ό, τι αφορούσε στη διαχείριση της πατρικής περιουσίας, σέβεται τα αδέλφια του, αποδεικνύεται δίκαιος και αμερόληπτος και, παράλληλα, προσπαθεί να σταθεί όσο καλύτερα μπορεί στα δικά του παιδιά. Είναι η Πολυξένη που ποτέ δεν θέλει να επιβαρύνει τα αδέλφια της ούτε να τα απασχολεί με τα δικά της προβλήματα, αντιθέτως τους συμπαραστέκεται με διακριτικότητα. Είναι ο Γιάννης που στήνει με μεράκι την αντικερί του και προσφέρει τα πάντα στα παιδιά του, ώστε να μην τους λείψει τίποτα και να πραγματοποιήσουν τις δικές τους επιθυμίες. Στο Μοναστηράκι η Κυριακή Πλαϊνάκη χωρίς να ηθικολογεί και χωρίς η γραφή της να εμποτίζεται από διδακτισμό και καθωσπρεπισμό, σκιαγραφεί με ειλικρίνεια μια ελληνική οικογένεια, η οποία αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας μας. Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και μεταξύ αδελφών τίθενται στο μικροσκόπιο από τη συγγραφέα, η οποία επιδιώκει να βρει τη χρυσή τομή. Την τομή εκείνη που συνδυάζει αρμονικά τις ατομικές φιλοδοξίες και τα «θέλω» του καθενός με τις ανάγκες και τα «πιστεύω» του διπλανού του. Έτσι η οικογένεια Δεκαβάλα πετυχαίνει τελικά τη συναισθηματική ισορροπία εξομαλύνοντας το όποιο πρόβλημα ή εμπόδιο ανακύπτει, και, συγχρόνως, γίνεται παράδειγμα προς μίμηση για κάθε οικογένεια και, γενικότερα, για κάθε ουσιαστική και γνήσια ανθρώπινη σχέση.
Η Κυριακή Πλαϊνάκη εκκινώντας από τη μικρογραφία της κοινωνίας, την οικογένεια, και ιχνηλατώντας τα στοιχεία εκείνα που δομούν τη συμπεριφορά και τη στάση των μελών της αναμεταξύ τους, επιβεβαιώνει την άποψη ότι όλα ξεκινούν από την οικογένεια ως προς το θέμα της ανατροφής και την ηθική καλλιέργεια των παιδιών, και δίνει το παράδειγμα για τη διαμόρφωση υγιών και αληθινών ανθρωπίνων σχέσεων εδρασμένων στην αγάπη και τον σεβασμό εντός και εκτός οικογενειακού περιβάλλοντος.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.