– Τα ταλαιπωρημένα παπούτσια μου είχαν ήδη αλλάξει χρώμα από το μοναχικό μου παιχνίδι στο έδαφος της παιδικής χαράς, στις αλάνες και τα παρκάκια. Τα δικά σου ήταν επίσης έμπειρα στο τσαλαβούτημα, τις τούμπες και τα σκισιματα. Αλλά καθαρά. Τότε ήταν καθαρά. –
~
Η πρώτη μας προσέγγιση σχεδόν σαν παιδική: θέλεις να παίξουμε;
Φυσικά, σκέφτηκα. Σηκώθηκα βιαστικά και με άγαρμπες κινήσεις προσπάθησα να κάνω τα ρούχα μου περισσότερο εμφανίσιμα. Τα τίναξα με τα βρώμικα χέρια μου, διώχνοντας κάτι μπαγιάτικα γρασίδια στα μανίκια μου και σβώλους βρεγμένης γης κοντά στο φερμουάρ. Βέβαια, τα πρώτα στρώματα της λάσπης από παλαιότερα παιχνίδια στη βροχή έχουν αφήσει εδώ και καιρό καφέ στίγματα πάνω στη μπλε ζακέτα μου. Στίγματα που μάλλον δεν θα φύγουν με ένα συνοπτικό τίναγμα. Το φανελάκι που φοράω από μέσα είναι άπλυτο και ξεχυλωμενο. Κάτι παιδάκια σε άλλες γειτονιές πραγματικά δεν ξέρουν να παίζουν όμορφα. Σπρώχνουν, φτύνουν, τραβάνε, γρατζουνάνε, δεν νοιάζονται. Όπως και να ‘χει. Τινάζομαι και ορθοστατώ, σπρώχνω τη φράντζα μου στα δεξιά και βαραίνω τη φωνή μου. Παραλίγο καθαρός και τακτοποιημένος, παραλίγο ομορφούλης.
Εσύ, από την άλλη, δεν χρειαζόσουν προσπάθεια για να δείχνεις όμορφη. Αν τσαλαβουτούσες σε λιμνούλες από βρόχινο νερό ή αν έφτιαχνες κάστρα στη βρώμικη άμμο τις προηγούμενες μέρες, σίγουρα δεν ήταν εμφανές πάνω σου. Στεκόσουν όρθια, κρατούσες χαμηλά τους ώμους, τα χέρια πίσω από την πλάτη και το κεφάλι γερμένο ελαφρώς στα αριστερά. Χαμογελούσες ντροπαλά, αλλά είχες αυτή την υγιεινή περιέργεια στα ανοιχτόχρωμα, μεγάλα σου μάτια. Παραλίγο χάθηκα. Το πρόσωπό σου καθαρό και φρέσκο, με δύο ρόδινα μάγουλα, ζουμερά και αξιοζήλευτα. Οι δυο καλοχτενισμένες πλεξούδες σου, γαλλικές και σφιχτές, έπεφταν συμμετρικά επάνω στην πλάτη σου, ή μάλλον πρώτα στο πεντακάθαρο, σιδερωμένο, λαδί φουστανάκι σου. Γέλασες διακριτικά βλέποντας τα μουλιασμένα βρύα μαζί με τα χωματα να πέφτουν από τις φόρμες μου. Παρόλα αυτά, έσπρωξες τις τούφες των μαλλιών σου (αυτές τις μικρές πάνω και δίπλα από το αυτί, που δεν μπορούσες να βάλεις στις πλεξούδες σου) με ανοιχτή παλάμη που σέρνεται ταχύτατα πάνω στο πρόσωπο και διώχνει τρίχες από τα μάγουλα και με τα δύο σου χέρια γεμάτα ενθουσιασμό με οδήγησες στα παιχνίδια της παιδικής χαράς. Δεν με τράβηξες, ήσουν προσεκτική και οι κινήσεις σου γλυκές. Σίγουρα όχι όπως φέρονται τα άλλα παιδάκια. Όπως και να ‘χει. Στρίβεις με μια γρήγορη κίνηση, οι πλεξούδες σου διαγραφούν τέλειες καμπύλες στον χλωμό καμβά του Νοεμβρίου και τα σκούρα παπουτσάκια σου βουλιάζουν στο αφράτο χώμα. Όμορφη, προσεγμένη και ορεξάτη.
Παραλίγο σκοντάφτω.
Παίξαμε για λίγη ώρα στα λασπωμένα χώματα της παιδικής χαράς. Εκείνες τις μέρες έβρεχε ασταμάτητα. Σήμερα μόνο το ελαφρύ και ενοχλητικό ψιλόβροχο κάνει παρέα στα λιμνάζοντα νερά των λακκουβών στους δρόμους, στην υγρασία και στις νοτισμένες επιφάνειες. Εμείς όμως παίζουμε. Πολύζυγο, σαν κάτι μαϊμουδάκια που βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση. Απότομη μεταλλική τσουλήθρα και κούνιες με λάστιχα αυτοκινήτου. Γύρω γύρω σε εκείνη την κυκλική πλατφόρμα που έχει τόση πλάκα, με αυτό το δίσκο στη μέση που τον γυρνάς και τον ξανά γυρνάς και γυρνάς και ‘συ μαζί. Είχε πλάκα για αλλαγή να με γυρνάει κάποιος άλλος. Άπλωσα τα χέρια και πιάστηκα από το κάγκελο της πλάτης, έγειρα το κεφάλι πίσω και γελούσα δυνατά. Μ’ άφησες να στριφογυρνάω για κάποια δευτερόλεπτα και μετά μου είπες να σηκωθώ. Ζαλισμένος, παραπατώντας και γελώντας ακόμα, συγκεντρώνομαι στη σιλουέτα σου. Μου λες κάτι σαν:
Ακόλουθα με, ξέρω ένα καλύτερο πάρκο.
Δεν με αφήνεις να γλιτώσω από τη ζαλάδα εντελώς, ξεκινάς να τρέχεις στα σοκάκια της γειτονιάς μας και εγώ τρέχω πίσω σου να σε προλάβω. Έκπληκτος, δίνω ώθηση στις φτέρνες μου και αναπνέω πιο γρήγορα. Δαγκώνεις τη γλώσσα σου όταν τρέχεις, και αυτή εγκλωβίζεται ανάμεσα στα νεογιλά σου δόντια, όσα έχουν μείνει τουλάχιστον. Ταυτόχρονα χαμογελάς στραβά και κατεβάζεις τα φρύδια σου για να συγκεντρωθείς. Σε βλέπω γιατί τώρα σε έχω προφτάσει και ούτε που κοιτάω μπροστά μου. Παραλίγο με ελαττώματα, αψεγάδιαστη δρομέας.
Δεν κοιτάω μπροστά μου. Παραλίγο πέφτω κάτω και τρώω τα μούτρα μου.
Φτάνουμε. Προτείνεις νέα παιχνίδια στο κρυμμένο σου παρκάκι. Δεν έχω ξανά έρθει εδώ. Μου μαθαίνεις κουτσό πάνω σε ζωγραφισμένες πλάκες, παιχνίδια με χρωματιστούς βόλους, σχοινάκι, μαγειρική με φύλλα και πέτρες, μαγαζί με στολισμένες κουκουνάρες, οικογένεια και νοικοκυριό. Περνάω πολύ ωραία. Ωραία μαζί σου. Άκου τώρα:
Σου μιλάω για ιστορίες με φαντάσματα, ταξίδια φαντασίας σε άλλους κόσμους, υπερδυνάμεις, μάχες με κακούς και πώς να σκαρφαλώνεις δέντρα. Εσύ με ακούς με την ίδια περιέργεια που είχες και πριν, με ανοιχτά τα ζωντανά σου μάτια. Κάπως απρόσμενο για μένα αυτό. Δείχνεις ενδιαφέρον. Ακούς, συζητάς, φαίνεται πως νοιάζεσαι. Διακόπτεις, αναρωτιέσαι, ρωτάς. Όπως και να ‘χει. Μένουμε για ώρα έτσι, να συζητάμε και να παίζουμε, να ονειροπολούμε και να ξεκαρδιζόμαστε. Ταιριάζουμε μάλλον. Παραλίγο κολλητοί, παραλίγο κολλημένοι, παραλίγο βράδυ.
Οι γονείς μας θα μας σκοτώσουν αν κάτσουμε παραπάνω έξω. Και πιο πολύ οι δικοί σου, μόλις δουν τις λερωμένες πράσινες πτυχές του φουστανιού σου, τις καφέ πιτσιλιές στις άσπρες φορμούλες σου, τα αναμαλλιασμένα, βρεγμένα σου μαλλιά, τα πλέον ορατά βρώμικα παπούτσια σου. Αλλά δεν ασχολείσαι και πολύ: ό,τι διορθώσει μια σειρά από βιαστικές κινήσεις καθαρισμού πάνω – πάνω. Και πάλι, δείχνεις τέλεια. Τέλεια, κουρασμένη και χαρούμενη, κάνεις ακόμα αστεία που με αναγκάζουν να διπλώνω απ’ τον πόνο στο στομάχι. Ξανά πλέκεις τις πλεξούδες σου όσο το δυνατόν καλύτερα και ετοιμάζεσαι να με αποχαιρετήσεις.
Έχουμε περάσει τέλεια σήμερα. Σήμερα σε γνώρισα, σήμερα σου μίλησα και σου έμαθα, σήμερα υπήρξα φλύαρος και σήμερα παρατήρησα ότι προσεχείς. Σήμερα με γνώρισες. Νοιάζεσαι, ακούς και μαγεύεις. Φυλάς μέσα στο στόμα σου λόγια που, αν καθόμασταν άλλες τόσες ώρες έξω για παιχνίδι, θα μου δίδασκαν κάτι καινούργιο, θα με κάνανε να στρίβω το κεφάλι μου απότομα για να σε κοιτάξω, θα με κάνανε χαρούμενο. Αλλά πρέπει να φύγεις, δυστυχώς. Και πρέπει να φύγεις τώρα, ούτε λεπτό παραπάνω δεν πρέπει να καθυστερήσουμε.
Δεν θα παραπονεθώ, εκείνη τη στιγμή ούτε που θα παραδεχτώ ότι θέλω όσο τίποτα να σε ξαναδώ στο ίδιο πάρκο αύριο. Δεν θα με νοιάξει, θα είμαι καλά και θα ξαναπαίζω μόνος μου τα επόμενα απογεύματα αυτού του ελεεινού φθινοπώρου. Λερωμένος ή όχι, με γόνατα γεμάτα γρατζουνιές ή λεία και μαλακά, όπως είναι το δέρμα των παιδιών. Εγώ θα συνεχίσω. Εγωιστικά, απογοητευτικά και θλιβερά. Και ας έρθουν άλλα παιδάκια να παίξουμε. Να σπρώξουν, να περάσουμε καλά, να τραβήξουν, να φωνάξουμε, να γελάσουμε, να ειρωνευτούμε και να κοροϊδέψουμε.
Παραλίγο ειλικρινής, παραλίγο έξυπνος, παραλίγο έστω και στρατηγικός.
Φεύγεις με μια καληνύχτα και δεν ξέρω ακόμα ούτε το όνομα σου. Δεν με έχει χτυπήσει ακόμα. Θα έρθει σύντομα. Γυρνάω και ‘γω στο σπίτι. Περπατάω αργά προς τα εκεί, διότι δεν με κρατάνε τα πόδια μου από την κούραση, την ένταση και τη στεναχώρια. Είναι τόσο αργά. Με περιμένουν φωνές μόλις ανοίξω την πόρτα.
Ε και δεν με ένοιαξε. Οι δικοί μου μού φώναξαν, με ρώτησαν, με μάλωσαν. Αλλά εγώ κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ με γλυκιά αναπόληση και αφελή ελπίδα. Τα όνειρα μου ήταν νόστιμα σαν δροσερή μαρμελάδα σε καλοφρυγανισμένο ψωμί και ζεστά σαν καλοκαιρινό μεσημέρι. Όταν η απουσία σου όλους τους μήνες που ακολούθησαν τα δολοφόνησε άγρια, τότε ήταν που με χτύπησε: η συνειδητοποίηση ότι δεν παίζουμε εδώ και καιρό, ότι έφυγες. Όντως το θυμάμαι καλά; Είπες μια καληνύχτα και έφυγες. Με χτύπησε η συνειδητοποίηση ότι σε κάποιον πλανήτη ακόμα μας περιμένουν να επιστρέψουμε από μακρινά ταξίδια, ότι ένα υπαίθριο νοικοκυριό μας αναγνωρίζει ως παντρεμένο ζευγάρι, ότι οι ευφάνταστες χειροτεχνίες μας μείνανε στη μέση. Και τότε όχι παραλίγο. Η συνειδητοποίηση με χτύπησε κανονικότατα και με εκτροχίασε.
Χτυπημένος μεν, εγωιστής κι εκτροχιασμένος, βρώμικος, ήμουν ξανά ο ίδιος σε εκείνη την παιδική χαρά. Έτσι όπως -μάλλον- με θυμάσαι: λερωμένος από το παιχνίδι, δημιουργικός και με φαντασία, παραλίγο πρόθυμος για νέες φιλίες με άγαρμπα παιδάκια. Απλά λίγο περισσότερο άδειος και καχύποπτος. Λίγο λιγότερο ομιλητικός και ευγενικός, λίγο λιγότερο δοτικός και πρόχειρος, αφελής. Ναι, μάλλον δεν ήμουν τελικά ο ίδιος.
Παραλίγο ο ίδιος,
γιατί το παιχνίδι διέφερε όταν δεν τρελαινόμασταν παρέα. Όταν δεν απλώναμε τα χέρια μας σαν μαχητικά αεροπλάνα καθώς τρέχαμε, όταν δεν μου καθάριζες το πρόσωπο από τις λάσπες, όταν δεν έμενα αποχαυνωμένος να σε θαυμάζω. Παραλίγο ώριμος, αλλά τι να κάνω; Παίξαμε μια φορά -για ένα απόγευμα μιας τυχαίας μέρας- και οι αυλακώσεις του μυαλού μου χρωματίστηκαν σε τόνους του πράσινου και του μωβ. Μάλλον ήθελα να γίνουμε φίλοι. Κολλητοί. Παραλίγο κολλητοί. Και αν τα χέρια μας πλέκονταν πιο σφιχτά από τις πλεξούδες σου όταν περπατούσαμε κι όταν παίζαμε, αν σε λάτρευα πίσω από τα καφέ μου μάτια, γνωρίζοντάς σε μερικώς και για μία μόνο μέρα, δεν θα το μάθαινε κανείς. Μάλλον ήθελα να ξανά έρθεις στο πάρκο την επόμενη μέρα και να με ξανά σηκώσεις από τα χώματα για να πάμε σε εκείνη την κρυμμένη αλάνα που μου έμαθες να ζωγραφίζω με το χυμό των λουλουδιών. Και ας μην το λέγαμε πουθενά. Ήθελα να δω το χτένισμα των μαλλιών σου καθώς θα άλλαζαν οι εποχές, έτσι όπως αυτά θα χρυσάφιζαν κόντρα στο θερινό φως ή όπως θα τα μάζευες σε διαφορετικές κοτσίδες μόλις ξεκινούσανε τα κρύα. Ήθελα να ξανά βγαίναμε στη γειτονιά μας. Μέχρι αργά, ανέμελα, άνευ γονέων και ενοχών.
Παραλίγο τώρα.
Τώρα κάθομαι. Παίζω. Σκάβω. Ανακαλύπτω. Φυσάει και κλαίω. Ξεσπάω. Ακούω μουσική. Γελάω σπάνια. Παραλίγο υπομονετικός.
Όλα αυτά είναι φυσικά μια αναλογία. Παραλίγο ντόμπρος.
Είχαμε μιλήσει τότε για πράγματα εκτός πραγματικότητας. Τηλεπάθεια, ανθρώπινα φτερά, επικοινωνία με εγκεφαλικά κύματα. Ούτε ξέραμε τι λέγαμε ακριβώς. Δεν ξέρω αν με ακούς τώρα. Συγκεντρώνομαι με προσπάθεια, πεισμωμένος και πεπεισμένος ότι κάποια στιγμή θα τρυπώσω στο μυαλό σου χωρίς να σε ξανά δω από κοντά. Βέβαια δεν ξέρω αν τα καταφέρνω ή αν θα τα καταφέρω. Πάντως αν μ’ ακούσεις ποτέ, αν σε χτύπησε και εσενα η συνειδητοποίηση αδίκως, αν ποτέ θελήσεις να με βρεις, μη διστάσεις. Είμαι κάθε απόγευμα εκεί, παίζω με τον εκσκαφέα σε χώματα βρώμικα και καφέ άμμο, και περνάω τις μέρες παιχνιδιού μου με παρέες παροδικές, που δεν νοιάζονται. Εσύ δεν ξέρω που παίζεις αυτές τις μέρες. Αν θελήσεις όμως να παίξουμε ξανά μαζί, απλά πλησίασε με όπως τότε, κάπως τυχαία και αθώα. Ξέρεις πού θα με βρεις. Τότε κι επιτόπου, μη φοβηθείς τις λάσπες και τα αχτένιστα μαλλιά μου: δείξε μου πώς σου έμαθα να σκαρφαλώνεις τις μουριές και ψιθύρισε στο αυτί μου το χρώμα που έχει η θάλασσα όταν ματώνει.
~
– έπαιξες και ‘συ πολύ, πριν με συναντήσεις, σε μέρη αφιλόξενα και ανάμεσα σε κόσμο που σε αδίκησε. Κουβαλάς -μάλλον- ακόμα αυτή τη βρώμα μέσα σου, έτσι τουλάχιστον είχα μαντέψει. Αλλά ακόμα και μπερδεμένη, έχεις καρδιά διαυγή και ανθισμένη, λόγο ήρεμο και πολύχρωμο, φαντασία και ευγένεια. Πάντα έτοιμη για την περιπέτεια, πάντα καθαρίζοντας τα πολύχρονα και εξίσου ταλαιπωρημένα παπούτσια σου πριν βγεις από το κατώφλι του σπιτιού σου. –
◊
Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.