για τον Δήμο
Κάποιος δοκιμάζει να γράψει δυο τρία λόγια. Έξω παγωνιά, να πλανάται λέει το όνειρο της άνοιξης που όλα θα τα ζεστάνει. Τίποτε δεν του βγαίνει. Δοκιμάζει ξανά.
[…Τα πράγματα όλο κυλάνε. Και οι άνθρωποι ξεφτίζουν και χάνονται και ξανάρχονται πάλι σαν ονόματα μες σε ένα παράξενο προσκλητήριο που δεν κάλεσε κανείς. Και οι σοφοί εκεί έξω σε βεβαιώνουν πως η Καρχηδόνα πρέπει, πρέπει, πρέπει πάση θυσία να πέσει. Κάτι σκιές από βροχή και μια φλόγα ανάπηρη σέρνονται στους δρόμους, γλιστρούν σαν το νερό και σαν τις χίμαιρες, δεν μπορεί, θα το ‘χεις δει και εσύ. Πρέπει, πρέπει πάση θυσία η Καρχηδόνα να γίνει στάχτη. Πρέπει να βρεις μια απάντηση στις εμμονές σου που τριγυρίζουν μες στο δωμάτιο, που πετούν σαν τα λυπημένα τ’άστρα της Σίλβια Πλαθ. Πρέπει, πρέπει να σκάψεις μες στα τραγούδια, να βρεις τους σταθμούς που εκπέμπουν σε άλλες συχνότητες, επώδυνες. Μην με κοιτάζεις λυπημένα, κρατήσου να διαβούμε με ένα ρεφραίν τούτους εδώ τους ωκεανούς.
Κάπως έτσι θα κυλήσουν τα πράγματα Ερηνούλα μου. Τα πράγματα που άλλαξαν πολύ και εμείς που πιστέψαμε πως το παρόν το δικό μας είναι ένα ζώο αργό, νωθρό. Είναι το μέλλον μας Ερηνούλα μου, το μέλλον μας.
Απόψε που σου γράφω τρέμω τις σημαίες των γηπέδων και κάτι άλλες που ετοιμάζονται να απλώσουν στα μπαλκόνια τα παιδιά του κόμματος. Δίνω μια και σπάω το φράγμα, ανάβω τη λάμπα της θυέλλης και προχωρώ. Κουράγιο Ερηνούλα μου.
Μες στη μοναξιά μου σαν πάνω στους μουσαμάδες του Καραγκιόζη που αρχινά πάντα με το βραδινό αεράκι του καλοκαιριού, φέγγουν εντός μου τα τραύματα. Και οι δόξες οι πιο μυστικές παίρνουν μπρος. Και εσύ, λέει Ερηνούλα μου, σαν σύνοψη αυτού εδώ του κόσμου, να περνάς και η καρδιά σου που ταράζεται, έτοιμη να σωριαστεί χάμω. Μια στιγμή, όχι πολύ μετά, θα διαλυθεί μες στα στοιχεία της τα πιο συνθετικά.
Και ο Δήμος Μούτσης είναι ένα τέτοιο. Έτσι όπως θυμάται την Ελευσίνα που πεθαίνει μισό αιώνα και βάλε τώρα, θαμμένη με τους χρησμούς και με τις αδικοχαμένες ερωμένες της, με τα τραίνα της και με τους συνοικισμούς της, τυλιγμένα όλα μες στις ωραιότατες τις καμιζόλες και τη φωνή του Μητσιά. Κύτταρο της νέας ελληνικής μουσικής, ο Δήμος Μούτσης που περνά με τα τραγούδια του από τον έρημο το δρόμο. Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα κάποιος ξέρει το όνομά σου, την εικόνα σου και πάλι από την αρχή.
Τι άλλο να σου πω Ερηνούλα μου; Τα μυστικά τα κρατάω για μένα και όσο για τα ντοκουμέντα αυτά παλιώσανε, στο καραβάνι της μεταπολίτευσης. Καμιά φορά μου λες δεν λες κουβέντα, μα απόψε που πήρα μπρος και βάλθηκα να σου μιλάω, πέσαν πάνω μου σαν άγρια πουλιά συνθήματα μεταλλικά. Γερνώ μονάχος Ερηνούλα μου, περνάν τα χρόνια από πάνω μου σαν σινεμασκόπ. Το πιο δύσκολο είναι να μάθει κανείς να ζει με την παγωνιά, τίποτε άλλο να μην πιστέψεις Ερηνούλα μου.
Ανοίγω το ραδιόφωνο, πέφτω επάνω στη λέξη οφθαλμαπάτη. Την ίδια στιγμή στο βάθος του στενού μου, ο Δήμος Μούτσης έρχεται με την κιθάρα του στους ώμους. Κάποιος φρενάρει απότομα. Οι ορχήστρες, η μια μετά την άλλη να πεθαίνουν λέει μες στο μακρόσυρτο συριγμό του ακορντεονίστα που σώζει στα κουπλέ το ίσο της ζωής μου.
Γεια σου Ερηνούλα μου και να προσέχεις. Θα σε ξανάβρω πάνω στα σύρματα των πενταγράμμων, έστω σε χίλια χρόνια, όταν πλανημένος θα ακολουθώ τον καιρό, όταν το δρόμο μου θα χάνω Ερηνούλα μου. Παλιά μου αυτοκρατορία, Καρχηδόνα μου εσύ με το πικρό το τέλος σου.
Άμα μείνεις θα χορέψω για σένα απόψε. Μείνε Ερηνούλα μου, μείνε να χαρείς…]
Τίποτε δεν του φαινόταν καλό. Και εκεί, επάνω στον κλονισμό του τον μεγάλο, που ‘λεγε “θα πέσω και θα πεθάνω”αφέθηκε στις νύχτες και έτσι μονάχα έζησε.
Απόστολος Θηβαίος