Ε. Χ. Γονατάς: γραφή από αλλού

Επαμεινώνδας Γονατάς

Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος


Μια φανταστική αφήγηση δεν έχει καθεαυτή τη λογοτεχνική ισχύ ως κριτήριο για να προσδιοριστεί ένα έργο αισθητικά επαρκές και λογοτεχνικά άρτιο. Κατά συνέπεια, μπορούμε να θεωρήσουμε αδικαιολόγητα πομπώδεις τις όποιες αναφορές από κριτικούς στο έργο του Ε. Χ. Γονατά ότι οι φανταστικές εικόνες είναι ένα από τα ουσιαστικότερα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής και γλωσσικής του επάρκειας. Επιπλέον, μια γραφή που έχει ως επιδίωξη το συγγραφικό παράδοξο ή μια αποτύπωση του παραλόγου χωρίς έναν αρθρωμένο και συντονισμένο λόγο έχει ως αποτέλεσμα να εσωκλείει αφ’ εαυτού της την έλλειψη της γλωσσικής ποιητικής επάρκειας. Το παράδοξο, ο κόσμος του ονείρου και του ανοίκειου δεν λειτουργούν στη γλώσσα ως ένα εννοιολογικό λογοτεχνικό περιεχόμενο που επαρκεί για ν’ αποκαλύψει ή ν’ αποκρύψει ακόμα την αλήθεια ή το ψέμα. Το απίθανο στη γραφή του Ε. Χ. Γονατά δεν είναι θέμα υπερρεαλιστικής γραφής αλλά αισθητικής γλωσσικής σύμβασης με την πραγματικότητα. Η αυτόματη γραφή για τον Γονατά φαίνεται να μην έχει καμιά βαρύτητα στον τρόπο γραφής του. Η επιρροή του υπερρεαλισμού είναι μηδαμινή για ν’ αφομοιωθεί στον ποιητικό του λόγο. Ο λογοτεχνικός λόγος του Γονατά δεν επιτρέπει έναν κόσμο που όλα είναι δυνατόν να συμβούν ή όπου δεν υπάρχουν συμβάσεις και αρχές. Αντιθέτως, όταν οι μολόχες του Γονατά χάσκουνε και γαβγίζουν ή όταν οι κρίνοι χαμογελούν1 δεν λειτουργούν τέτοιες εκφράσεις στο έργο του ως μια υπερρεαλιστικού τύπου λογοτεχνική αισθητική παρόρμηση. Στο έργο του Γονατά δεν υφίσταται καμιά παρόρμηση, το εκάστοτε αισθητικό αποτέλεσμα είναι προφανώς εκ προθέσεως – όντας λογοτέχνης – αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ο Γονατάς έχει το θάρρος και δημιουργεί κάτι αλλιώτικο. Συγκεκριμένα, ο βραχύς του αφηγηματικός λόγος τον βοηθάει να παρεισφρήσει και να καταδείξει τους φραγμούς της ίδιας της λογικής. Ο Γονατάς καθορίζει με άλλα λόγια τα όρια της λογικής. Τα όρια δεν είναι στην περίπτωση του Γονατά κάτι πέρα από ένα ορισμένο είδος το οποίο επιτυγχάνεται άπαξ και ξεπεραστεί. Τα όρια είναι οι αρχές που διέπουν μια λειτουργία. Όταν ο Γονατάς γράφει ένα μεγάλο κέρινο αυτί τσιτώνεται ανάμεσα στον ουρανό ν’ ακούσει ή όταν τα λουλούδια, οι ρίζες και οι στήμονες βαλσαμώθηκαν και θαμπώνουν τους επισκέπτες του μουσείου πίσω από βελούδινες θήκες2 αποκαλύπτει μ’ αυτό τον τρόπο την άγνοια της ίδιας της λογικής μπροστά στις υπό διεργασία αισθητηριακές εποπτείες της. Ο υπερρεαλισμός από την άλλη δεν έχει ένα τέτοιο στόχο και συνεπώς ούτε αντίστοιχο αποτέλεσμα. Στον Γονατά δεν κυριαρχεί η αστείρευτη φαντασία ούτε ένας ακαθόριστος υπερρεαλιστικός λόγος. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι σκίζονται ο δυόσμος και τ’ άσπρα νερολούλουδα μόλις τα πλησιάσει μύτη ή όταν ο ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο δεν θεωρούνται καθόλου ως φανταστικές ή εξωπραγματικές εικόνες αλλά αποκαλύπτεται στο γλωσσικό τους κέλυφος ο μεταφορικός ποιητικός λόγος ως ένα είδος ετυμολογίας των λέξεων και των εκφράσεων. Συγκεκριμένα, το πουλί του κάνει νόημα να βγει έξω ενδέχεται να είναι πραγματικό στο βαθμό που η κρυπτική αλληγορική του γλώσσα γίνεται βίωμα. Στον Γονατά τα λουλούδια και τα φυτά, η γη και τα ζώα δεν είναι απλά εικόνες, λέξεις και πράγματα έτοιμα και παγιωμένα στη συνείδηση. Ο Γονατάς εισβάλλει στη γλώσσα κι εναποθέτει μ’ εγκυρότητα και αρτιότητα γλωσσικό υλικό, εντοπίζει δηλαδή μέσα από τη γλώσσα χαμένα ίχνη της ίδιας λειτουργίας της. Η φαινομενική ελλειπτικότητα του έκτακτου λόγου του μαζί με την συνοπτική αποσπασματικότητα του περιεχομένου του δεν αφήνουν περιθώρια να ολισθαίνει ο λόγος και το νόημα είτε υπό το βάρος μιας αυτόματης γραφής είτε εντός μιας εκφραστικής καταγραφής λόγω συναισθηματικής φόρτισης. Απεναντίας, ο λόγος του Γονατά είναι αυστηρά και άκρως προσεχτικά αρθρωμένος, τοποθετημένος χωρίς εικασίες με βάσει αρχές με καλά επεξεργασμένες τις γλωσσικές διατυπώσεις. Η γραφή του Γονατά δεν αναθεωρεί ούτε επανατοποθετεί κάτι που δεν έχει ήδη ειπωθεί στον χώρο της λογοτεχνίας. Δεν φαίνεται να δελεάζεται από τη σαγήνη κανενός αβάν-γκάρντ καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού κινήματος. Αυτό που ίσως προκύπτει από το έργο του είναι η αλίευση μιας ανεύρετης γλώσσας του κόσμου των αντικειμένων και των βιωμάτων: μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες που / πλήρωνες δυό τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά.   

 

 

  1. Ε. Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Εκδόσεις Στιγμή, 1991.

  2. Ε. Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Εκδόσεις Στιγμή, 1991.