Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος
Δεν είναι απαραίτητο να ενδώσει η αισθητική ανάλυση αλλά ούτε και η λογοτεχνική ερμηνεία στην ευκολία του ορισμού της τέχνης ως ένα αμυντικό οχυρό για την υπεράσπιση της εκάστοτε θέσης. Επίσης, δεν θ’ αρχίσει η κριτική διαδικασία από a priori υποθέσεις ως ένα επιθετικό εργαλείο κριτικής ανάλυσης. Με την απαλλαγή της τυραννίας της μεταφυσικής εποπτείας θα παρεισφρήσει η κριτική με τη συνθήκη της κοινωνικής πολιτικής πραγματικότητας.
Η λογοτεχνική παρακαταθήκη της Νίκης Μαραγκού είναι τεράστια γεμάτη από εικόνες, συγκινήσεις και αφηγηματικές περιπέτειες. Ο Αλέξης Ζήρας για το σύνολο του έργου της διαπιστώνει ακριβώς ότι στη γραφή της «δεν έχει τίποτε το αφηρημένο». Γράφει ο Ζήρας συγκεκριμένα: «Υπάρχει και στο δικό της έργο η αναζήτηση της ομορφιάς, η δημιουργία υποβλητικών εικόνων μέσα από τις κυματοειδείς φράσεις ενός λόγου με έντονα ρυθμικά στοιχεία. Ωστόσο, ο κόσμος της, όπου συνυπάρχουν η ανατολίτικη ραθυμία, η ηδυπάθεια και η αστραφτερή πνευματικότητα της δυτικής παράδοσης, δεν έχει τίποτε το αφηρημένο. Είναι ένας κόσμος που ζει απολαμβάνοντας την οριακή του κατάσταση: τη θερμή ιδιοσυγκρασία μαζί με την ανοιχτή σκέψη1». Με άξονα το ότι «δεν έχει τίποτε το αφηρημένο» δεν θα χρησιμοποιηθεί αντίστοιχα και καμιά αφηρημένη τύπου κριτική. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι «δεν έχει τίποτε το αφηρημένο» δεν σημαίνει βέβαια ότι ταυτίζεται αναγκαστικά με κάτι που θεωρείται συνδιαμορφωμένο και σε διάλογο με την κοινωνική πραγματικότητα. Η γραφή της Ν. Μαραγκού πασχίζει να συνδιαλεχθεί λογοτεχνικά με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα αλλά φαίνεται εκ του αποτελέσματος ότι δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτήν.
Η γραφή της Ν. Μαραγκού πέρα από τις «υποβλητικές εικόνες και τις κυματοειδείς φράσεις» της στα πλαίσια πάντα ενός ακαθόριστου ταξιδιωτικού σχεδίου δεν έχει τους κατάλληλους λογοτεχνικούς μηχανισμούς ν’ ανταποκριθεί στην κοινωνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, δεν κουβαλάει τη λογοτεχνική συνθήκη μιας γραφής λαξευμένης από τη βάσανο της ιστορικότητας. Η Νίκη Μαραγκού με τη λογοτεχνική της αποτύπωση φαίνεται να επιχειρεί τη συνειδητή απόσταση του ιστορικού βάρους από τη γραφή της. Χωρίς την ιστορική χάραξη της γραφής παραμένει ο συγγραφέας ένας θεωρός, κάτι που για τη συγγραφέα πολύ πιθανόν να ήταν επιδίωξή της. Ένας θεωρός που κάθεται στο θεωρείο απαλλαγμένος από το βάρος της ιστορίας και αρκεί απλά η προσωπική του εκτίμηση, το προσωπικό του βίωμα και οι προσωπικές του πεποιθήσεις. Η Ν. Μαραγκού εξαλείφει σε τόσο βαθμό τη σχέση της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα με αποτέλεσμα να κινείται μεταξύ της συγκινησιακής φόρτισης και της ταξιδιωτικής περιγραφής. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αποϊστορικοποιημένης συνθήκης μεταβιβάζει στα γεγονότα ένα άκρατο ψυχολογισμό. Για παράδειγμα, η Ν. Μαραγκού αισθάνεται «ότι υπήρξαμε μια τυχερή γενιά που βίωσε ακραίες καταστάσεις2». Ο ψυχολογισμός σ’ αυτήν την περίπτωση έγκειται στο γεγονός ότι η λογοτεχνική ή καλύτερα η καλλιτεχνική εμπειρία δημιουργεί μια λυτρωτική επιφάνεια πάνω στην οποία οι «ακραίες καταστάσεις» καταλήγουν να είναι νοσταλγικές περιπέτειες και πηγή αισθητικής κατάνυξης. Η διατύπωση της Ν. Μαραγκού αφαιρεί από τα γεγονότα – ως επί τω πλείστον δεινά γεγονότα – την ιστορική και κοινωνική τους πραγματικότητα από τα οποία εντούτοις πηγάζει η όποια αισθητική παραγωγή. Η μικροαστική αυτή αντίληψη3 δεν θα μπορούσε να μην πλαισιώνεται από ένα συγκινησιακό μανδύα. Η συγκίνηση στη γραφή της Ν. Μαραγκού παίζει τον κεντρικότερο ρόλο. Στο ποίημα παραδείγματος χάρη με τίτλο Να μην τελειώνεις με το παρελθόν διακρίνει κανείς τόσο τον συγγραφέα ως θεωρό και παράλληλα παρατηρεί κανείς την περιθωριοποιημένη κοινωνική πραγματικότητα που αρμόζει μόνο σ’ ένα συγγραφέα-θεωρό. Διαβάζουμε συγκεκριμένα:
«Να μην τελειώνεις με το παρελθόν
να το πλησιάζεις τόσο
που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές
κι ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι
μετά απ’ τον βαθύ τον ύπνο
πλάι στην ακίνητη λίμνη
το μεσημέρι4».
Η ποιήτρια εγκαθιστά όχι απλά μια ασφαλή απόσταση από το παρελθόν με το «να το πλησιάζεις τόσο / που να φαίνονται από μακριά οι φωτιές», αλλά διογκώνει την απόσταση σε δεύτερο χρόνο αφού συνεχίζει «ύστερα πάλι ν’ απομακρύνεσαι» από την απόσταση που ήδη βρίσκεσαι. Δεν είναι τυχαίο που η ίδια η Ν. Μαραγκού έχει μια τέτοια προσέγγιση για το προϊόν της γραφής αφού η ίδια έχει την πεποίθηση ότι «μπορείς να γράψεις μόνο όταν είσαι σε θέση να παρατηρήσεις. Να σιωπήσεις και να ακούσεις5». Η αποτύπωση της ιστορικής συνείδησης και της κοινωνικής πραγματικότητας στο συγκεκριμένο ποίημα όσο και στο επί τω πλείστον σύνολο του έργου της αντικαθίσταται από έναν εφήμερο συναισθηματισμό πλαισιωμένο από μια ιδιωτική υπόθεση. Η αρνητικότητα της κοινωνικής ύπαρξης εγγράφεται στο έργο της με τη μορφή μιας αέναης συναισθηματικά συγκινησιακής φόρτισης. Η συγκίνηση έχει τον πλήρη έλεγχο με σκοπό την παραγωγή ενός νοσταλγικού χρόνου με τελική μορφή ένα μελό αφήγημα. Αν και η Πολίνα Ταμπακάκη διακρίνει κάποιας μορφής «έλεγχο της συγκινησιακής φόρτισης6» στο έργο της Ν. Μαραγκού έχω την πεποίθηση ότι ο έλεγχος αυτός είναι πλασματικός και δεν υφίσταται στο βαθμό που απαιτείται για ένα λογοτεχνικό έργο. Το ανεξέλεγκτο της συγκίνησης προκαλεί εικονικούς μικροϊστορικούς κλειστούς κόσμους επειδή η «μικροϊστορική προσέγγιση7» παραμένει αποξενωμένη από το σύνολο της κοινωνικής πραγματικότητας. Κατά συνέπεια, η ευκολία να καταγραφεί η ιστορία του προσώπου με τη μορφή της υποκειμενικής εποπτείας διαπλάθει και ορίζει την ίδια την ιστορία από τα μάτια ενός κυρίαρχου και μόνο εγώ. Η Διαμάντη Αναγνωστοπούλου το διατυπώνει εύστοχα όταν ισχυρίζεται ότι «ο αφηγητής διαγράφει αφηγηματικά την ιστορία του προσώπου στο χρόνο και στο χώρο, αποδίδοντας ταυτόχρονα την ιστορία του, δηλαδή τις επιθυμίες, τα αισθήματα, τις ιδέες, τις αμφιβολίες, τις αμφιθυμίες, τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και την αγωνία του αλλά και το χρονικό μιας ιστορικής εποχής, της εποχής που ζει ή έζησε το πρόσωπο.8» Πανηγυρικά λοιπόν η Ν. Μαραγκού τοποθετεί στο βάθρο των αφηγηματικών της γραπτών ένα εγώ του προσώπου. Ένα εγώ τοποθετημένο σε μια μηχανή του χρόνου η οποία παράγει μόνο συγκίνηση και νοσταλγία. Το εγώ στην Ν. Μαραγκού γίνεται εν τέλει αυτοσκοπός. Η Αναγνωστοπούλου συνεχίζει με το να διαπιστώνει συγκεκριμένα ότι «η πόλη παίζει το ρόλο μιας οθόνης πάνω στην οποία προβάλλονται οι εικόνες και τα πρόσωπα της ζωής του. (…) Το μυθιστόρημα απεικονίζει την επάλληλη επιτύπωση του πίνακα της κάθε πόλης και της διήγησης της ζωής του προσώπου, έτσι ώστε εκτός από μια βιογραφία του εγώ του προσώπου να έχουμε και μια γεωγραφία του εγώ. Το πρόσωπο πριμοδοτεί την πλοκή, είναι ο σκοπός της αφήγησης9».
Η έννοια του ταξιδιού προϋποθέτει αυτό το εγώ, ένα εγώ το οποίο έχει τη δυνατότητα και ταξιδεύει, παρατηρεί και γράφει. Αυτό το εγώ-παρατηρητής κρατάει απόσταση από την ίδια την ιστορία για να μπορεί αμέριμνα να ταξιδεύει και να παρατηρεί. Η χρήση των περιγραφικών εικόνων στη γραφή της Ν. Μαραγκού παίζει καθοριστικό ρόλο στο πως αντιλαμβάνεται και κωδικοποιεί λογοτεχνικά τόσο την ιστορία όσο και την κοινωνική πραγματικότητα. Οι περιγραφές της αν και «δεν έχουν άμεση σχέση με το ταξιδιωτικό είδος, εγκεντρίζονται όμως με έντονα και πολλά ειδολογικά γνωρίσματά του…10». Για τον Θ. Πυλαρινό η Ν. Μαραγκού «διευρύνει την ταξιδιωτική λογοτεχνία» με άξονα πάντα την προσωπική της ζωή. Συνεχίζει ο Θ. Πυλαρινός πιστεύοντας ότι τα αληθινά ταξίδια της συγγραφέως γίνονται «αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου της, ζυμωμένα μέσα σε γεγονότα που ανήκουν, όσο και να μη φαίνονται, στην προσωπική ζωή της και στις σχέσεις της με συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία χάραξαν με την παρουσία τους τη ζωή αυτή11». Η υπερβολική χρήση των ταξιδιωτικών περιγραφών βαραίνει σε τόσο βαθμό τη γραφή της που αφαιρεί τη φαντασία του αναγνώστη. Ο καθαρά εποπτικός χαρακτήρας της γραφής της δημιουργεί ένα σχεδόν τουριστικό οδηγό σαν τους επισκέπτες-ταξιδευτές αποικιοκράτες οι οποίοι έγραφαν τ’ απομνημονεύματά τους και τις εμπειρίες τους σε κάθε χώρα ή πόλη που επισκέπτονταν. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι μια τέτοια γραφή θέτει επί τάπητος τη σχέση ελεύθερου χρόνου και εργασίας όπως και τη μορφή του αποικιοκρατικού ελεγκτικού μοντέλου όσον αφορά την Κύπρο. Όσον αφορά το αισθητικό-λογοτεχνικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται το έργο της Ν. Μαραγκού έχει ως κριτήριο την καθαρότητα της εποπτείας άρα μιας αισθητικής έξω από την κοινωνική πραγματικότητα. Καμιά γραπτή εποπτική αποτύπωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία. Η καταγραφή του τουρίστα-παρατηρητή χωρίς αναλυτική διεργασία και επεξεργασία των εικόνων έχει ως αποτέλεσμα οι εικόνες ν’ αυτονομούνται σαν αποσπασματικά καρτ ποστάλ. Οι εικόνες δεν επεξεργάζονται στο βαθμό που ν’ αποτελούν μέρος ενός ενιαίου λογοτεχνικού συνόλου και δεν φιλτράρονται με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα. Για παράδειγμα, στο Nicossiense12 η Ν. Μαραγκού επανειλημμένα προσπαθεί να θεματοποιήσει την κατάσταση της διχοτομημένης Λευκωσίας. Κάθε φορά η προσπάθειά της καταλήγει σε μια αόριστη περιγραφή της πόλης και των μονοπατιών της, περιγραφές δηλαδή που δεν σχετίζονται καθόλου με το ιστορικό βάρος της πόλης. Μερικά παραδείγματα από το Nicossiense καταδεικνύει ακριβώς τον ισχυρισμό αυτό. Γράφει η Ν. Μαραγκού: «Η Λευκωσία, έλεγε ο Χριστόφορος, έχει μια ένταση που τη δημιουργεί η πράσινη γραμμή». Η συγγραφέας δεν αναλύει ποτέ το περιεχόμενο της «έντασης» που δημιουργεί η πράσινη γραμμή, δεν γνωρίζει ο αναγνώστης δηλαδή τι είδους «ένταση» είναι αυτή. Συνεχίζει αμέσως στην επόμενη πρόταση: « Όσοι είναι από ‘δω λαχταρούν να πάνε στην άλλη πλευρά, κι αυτοί που είναι από κει θέλουν να ‘ρθουν εδώ. Αυτό δημιουργεί ένα πάθος στην πόλη». Και σ’ αυτήν την πρόταση χρησιμοποιεί τη λέξη «πάθος» χωρίς ν’ αναλύει επίσης το περιεχόμενο του «πάθους». Ο αναγνώστης και πάλι δεν μπορεί να γνωρίζει για ποιό είδος πάθους αναφέρεται. Η καταληκτική της δε πρόταση είναι εξ ολοκλήρου αυτόκλητη σε σχέση με την «ένταση» και το «πάθος». Γράφει συγκεκριμένα: «Η πόλη έχει σχέση με την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη και καμιά με την Αθήνα13». Το ίδιο μοτίβο διακρίνεται και στα επόμενα παραδείγματα όπως:
«Η διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση ακριβώς, στην οδό Ερμού. Ήταν η περιοχή που περνούσαμε σχεδόν καθημερινά με τη μητέρα μου. Ατέλειωτα μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα, ποτήρια, παιγνίδια, ένας καταρράκτης χρωμάτων, τα πρώτα τότε πλαστικά που με εντυπωσίαζαν με τα χρώματά τους, εμαγιέ κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα. Η περιοχή ερήμωσε, τα μαγαζιά μεταφέρθηκαν αλλού, σκόρπισαν, στο καφενείο SPITFIRE μόλις που διαβάζεις πια την επιγραφή, μια παλιά βέσπα σε μια χορταριασμένη βιτρίνα, σάκοι με άμμο, χαρακώματα14».
Η «διαχωριστική γραμμή έκοβε την πόλη στη μέση» γράφει η Ν. Μαραγκού, και αμέσως μετά ακολουθεί ένας περιγραφικά τουριστικός οίστρος. Αναφέρει και περιγράφει τα «μακρόστενα μαγαζιά με γυαλικά, πιάτα…» κτλ μέχρι και την καταγραφή από «εμαγιέ κούπες κινέζικες με ψάρια ζωγραφισμένα». Η ίδια λογική εντοπίζεται και στα επόμενα δυο παραδείγματα που παρατίθενται:
1) «Περπατώ συχνά στην παλιά πόλη, τη μισή που έμεινε. Όλοι οι δρόμοι καταλήγουν σε φυλάκια. Κατεβαίνω την οδό Λήδρας, τον παλιό κεντρικό εμπορικό δρόμο, που έχει γίνει πεζόδρομος. Στο βάθος φαίνονται οι μιναρέδες της Αγίας Σοφίας που σε περίοδο ραμαζανιού έχουν κρεμασμένα ανάμεσά τους χρωματιστά λαμπιόνια. Η εκκλησιά της Φανερωμένης, το λουτρό της Εμερκές στη συνοικία με τα μπορδέλα. Το «Εμερκές» προέρχεται από το διπλανό τζαμί Ομεργιέ, δηλαδή τέμενος του Ομάρ, παλιό μοναστήρι των…15»
2) «Οι κάτοικοι έφυγαν από τα σπίτια που συνορεύουν με την πράσινη γραμμή, τη γραμμή που χωρίζει την πόλη στα δύο. Έτσι τα σπίτια αυτά έγιναν εργαστήρια, ο Γαβριήλης ο τενεκετζής, η αποθήκη του Πέτρου του πλανοδιοπώλη όπου φυλάγει τα αμαξάκια του, που το πρωί τα γεμίζει ανάλογα με την εποχή λεμόνια, πεπόνια, κεριά της ανάστασης, δίπλα ο Παύλος ο κουλοχέρης κόβει ξύλα…16»
Η τουριστικά περιγραφική και αφηγηματική πλαισίωση της πράσινης γραμμής στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απλά ένα παράδειγμα ώστε να καταδειχθεί ο κεντρικός μηχανισμός της γραφής της Ν. Μαραγκού. Ο ίδιος περιγραφικός μηχανισμός εντοπίζεται κι εκτείνεται και στις εμπειρίες των ανθρώπων. Οι Δεκαοκτώ Αφηγήσεις γίνεται ένα εξαιρετικό παράδειγμα του σημαντικού της ποσοτικοποίησης της συγκίνησης και της αντανάκλασης της αστικής μεγαλομανίας όπου η συγχώρεση και η αποδοχή του τραύματος φτάνει σε ρεκόρ αυτοσυνειδησίας. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι πληροφορίες που καταγράφονται από τις γυναίκες είναι άκρως σημαντικές και αυθεντικές. Σ’ αυτήν την περίπτωση των μαρτυριών των γυναικών η Ν. Μαραγκού πολύ πιθανόν να συγχέει το ιστορικό ντοκουμέντο, τη μαρτυρία και τη λογοτεχνική αποτύπωση. Αυτό το οποίο επιχειρεί η Ν. Μαραγκού έγκειται στο γεγονός ότι «εξακτινώνει την αφήγησή της γύρω από έναν στοιχειώδη ιστορικό πυρήνα και με βασικούς πρωταγωνιστές υπαρκτά πρόσωπα. Η συγγραφέας υιοθετεί την (προ)οπτική της μικροϊστορίας17». Στις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις αυτό που χαρακτηρίζει την προσπάθεια της Ν. Μαραγκού είναι η αφηγηματική μικροϊστορία. Η παρουσίαση μικροϊστοριών δημιουργεί προβληματικές πτυχές όσον αφορά τη σχέση της ιστορίας με τη λογοτεχνία και της ιστορικής καταγραφής με την κριτική. Οι Δεκαοκτώ Αφηγήσεις επιτυγχάνουν μια αυθεντικότητα η οποία σχεδόν αποκλείει την όποια κριτική αφού «η αφήγηση ρέει από την πηγή, από το στόμα των απλών ανθρώπων, δεν υπάρχει αντικείμενο για την κριτική, δεν συντρέχει λογοτεχνική αποτίμηση. Υπάρχει μόνο προσοχή, παρακίνηση σε σκέψεις για τις αιτίες των φαινομένων, μελαγχολία για τα χαμένα πλούτη18». Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα της συγκεκριμένης προσπάθειας της Ν. Μαραγκού είναι ακριβώς η δημιουργία ενός κειμένου – ανεξάρτητα από το περιεχόμενο – το οποίο γίνεται σε τόσο βαθμό άκαμπτο και συμπαγές που δεν δέχεται καμία κριτική και ερμηνεία. Κατά συνέπεια, μια καταγραφή μαρτυριών για παράδειγμα αντί να συνεισφέρει στην ιστορική επιστήμη δημιουργεί μια αστική ηρωολατρεία με σκοπό την πρόκληση αυθεντικής συγκίνησης. Η Μαρίνα Σχίζα υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο αφηγηματικό έργο «δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί από έναν ιστορικό ή έναν κοινωνιολόγο19». Επίσης, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου ισχυρίζεται μια τέτοια προσέγγιση «υπονομεύει ό,τι θα μπορούσε να υπηρετήσει μια κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, την τελεολογία της και τα όποια μηνύματά της20». Το αντίτιμο όμως μιας τέτοιου είδους κυρίαρχης ιστορικής αφηγηματικής υπονόμευσης δεν είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα από το οποίο χωρίς αμφιβολία θα αλίευε ο αναγνώστης ή ο κριτικός μια λογοτεχνικά εκφρασμένη ιστορική αλήθεια. Κάθε άλλο, η Αμπατζοπούλου πολύ καίρια έχει την πεποίθηση ότι «δεν έχουμε μια ιστορία, αλλά ιστορίες ζωής, που μένουν ανοιχτές, ακόμη κι όταν κλείνουν βιολογικά με τον θάνατο, καθώς συνεχίζονται και αναδιπλασιάζονται στη φαντασία άλλων ανθρώπων, μέσα από τα σκόρπια τεκμήρια που άφησαν με τις ιστορίες τους και τα υλικά ίχνη τους, τα χαμένα σπίτια της αναγκαστικής προσφυγιάς τους, και τα αντικείμενά τους21». Η ιστορία για τη Ν. Μαραγκού φαίνεται να μην δρομολογείται πέρα από την προσωπική βιωματική αποτύπωση του εκάστοτε αφηγητή. Οι ήρωες της Ν. Μαραγκού, προσθέτει η Βικτωρία Καπλάνη, «σε όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν είναι άνθρωποι με βίο πολυτάραχο και περιπετειώδη και τα γεγονότα τα ιστορικά αλληλοεπιδρούν με τις εσωτερικές τρικυμίες της ψυχής τους22». Τίποτε λοιπόν περισσότερο δεν είναι οι μαρτυρίες, αν δεν παρεισφρέει η ιστορική τεκμηρίωση παρά το να «συνιστούν μια κατάθεση ψυχής23». Είναι σημαντικό να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη τόσο από την κριτική όσο και από τους ιστορικούς τα εργαλεία εκείνα – λογοτεχνικά ή μη – που συντείνουν στη δημιουργία μιας ιστορικής συνείδησης και τη σχέση της με την ιστορική αλήθεια. Για παράδειγμα, το συμπέρασμα της Κοραλλίας όπως μας το παρουσιάζει η Ν. Μαραγκού στις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις δεν πρέπει ν’ αφήνεται ερήμην των κριτικών και των ιστορικών όσο συγκινητική και ανθρώπινη είναι η αφήγηση· διαβάζουμε συγκεκριμένα: «Μὲ ἐξαίρεση τὰ ἐπικριτικὰ σχόλια τῆς Εὐαγγελίας καὶ τῶν τριῶν Τουρκοκύπριων γιὰ ἐνέργειες ἀνθρώπων τῆς ΕΟΚΑ στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, οἱ ἀφηγήτριες δὲν ἐπιμένουν στὴν ἀπόδοση συγκεκριμένων εὐθυνῶν γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς εἰσβολῆς. Μία ἀπὸ αὐτὲς μάλιστα, ἡ Κοραλλία, ἐπιλέγει μιὰ μεταφυσικὴ ἑρμηνεία, ἀποδίδοντας τὴν εἰσβολὴ σὲ θεία βούληση24».
Όσον αφορά την ίδια τη μεθοδολογία της Ν. Μαραγκού στις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις επιχειρεί μια καθαρά πολιτική σχεδόν νομικής φύσεως προσέγγιση στην οποία στηρίχτηκε και υιοθέτησε η συγγραφέας. Η Ν. Μαραγκού υποστηρίζει στο εισαγωγικό σημείωμα των Δεκαοκτώ Αφηγήσεων το γεγονός ότι «δυστυχῶς ὁ διαχωρισμὸς τῶν δύο κοινοτήτων δὲ μοῦ ἐπέτρεψε νὰ μαζέψω πιὸ πολλὲς ἀφηγήσεις ἀπὸ Τουρκοκύπριες25». Η Μανδαμαδιώτου πολύ σωστά εντοπίζει κάποιες «τυχαίες» συγκυρίες και όχι απλά τη δυσκολία να μαζέψει αφηγήσεις από Τουρκοκύπριες, υποστηρίζοντας ότι «κάποια στοιχεῖα ποὺ στὸ ἔργο τῆς Μαραγκοῦ μοιάζουν νὰ εἶναι τυχαῖα καὶ συγκυριακὰ παρουσιάζουν ἐνδιαφέρουσες ἀντιστοιχίες μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀναλογία τῶν Τουρκοκύπριων καὶ τῶν Ἑλληνοκύπριων ἀφηγητριῶν (3:15) ἀντιστοιχεῖ περίπου στὰ πληθυσμιακὰ δεδομένα τῆς Κύπρου πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσβολή, σύμφωνα μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Ἑλληνοκύπριοι ἀποτελοῦσαν τὸ 80% καὶ οἱ Τουρκοκύπριοι τὸ 18% τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ νησιοῦ26». Αυτό που «τυχαία» εντοπίζει η Μαρία Μανδαμαδιώτου είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό της αποδοχής των Τουρκοκυπρίων ως ανθρώπων και φίλων αλλά όχι ως πολιτικά ίσων πολιτών. Η χρήση της έννοιας της φιλίας που αποδίδεται συχνά στους Τουρκοκύπριους εντοπίζεται ακόμα και σε ποίημα της Ν. Μαραγκού. Η ειρωνική χρήση της λέξης «φίλους» στο ποίημα της με τίτλο Για τους φίλους του Βορρά27 γίνεται ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτό της αποδοχής των Τουρκοκυπρίων ως φίλων αλλά χωρίς περαιτέρω πολιτική κατεύθυνση. Η υπερφίαλη πολιτική διάσταση της Ν. Μαραγκού παρά τις προσπάθειες να εντάξει στις αφηγήσεις της μια πολιτική διάσταση πέφτει σχεδόν πάντα στο κενό του απολιτίκ συγκινησιακού αφηγήματος. Η Αικατερίνη Κουμαριανού, ο Θεοδόσης Πυλαρινός όσο και ο Σταύρος Καραγιάννης συγκλίνουν στο γεγονός ότι η Ν. Μαραγκού διαπνέεται από αισθήματα αλλά όχι στενά «πατριωτικά»28 αφήνοντας πίσω τις «κυπροκεντρικές θεματικές, υπερβαίνοντας συγχρόνως και τα θέματα που προκάλεσε το πλήγμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, με όλα τα παρεπόμενά του29». Ο Σταύρος Καραγιάννης τονίζει ότι η απόκλιση από τα κυρίαρχα εθνικά αφηγήματα ταυτίζεται με την απόκλιση της πατριαρχικής αφηγηματικής πολιτικής: «Often in the book, the master narratives that have gained enormous currency in the Cyprus Republic are disrupted by the incidents narrated; a disruption that is vital if we are to move forward and escape the trappings of these master narratives30». Δεν είναι της παρούσης αλλά η ταύτιση του κυρίαρχου εθνικού αφηγήματος με την πατριαρχία είναι εξ ορισμού προβληματικό.
Τέλος, στο βιογραφικό σημείωμα της Ν. Μαραγκού μεταξύ άλλων διαβάζει κανείς το εξής: «Γεννήθηκα στη Λεμεσό το 1948. Ο πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατιά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο σημείο του31». Είναι αμφίβολο φυσικά αν η Κύπρος θεωρείται το ανατολικότερο σημείο του ελληνικού ορίζοντα ειδικά αν επιχειρηθεί να ρωτηθεί αυτό το 18% των Τουρκοκυπρίων φίλων μας.
1.Αλέξης Ζήρας, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Ιανουάριος 2004. https://www.marangou.com/%ce%b5%ce%af%ce%bd%ce%b1%ce%b9-%ce%bf-%cf%80%ce%ac%ce%bd%ce%b8%ce%b7%cf%81%ce%b1%cf%82-%ce%b6%cf%89%ce%bd%cf%84%ce%b1%ce%bd%cf%8c%cf%82-%ce%ba%cf%81%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b7-%ce%b1%ce%bb%ce%b5/
2. Μαρίνα Σχίζα, Έφυγε ταξιδιάρισσα και ελεύθερη, Ο Φιλελεύθερος 10 Φεβρουαρίου 2013.
3. Theodor W. Adorno, Αισθητική Θεωρία, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2000 (σελ. 31).
4. Νίκη Μαραγκού, Τα από κήπων, Εκδόσεις Άγρα, 1980.
5. Μαρίνα Σχίζα, Έφυγε ταξιδιάρισσα και ελεύθερη, Ο Φιλελεύθερος 10 Φεβρουαρίου 2013.
6. Πολίνα Ταμπακάκη, Οι γυναίκες της Κύπρου και η «παγκόσμια λογοτεχνία»: Νίκη Μαραγκού και Κωνσταντία Σωτηρίου, Χάρτης 26, Φεβρουάριος 2021. https://www.hartismag.gr/hartis-26/afierwma/oi-gynaikes-ths-kyproy-kai-h-pagkosmia-logotexnia-nikh-maragkoy-kai-kwnstantia-swthrioy# «Η μικροϊστορική προσέγγιση, η έμφαση στη γυναικεία φωνή και τον «άλλον», η θεματική του κυπριακού τραύματος με έλεγχο της συγκινησιακής φόρτισης μέσα από μια σύγχρονη γραφή αποτελούν τον κοινό χώρο της Μαραγκού και της Σωτηρίου.»
7. Πολίνα Ταμπακάκη, Οι γυναίκες της Κύπρου και η «παγκόσμια λογοτεχνία»: Νίκη Μαραγκού και Κωνσταντία Σωτηρίου, Χάρτης 26, Φεβρουάριος 2021. https://www.hartismag.gr/hartis-26/afierwma/oi-gynaikes-ths-kyproy-kai-h-pagkosmia-logotexnia-nikh-maragkoy-kai-kwnstantia-swthrioy#
8. Δ΄ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία, 29/4-3/5 2008) Διαμάντη Αναγνωστοπούλου. https://www.marangou.com/%ce%b4%ce%84-%ce%b4%ce%b9%ce%b5%ce%b8%ce%bd%ce%ad%cf%82-%ce%ba%cf%85%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%ad%ce%b4%cf%81%ce%b9%ce%bf-%ce%bb%ce%b5%cf%85%ce%ba/
9. Δ’ Διεθνές Κυπρολογικό Συνέδριο (Λευκωσία, 29/4-3/5 2008) Διαμάντη Αναγνωστοπούλου. https://www.marangou.com/%ce%b4%ce%84-%ce%b4%ce%b9%ce%b5%ce%b8%ce%bd%ce%ad%cf%82-%ce%ba%cf%85%cf%80%cf%81%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%cf%8c-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%ad%ce%b4%cf%81%ce%b9%ce%bf-%ce%bb%ce%b5%cf%85%ce%ba/
10. Θεοδόσης Πυλαρινός, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010.
11. Θεοδόσης Πυλαρινός, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010.
12. Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, 2007.
13. Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, 2007.
14. Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, 2007.
15. Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, 2007.
16. Νίκη Μαραγκού, Ο δαίμων της πορνείας, Διηγήματα, Εκδόσεις Μελάνι, 2007.
17. Αντώνης Κ. Πετρίδης, Κύπρονδε. Παρεμβάσεις στη σύγχρονη κυπριακή (και ελλαδική) λογοτεχνία και το θέατρο, Εκδόσεις Άνευ, 2019, (σελ. 53).
18. https://www.marangouatkings.com/shop/p/-4
19. Μαρίνα Σχίζα, Έφυγε ταξιδιάρισσα και ελεύθερη, Ο Φιλελεύθερος 10 Φεβρουαρίου 2013. «Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς που περνάμε, όπου κανείς δεν είναι πια σίγουρος για τίποτα, οι γυναίκες αυτές είχαν μια δωρική, αρχέγονη γνώση του σωστού και του δικαίου, που με άφηνε άναυδη και με βοηθούσε να ζήσω με διάκριση. Από τις αφηγήσεις τους περνά η αποικιοκρατία, ο αγώνας της ΕΟΚΑ, η εισβολή αλλά προπαντός η καθημερινότητά τους. Και βγαίνει τελικά μια εικόνα της Κύπρου, που δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί από έναν ιστορικό ή έναν κοινωνιολόγο».
20. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Νίκη Μαραγκού: ρήξεις και συνέχειες στην ιστορία του μείζονος Ελληνισμού, Εφημερίδα Τα Νέα, 22 Ιανουαρίου 2011.
21. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Νίκη Μαραγκού: ρήξεις και συνέχειες στην ιστορία του μείζονος Ελληνισμού, Εφημερίδα Τα Νέα, 22 Ιανουαρίου 2011.
22. Βικτωρία Καπλάνη, Διαβάζοντας τη Νίκη Μαραγκού. Στις 23 Μαΐου 2013 σε εκδήλωση στη Κεντρική Βιβλιοθήκη του Δήμου Θεσσαλονίκης κάναμε μια εκδήλωση προς τιμή της όπου μίλησαν για τη ζωή και το έργο της οι Βικτωρία Καπλάνη, Αρχοντούλα Διαβάτη, ο Βασίλης Καραγιάννης και ο Ανδρέας Καρακόκκινος.
23. Μαρία Μανδαμαδιώτου, Η εισβολή του 1974 και η προσφυγιά στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μνήμη και ιστορία από Κύπρος Γυναικεία φωνή και μνήμη στο έργο της Νίκης Μαραγκού, Π. Ταμπακάκη, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2019 (σελ. 203-220).
24. Μαρία Μανδαμαδιώτου, Η εισβολή του 1974 και η προσφυγιά στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μνήμη και ιστορία από Κύπρος Γυναικεία φωνή και μνήμη στο έργο της Νίκης Μαραγκού, Π. Ταμπακάκη, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2019 (σελ. 203-220).
25. Μαρία Μανδαμαδιώτου, Η εισβολή του 1974 και η προσφυγιά στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μνήμη και ιστορία από Κύπρος Γυναικεία φωνή και μνήμη στο έργο της Νίκης Μαραγκού, Π. Ταμπακάκη, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2019 (σελ. 203-220).
26. Μαρία Μανδαμαδιώτου, Η εισβολή του 1974 και η προσφυγιά στις Δεκαοκτώ αφηγήσεις της Νίκης Μαραγκού. Μνήμη και ιστορία από Κύπρος Γυναικεία φωνή και μνήμη στο έργο της Νίκης Μαραγκού, Π. Ταμπακάκη, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2019 (σελ. 203-220).
27. Νίκη Μαραγκού, Προς Αμυδράν Ιδέαν / For a Faint Idea, Το Ροδακιό, 2013.
28. Αικατερίνη Κουμαριανού, Περιοδικό Κριτικής Λογοτεχνίας και Τεχνών, Τεύχος 7, Μάρτιος 2005. «… ιστορίες για το νησί της, την Κύπρο, βρίσκουν στην διαπραγμάτευση της Μαραγκού μιαν εξαιρετικά αρμονική έκφραση, καθώς διαπνέονται από αισθήματα, όχι στενά «πατριωτικά», αλλά αισθήματα που τα εμπνέει μια πρωτεϊκή, θα έλεγα, σχέση για ότι συναποτελεί την Κύπρο, την ιστορία και τον πολιτισμό της.»
29. Θεοδόσης Πυλαρινός, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2010. «Η συγγραφέας αυτή έχει υπερβεί τις κυπροκεντρικές θεματικές, υπερβαίνοντας συγχρόνως και τα θέματα που προκάλεσε το πλήγμα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, με όλα τα παρεπόμενά του. Υπερβαίνοντας, εξηγούμεθα, και όχι προσπερνώντας αδιάφορα ή παραβλέποντας τα δραματικά γεγονότα, τα οποία έπληξαν δεινά και την ίδια. Ωστόσο, η Κύπρος, με άλλους τρόπους, είτε με αναφορές σε χώρους και σε πρόσωπα ιερά, ως απολεσμένα (η Αμμόχωστος, η πόλη της, είναι βασικό δείγμα), είτε με το ήθος και τον πόνο της ιδιαίτερης πατρίδας της, που μεταγγίζεται στα λογοτεχνήματά της, η Κύπρος είναι παρούσα. Όμως, και αυτό το θεωρούμε βασικό, τα κυπρογενή υλικά της μεταβολίζονται στην ελλαδικότητα και την οικουμενικότητα του έργου της, εμπλουτίζοντας τη νέα ελληνική λογοτεχνία, στην οποία ανήκει οργανικά η κυπριακή.»
30. Stavros Karayannis, Review of Δεκαοκτώ αφηγήσεις, Cadences: a Journal of Literature and the Arts in Cyprus, Fall 2012. https://www.marangou.com/review-of-%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B1%CE%BF%CF%87%CF%84%CF%8E-%CE%B1%CF%86%CE%B7%CE%B3%CE%AE%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-by-stavros-karayanni-rodakio-2012/
31. https://www.marangou.com/%ce%b2%ce%b9%ce%bf%ce%b3%cf%81%ce%b1%cf%86%ce%b9%ce%ba%cf%8c/