https://iolcos.gr/eshop/titlos/ta-prota-vimata/
To τρίπτυχο δυσκολία – προσπάθεια – ματαίωση αποτελεί κυρίαρχο ποιητικό μοτίβο που διατρέχει το έργο του Σ.-Α. Αγούρου και μπορεί να ανιχνευτεί σε διάφορες μορφές στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται συχνά εγκλωβισμένο σε μια αναπόδραστη τρίγωνη φυλακή: αποπειράται να διαχειριστεί δυσχερή και επώδυνα συναισθήματα, συνδεδεμένα με την απώλεια, τη μοναξιά, τα πάθη, επιστρατεύει δυνάμεις και στρατηγικές σε μια απέλπιδα προσπάθεια ψυχικής ίασης και τελικά, ηττάται διαπιστώνοντας την πανδαμάτορα δύναμη του πόνου και την αδυναμία διαφυγής.
Η ύπνωση, το όνειρο, δημιουργεί στο έργο του Σ.-Α. Αγούρου ένα χωροχρονικό πλαίσιο, όπου δυνητικά οι αφηγητές των ποιημάτων της συλλογής θα βρουν μια παροδική λύτρωση από τη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν. Το ονειρικό σύμπαν, προσωπικό και ασφαλές, διέπεται από εξωλογικούς κανόνες καταλληλότερους σε σχέση με την επίγεια λογική να εξηγήσουν τα ανεξήγητα και να γιατρέψουν τα αγιάτρευτα. Το ονειρικό σύμπαν παρέχει ουράνιο φως που εξουδετερώνει το χοϊκό μίσος, το ονειρικό σύμπαν γεφυρώνει χάσματα νεκρών ζωντανών και μαλακώνει τη νοσταλγία, το ονειρικό σύμπαν νεκρώνει του σώματος την κόπωση και του μυαλού το επίγειο. Δυστυχώς όμως, τα όνειρα τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωή έχουν βραχύβιο χαρακτήρα, διαρκούν πολύ λίγο.
Το ποιητικό υποκείμενο του Σ.-Α. Αγούρου μιλά και αέναα παίζει με τους δαίμονές του. Διαχειρίζεται φόβους, μίση και την οδύνη που προκαλεί ο Θάνατος ή ο χωρισμός, άλλοτε επικείμενος και άλλοτε τετελεσμένος. Τα συναισθήματα προσωποποιούνται, παίρνουν την ειδεχθή μορφή δαιμονικών όντων με τους οποίους οι ποιητικοί αφηγητές, διαλέγονται, τους ξεγελούν, παίζουν κρυφτό μαζί τους, αμφισβητούν τη δύναμή τους. Οι ποιητικοί αφηγητές μεταχειρίζονται κάθε μέσο να νικήσουν, μα βαυκαλίζονται πως από τους δαίμονες μπορείς να γλιτώσεις, δεδομένου ότι τα οδυνηρά συναισθήματα αδυνατούν να υπνωθούν. Το διαλογικό παιχνίδι δαιμόνων – αφηγητή οδηγεί νομοτελειακά σε μια ιδιότυπη, μια οξύμωρη συμφιλίωση που εκφράζεται λεκτικά με οξείες αντιφάσεις: ο Χάρος γίνεται φίλος καλός, σύντροφος και συνταξιδιώτης η μοναξιά προσφέρει σε σταθερή βάση μια κρύα αγκαλιά, το μίσος γίνεται μόνιμος αδερφός. Η συμφιλίωση αυτή δεν έχει βέβαια θετικό πρόσημο: υποδηλώνει το μόνιμο της εγκατάστασης των δαιμόνων μέσα στο μυαλό του ποιητικού υποκειμένου, όχι την έλλογη διαχείριση του πόνου και τη συνακόλουθη ηρεμία που δυνητικά θα επέφερε.
Στα πρώτα βήματα της ποίησης του Σ.-Α. Αγούρου, παρελαύνουν δαίμονες παρέα με παιδιά. Κοινός τόπος και γιατί, όχι, συνδετικός κρίκος της συντριπτικής πλειοψηφίας των ποιημάτων (με εξαίρεση το Σ’ αγαπώ, το Σ’ αγαπάω ακόμα και το Άτιτλο και την Ξανθούλα), είναι μια αναφορά στην παιδική ηλικία που ξεπηδά και διακόπτει απότομα, απρόσμενα και παροδικά, σαν διάττοντας αστέρας, το σκοτεινό τοπίο του ποιητικού περιβάλλοντος. Η παιδική ηχώ στην ποίηση είναι άλλοτε άμεση και άλλοτε έμμεση. Ελλοχεύει στο Μίσος, μέσα από τις αναφορές στα παιδικά παιχνίδια κορόιδο και κυνηγητό, υποφώσκει στο Μυστικό για τη ζωή, όπου οι λεκτικές επιλογές διακειμενικά χτίζουν ένα παραμυθικό αφηγηματικό πλαίσιο, η παιδική ηχώ ακούγεται στο Φεγγαράκι, λόγω της άμεσης αναφοράς στο γνωστό παιδικό τραγούδι. Στα άλλα ποιήματα το παιδί γίνεται ορατό άμεσα σε κάποια αράδα και επιστρατεύεται άλλοτε για να εντείνει την αδυναμία του ποιητικού υποκειμένου να παλέψει τους δαίμονες – τα παιδιά είναι πιο αδύναμα από τους μεγάλους, την επίμονη προσπάθεια να λυτρωθεί – τα παιδιά επιμένουν να πάρουν αυτό που τους ανήκει ή πρόκειται για ένα παιδί που ενυπάρχει στην ψυχή του αφηγητή, όπως και στην ψυχή όλων μας, παιδί πληγωμένο που τα τραύματα το σημαδεύουν αιώνια, ξυπνώντας πού και πού από τον λήθαργο του, παιδί που μεγάλωσε βίαια και δεν έζησε παιδικότητα μα αναζητά τη χαμένη του αθωότητα. Η παιδική ηχώ απουσιάζει από 4 ποιήματα της συλλογής, 2 από τα οποία είναι αμιγώς ερωτικά. Τυχαία η επιλογή, ασυνείδητη, ή μήπως τελικά ο έρωτας, που τόσο πόνο προκαλεί στον αφηγητή, οφείλει να είναι παιχνίδι μόνο ενηλίκων;
Τα πρώτα βήματα του Σ.-Α. Αγούρου είναι βήματα κατωφερή και διαγράφουν πορείες σε σκιερά μονοπάτια που συχνότερα σε φέρνουν πίσω παρά εμπρός. Τα πρώτα βήματα οδηγούν στο παρελθόν, όπου αναζητούνται τα βαθύτερα αίτια για τους εφιάλτες του παρόντος, κατεβάζουν στο θαλάσσιο βυθό, βυθίζουν στα ανήλιαγα υπόγεια του υποσυνείδητου και πορεύονται συχνότατα στο σκοτάδι παρά στο φως. Τα πρώτα βήματα τα περπατά κανείς μόνος του, η μόνη παρέα σου θα είναι οι αναμνήσεις του απωλεσθέντος έρωτα, η μνήμη θανάτου, η βασανιστική ηχώ των φωνών που γυρίζουν αδιάκοπα στο κεφάλι.
Έντονο το πεσσιμιστικό πλαίσιο της ποιητικής συλλογής, αντικατοπτρίζει αναπόφευκτα όλη τη σκοτεινιά μιας μακρόχρονης δύσκολης περιόδου που βίωσε ο ποιητής όλα αυτά τα χρόνια στα χώματα της Δυτικής Πελοποννήσου, περιόδου στην οποία η απώλεια αγαπημένων προσώπων, η ματαίωση προσδοκιών, ο πολυποίκιλος πόνος δεν εξωτερικεύτηκε σε πρόσωπα αλλά βρήκε αλλού διέξοδο, αποτυπούμενος χειρόγραφα ως ποιητικό υλικό σε χαρτί, οδηγώντας στη συλλογή που έχουμε την τύχη να κρατάμε στα χέρια μας. Και παρόλο που οι βιογραφικές λεπτομέρειες του εκάστοτε συγγραφέα δεν πρέπει να παρέχουν το μοναδικό δεσμευτικό ερμηνευτικό κλειδί για να προσεγγίζει κανείς ποίηση ή λογοτεχνία, – ο κάθε αναγνώστης πρέπει να νιώθει ελεύθερος να απολαύσει και να βιώσει τα ποιήματα με το δικό του προσωπικό τρόπο, όλοι λίγο πολύ σε αυτό το ακροατήριο γνωρίζοντας προσωπικά τον ποιητή, διαβάζοντας τα πρώτα βήματα γινόμαστε μύστες των συναισθημάτων που στο παρελθόν βίωσε, κάποια από τα οποία βγήκαν φειδωλά στην επιφάνεια σε προσωπικές επαφές που ο καθένας μας είχε μαζί του ενώ κάποια άλλα κρύφτηκαν καλύτερα στις σελίδες αυτού του βιβλίου.
Η μετάβαση του ποιητή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού σηματοδοτεί ένα νέο επαγγελματικό ξεκίνημα, σηματοδοτεί νέες σχέσεις σε ένα πολλά υποσχόμενο πολυπολιτισμικό περιβάλλον, επαναπροσδιορισμό στοχοθεσίας και θέασης της ζωής και πληθώρα νέων βιωμάτων, των οποίων έχω την τύχη προσωπικά να είμαι μέτοχος από τη θέση του συναδέλφου και επιστήθιου φίλου του ποιητή. Αν τα πρώτα βήματα σκοτεινιάζουν λίγο την όμορφη αυτή Αχαϊκή βραδιά, ευελπιστώ και αδημονώ, απηχώντας θεωρώ και το δικό σας ενδόμυχο πόθο, να μου δοθεί η ευκαιρία να δω πώς τα νέα βιώματα του ποιητή θα αποκρυσταλλωθούν ποιητικά, οδηγώντας σε μια νέα συλλογή με περισσότερα βήματα σε δρόμους λουσμένους από φως, όπως αυτά αποτυπώνονται όμορφα στο ανέκδοτο ποίημα Τόλμημα που κρατώ μπροστά μου.
Δικό σου τόλμημα δικό σου το έργο
Η επίβλεψη κρίνω πως ήταν απαραίτητη
Ένα άλμα στο κενό δε δείχνει ιδιαίτερη σύνεση
Κι όμως πηδάω
Ίσως η σύγκρουση να είναι βίαιη
Δεν σκοπεύω να κρυφτώ ξανά στο σκοτάδι
Βγαίνω στο φως και τολμώ την πράξη
Πηδάω
Ένας πόνος στην πλάτη
Φυτρώνουν φτερά
Πετάω
Αυγουστίνος Συκόπουλος-Μπέλλος,
διδάκτωρ κλασικής Φιλολογίας ΑΠΘ