Η λογοτεχνική ανάγκη να εκφραστεί το κυπριακό πολιτικό πρόβλημα σ’ ένα λογοτεχνικό έργο είναι σχεδόν αναπόφευκτη και κάθε φορά λαμβάνει διαφορετικές μορφές εισαγωγής και διατύπωσής του. Αν και ο κάθε ιδιόλεκτος λογοτεχνικός λόγος προσπαθεί ν’ αποβάλλει δια ροπάλου την όποια πολιτική πραγματικότητα εν τέλει αποτυγχάνει. Η προσπάθεια να υπάρξει μια λογοτεχνική γραφή απαλλαγμένη από την πολιτική ιστορία του τόπου δεν είναι λογοτεχνικό πρόταγμα αλλά σχεδόν εξολοκλήρου πολιτικό. Όσον αφορά το λογοτεχνικό περιεχόμενο, η ερωτική ποίηση και η έμφυλη διάστασή της, η αναζήτηση του εαυτού μέσα από τη γλώσσα, οι υπερρεαλιστικές εξάψεις, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, οι περιθωριοποιημένοι συγγραφείς ως μποέμ εικόνα και οι ανθρώπινες ιστορίες και βιώματα είναι μερικές λογοτεχνικού τύπου συναισθηματικές απόπειρες απώθησης της πολιτικής από τη λογοτεχνική παραγωγή. Μια συναισθηματικού τύπου απώθηση η οποία τοποθετεί το πολιτικά στενό και άχαρο πλαίσιο του κυπριακού προβλήματος στο περιθώριο της λογοτεχνικής παραγωγής, έξω δηλαδή από τη δημιουργικότητα. Μια τέτοιου είδους έξωση όμως είναι εκτός των άλλων και πλασματική. Αν η απώθηση είχε μια πολιτική διάσταση και όχι απλά μια συναισθηματική εκτόνωση θα συμπεριλάμβανε τόσο την ιστορική ωριμότητα όσο και τους έμπρακτους κοινωνικούς αγώνες για την πολιτική υπέρβαση του κυπριακού προβλήματος. Κατά συνέπεια, η κυπριακή λογοτεχνία εγγράφει στον πυρήνα της το στενό και άχαρο πλαίσιο του κυπριακού προβλήματος ως αυτό που την ορίζει.
Οι λογοτέχνες διατηρούν το πνεύμα του κυπριακού προβλήματος στη λογοτεχνική τους παραγωγή γιατί ακριβώς δεν μπορούν να δραπετεύσουν από την ιστορία. Ο σύγχρονος λογοτέχνης, μέρος μιας κοινωνικής και πολιτικής συλλογικής συνείδησης, δεν πιστώνεται με την απαραίτητη πολιτική ωριμότητα ως μια εξέχουσα προσωπικότητα που έχει τα εφόδια για την υπέρβαση αυτού του άχαρου πλαισίου του πολιτικού προβλήματος. Συνεπώς, στη λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου εντοπίζεται – με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, συνειδητά ή ασυνείδητα, άλλοτε με θραύσματα λογοτεχνικά κι άλλοτε ρητά – το κυπριακό πρόβλημα. Για να μην υποπίπτει όμως το λογοτεχνικό προϊόν των λογοτεχνών στην κοινοτοπία του πολιτικού προβλήματος – σαν ένα μεταξύ άλλων ανεπίκαιρο και κοινότοπο θέμα – χρησιμοποιούν κατά κόρον αυτό που κληροδότησαν από τους προγόνους τους, το λεγόμενο ιστορικό τραύμα. Το τραύμα χρησιμοποιείται ως όρος σχεδόν παραπλανητικός και πολλές φορές αυστηρά φορτισμένος με συγκεκριμένο ιστορικό περιεχόμενο. Το κληροδοτημένο τραύμα λειτουργεί παράλληλα και ως η επικαιροποίηση του ανεπίκαιρου πολιτικού προβλήματος. Η λογοτεχνική προσέγγιση πλαισιώνει σχεδόν αποκλειστικά το τραύμα με την εισβολή της Τουρκίας στις 20 Ιουλίου του 1974. Εντούτοις, μ’ ελάχιστη προσοχή μάλλον διακρίνονται κι άλλα ίχνη ιστορικών γεγονότων στο εσωτερικό του τραύματος κάτι που η λογοτεχνική παραγωγή αποφεύγει να το λαμβάνει υπόψη. Τα ιστορικά ίχνη του κληροδοτημένου τραύματος συγκροτούνται από την τουρκική εισβολή αλλά και από τον αιώνιο πόθο ενός ανολοκλήρωτου ιστορικού αγώνα – αυτόν της Ένωσης. Ένας εθνικιστικός πόθος ο οποίος πραγματώνεται πολιτικά με το στρατιωτικό πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου του 1974 από την Ελλάδα. Το εκφρασμένο ως λογοτεχνική παράδοση ιστορικό τραύμα καταδεικνύει με σαφήνεια τη διττή συγκρότησή του. Πιο αναλυτικά, φαίνεται να διατηρείται στο τραύμα η σοβινιστική φλόγα του εθνικιστικού πόθου του ανολοκλήρωτου αγώνα για Ένωση και παράλληλα η εισβολή του 1974. Είναι σημαντικό όμως να αναφερθεί ότι από το γεγονός της εισβολής του 1974 ξεδιπλώνονται από τις εσωτερικές ιστορικές πτυχές του συμβάντος ένας ρομαντικός πόθος για την Ένωση. Σήμερα, η σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνική παραγωγή επιτάσσει μια ιστορική απολέπιση του τραύματος με σκοπό να παραμείνει εντός της μόνο η ρομαντική της αμβροσία. Η συγγραφέας της βραβευμένης μελέτης Λογοτεχνία και τραύμα. Το 1974 στην κυπριακή και ελλαδική λογοτεχνία με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Βασιλική Σελιώτη ισχυρίζεται ότι: «Οι νέοι λογοτέχνες πραγματεύονται το τραύμα από τη σκοπιά του μέλλοντος, από μια προοπτική, δηλαδή, υπέρβασής του – που καθόλου δεν σημαίνει και λήθη του1». Επίσης, ταυτισμένη θέση με τη κ. Σελιώτη έχει και ο καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Παντελής Βουτουρής. Ο κ. Βουτουρής αναφέρει χαρακτηριστικά «πως είναι φανερό ότι το θέμα της εισβολής-κατοχής δεν είναι πια πρωτεύον κι όπου εμφανίζεται λειτουργεί συνήθως στο επίπεδο της μεταφοράς και των υποδηλώσεων. Φαίνεται ότι στους νεότερους ιδίως συγγραφείς οι κληρονομημένες τραυματικές παραστάσεις υποκαθίστανται από άλλες, σύγχρονες, άμεσα βιωματικές και υπαρξιακές ανησυχίες. Όσο απομακρυνόμαστε χρονολογικά από το 1974 το τραύμα εσωτερικεύεται, απωθείται σε εσωτερικά στρώματα και εκφέρεται με ένα λόγο περισσότερο κρυπτικό, ασυνεχή και θραυσματικό2». Τόσο ο καθηγητής όσο και η κ. Σελιώτη προσπαθούν να εγκλωβίσουν το ιστορικό τραύμα μόνο στον «κρυπτικό, ασυνεχή και θραυσματικό» τρόπο αποτύπωσής του ως υπέρβαση αλλά ταυτόχρονα και όχι ως τέτοια. Κατά συνέπεια, δημιουργείται ένα κενό μεταξύ της αποτύπωσης και της υπέρβασης στο οποίο επικαλύπτεται από αινιγματική σαγήνη και κρυπτικό χαρακτήρα. Το 1974 διατηρεί εκείνα τα δυνητικά ιστορικά στοιχεία με τα οποία μπορεί να εκμεταλλεύεται ο κάθε συγγραφέας «στο επίπεδο της μεταφοράς» και της «αποτύπωσης» αποϊστορικοποιώντας τα ιστορικά γεγονότα για ν’ ανακαλύψει μάλλον μια κρυφή ομορφιά. Διενεργείται μ’ άλλα λόγια μια ιστορική απολέπιση η οποία έγκειται στον εξοβελισμό του εθνικισμού και του σοβινισμού αλλά παράλληλα συνεχίζει και διατηρεί στον πυρήνα του τραύματος τη ρομαντική ιδέα του πόθου του ανολοκλήρωτου αγώνα για Ένωση. Επομένως, το τραύμα περνάει από την κοινότοπη βαφτισμένη από εθνικισμό λογοτεχνική έκφραση σ’ ένα λογοτεχνικό κρυστάλλινο λόγο που διαχειρίζεται το τραύμα ως ένα φαινομενολογικό προϊόν. Το συγκεκριμένο τραύμα λειτουργεί ως ένα βίωμα δηλαδή το οποίο δεν εντοπίζεται στον χρόνο ή στον χώρο αλλά αλιεύεται μέσα από τους προγόνους και τίθεται γυμνό από την ιστορικότητά του. Συνεπώς, ένα τέτοιο τραύμα δημιουργεί αντίστοιχα μια ανόθευτη εκφραστική ισχύ, μια γλώσσα αγνή και καθαρή η οποία αντέχει σε οποιεσδήποτε είδους πολιτικές και ιστορικές δονήσεις. Μια λογοτεχνική γλώσσα που δεν έχει τα κατάλληλα εφόδια ν’ αναιρέσει ούτε τον εαυτό της και κατά συνέπεια ούτε τον κρυφά εσωτερικευμένο εθνικιστικό της πολιτικό λόγο. Ο φαινομενικά απαλλαγμένος από εθνικισμό κρυστάλλινος λόγος τρέφει το τραύμα και τρέφεται παράλληλα από τον πόθο του ανολοκλήρωτου αγώνα, επομένως ουσιαστικά και από τον εθνικισμό επίσης. Το τραύμα λοιπόν είναι το αντίτιμο το οποίο εξασφαλίζει ο κάθε συγγραφέας για τη μακρά απήχησή του στο κοινό αλλά και την επικύρωση και την έγκριση του εκάστοτε έργου του στο πολιτιστικό και πολιτικό κατεστημένο. Παράλληλα, είναι μια λογοτεχνική τάση η οποία επικρατεί στην αγορά και με κάθε μέσο πρέπει να διατηρήσει το εφήμερο της ύπαρξής της. Μια γρήγορη ανασκόπηση σ’ εφημερίδες, περιοδικά, εκθέσεις, φεστιβάλ, βιβλία και ραδιοτηλεοπτικά πάνελ εντοπίζει κανείς ένα κοινό παρανομαστή, το τραύμα. Το απαλλαγμένο από την ιστορικότητα τραύμα δεν θα μπορούσε αλλιώς να μην είναι εμποτισμένο από συναισθηματισμό και ψυχολογισμό. Κατά συνέπεια, η έννοια του τραύματος λειτουργεί και ως μια φετιχιστική τάση της σύγχρονης κυπριακής λογοτεχνικής γραφής. Όταν εισέρχεται στη λογοτεχνική γραφή το αποϊστορικοποιημένο πια εθνικό τραύμα γίνεται αυτόματα ένα τραύμα-πασπαρτού με το οποίο η όποια αισθητική και πολιτική του εκδοχή γίνεται χωρίς περαιτέρω κριτική και ερμηνεία αποδεκτή και ιστορικά έγκυρη. Το τραύμα δηλαδή λειτουργεί ως μια τάση η οποία μπορεί να εκφραστεί ακόμα και με τη μορφή της ερωτικής ποίησης, του υπαρξιακού ή και του ψυχολογικού είδους έκφρασης. Ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης στο άρθρο του με τίτλο Κυπριακή πεζογραφία και Ιστορία: Μια σχέση τραύματος3 δημοσιευμένο στο λογοτεχνικό περιοδικό BookPress εντοπίζει σε συγκεκριμένα λογοτεχνικά έργα ένα κοινό θραύσμα του τραύματος. Ο κ. Περαντωνάκης εστιάζει στις συγγραφείς Λ. Παπαλοΐζου, Κ. Σωτηρίου, Β. Σελιώτη όπως και στους Σ. Σωφρονίου, Κ. Μαργαρίτη και Σ. Χριστοδούλου και υποστηρίζει, συμφωνώντας και με τον κ. Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, ότι «η Κωνσταντία Σωτηρίου […] έχει δείξει […] {όπως και οι υπόλοιποι} πως το εθνικό τραύμα μπορεί εύλογα να μην υποχωρεί, αλλά οι σημερινοί συγγραφείς αντιλαμβάνονται πλέον διαφορετικά τόσο την έννοια της Ιστορίας […] όσο και τους τρόπους της αφήγησης, που αποφεύγοντας να υιοθετήσουν θρηνητικούς και καταγγελτικούς τόνους δεν ενθαρρύνουν το οιοδήποτε μίσος για τον άλλο4». Για παράδειγμα, μια μυθιστορηματική προσπάθεια ιστορικής και πολιτικής απολέπισης εντοπίζεται στο λογοτεχνικό έργο Το Βουνί της Λουίζας Παπαλοΐζου (Εκδόσεις Το Ροδακιό 2020). «Το έργο δεν διακατέχεται από κανένα πολιτικό περιεχόμενο αλλά παράλληλα δημιουργεί μια μετέωρη πολιτική χροιά. Αυτό που διακρίνεται στο έργο είναι ένας επιτηδευμένος λογοτεχνικός τρόπος ώστε να συγκροτηθεί μια απόσταση ασφαλείας από ένα πολιτικό σώμα-λόγο. Αν και θα μπορούσε να κινείται το πολιτικό σώμα μέσα στο έργο έστω σαν οργανική σκιά, η Παπαλοΐζου το αποφεύγει. Ο συνεχής λογοτεχνικός λόγος απώθησης του πολιτικού στοιχείου στο έργο γίνεται με μια επιτηδευμένη αφέλεια μιας φολκλορικής πολιτικής αντίληψης δια της οποίας σηματοδοτεί στον αναγνώστη τη λογοτεχνικά «αυτόνομη» αδιαφορία της για την ιστορικά πολιτική Κύπρο. Συνεπώς, η Παπαλοΐζου εμμένει σε μια νοσταλγική περιπέτεια εκτοπίζοντας την πολιτική και μαζί αναγκαστικά τον απαντητικό ρόλο της λογοτεχνικής ισχύς. Τοποθετεί τον αναγνώστη σε μια επιφάνεια πραγματικότητας στην οποία κρατιέται ένα λογοτεχνικού τύπου αίνιγμα μιας νοσταλγικής παρατημένης ζωής που μένει για πάντα άλυτη5». Είναι σημαντικό να καταδειχθεί ότι η διαφορετική αυτή πλασματική αποπολιτικοποιημένη νοσταλγική αφήγηση καταγράφεται και από την κριτική της Αυγής Λίλλης στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέο Πλανόδιον. Η κ. Αυγή Λίλλη θεωρεί την «εύφλεκτη κυπριακότητα», όπως την διατυπώνει, να μην σχετίζεται με την πολιτική αλλά κατά την κριτικό «ορίζεται πρωτίστως από τα γηγενή συστατικά του τόπου: τα γήινα χρώματα, τους βράχους πάνω από τη θάλασσα, τους λεμονανθούς και τους ζίζιρους, τα σύκα που πέφτουν τον Αύγουστο στο στόμα, το κολασμένο καλοκαίρι και τη μάστιγα της ανομβρίας – όλα στοιχεία που οι ντόπιοι διαχρονικά τείνουν να υποτιμούν και να ξεχνούν, γενετικά εντούτοις χαρακτηριστικά καταγωγής και εντόπιας βίωσης της κοινής ζωής, τα οποία ορίζουν εν τέλει την οικουμενικότητα της ξεχωριστής εμπειρίας6.». Είναι έκδηλο λοιπόν το γεγονός ότι το παράδειγμα της Λουίζας Παπαλοΐζου μεταξύ άλλων λογοτεχνικών έργων διαμορφώνεται – ή κατά την Αυγή Λίλλη «μετα-γράφεται» πλέον η διαφορετικότητα της αντίληψης της έννοιας της Ιστορίας.
Επίσης, η θέση του κ. Περαντωνάκη ότι το «εθνικό τραύμα μπορεί εύλογα να μην υποχωρεί» και κατά δεύτερον ότι «αντιλαμβάνονται την έννοια της ιστορίας διαφορετικά» χρήζει μιας ιδιαίτερης προσοχής. Συγκεκριμένα, η θέση του Αντώνη Πετρίδη, όπως αναφέρεται στο ίδιο το άρθρο του Γ. Ν. Περαντωνάκη, υποστηρίζοντας ότι «οι συγγραφείς αυτοί αναζητούν νέα θεματολογία (πέρα και συχνά μακριά από την εμμονή στο ιστορικό τραύμα του τόπου) και προβάλλουν πιο συντονισμένοι με τα διεθνή ρεύματα. Αυτή η εξωστρέφεια καθιστά την τρέχουσα λογοτεχνία μας πιο πολυπρόσωπη, ευρεία και λιγότερο τοπικιστική στη θεματολογία και τους τρόπους της από ό,τι υπήρξε στο παρελθόν7». Οι δύο αυτές θέσεις των Πετρίδη και Γ. Ν. Περαντωνάκη με τα λόγια του Β. Χατζηβασιλείου φαίνεται να ενισχύουν η μια την άλλη. Το γεγονός ότι το εθνικό τραύμα δεν υποχωρεί στη λογοτεχνική παραγωγή της Κύπρου επειδή οι λογοτέχνες έχουν διαφορετική αντίληψη της ιστορίας – χωρίς καμία περαιτέρω ανάπτυξη των χαρακτηριστικών της διαφορετικής αντίληψης – ενισχύει τη θέση του Α. Πετρίδη. Ο ίδιος θεωρεί τη λογοτεχνική προσέγγιση του ιστορικού τραύματος ως μια ιδεοψυχαναγκαστική εμμονή. Αντίστοιχα, ο ψυχολογισμός του Α. Πετρίδη ενισχύει τη θέση των Β. Χατζηβασιλείου και Γ. Ν. Περαντωνάκη η οποία αφορά την αντίληψη μιας χωρίς περιεχόμενο διαφορετικότητας της έννοιας της ιστορίας. Μια είδους διαφορετικότητα η οποία μάλλον αφαιρεί την ιστορικότητα από το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το υποκείμενο ν’ αντιλαμβάνεται την ιστορία ως μια μεταξύ άλλων θεματική. Πάνω σ’ αυτή τη βάση η ιστορία συγκροτείται από γεγονότα που αντιμετωπίζονται και ερμηνεύονται από την ψυχοπαθολογία και βέβαια από την άκρως υποκειμενική αντίληψη της έννοιας της ιστορίας. Το γεγονός ότι αυτό θεωρείται «εξωστρέφεια» είναι παραπλανητικό. Η εξωστρέφεια σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι άλλο παρά το ότι ο λογοτέχνης είναι εγκλωβισμένος μέσα στην παράσταση. Ο λογοτέχνης ο οποίος αναζητά μια νέα θεματολογία έξω από την ιστορική της διάσταση έγκειται στο γεγονός ότι δεν έχει τη δυνατότητα ν’ αναστοχαστεί την ίδια την ιστορική του πολιτική ύπαρξη επειδή ακριβώς είναι παθητικά αναπόσπαστο μέρος της. Η έννοια του τραύματος χρησιμοποιείται σήμερα από τους συγγραφείς ως τροφή για το έργο τους, μια τροφή όμως που αποτελείται από τον ίδιο τον εαυτό τους ως υλικό που οι ίδιοι επεξεργάστηκαν. Το ιστορικό τραύμα λοιπόν δεν λειτουργεί ως αλληγορία του εθνικού διχασμού η οποία θα μπορούσε να ιχνηλατεί το ιστορικό ίζημα τόσο της ιστορίας όσο και της γλώσσας που το κουβαλάει. Τουναντίον, ανέκαθεν το λογοτεχνικά εκφρασμένο ιστορικό τραύμα λειτουργεί ως μια παραγωγή νεκρής μεταφοράς. Μια μεταφορά η οποία επεμβαίνει σκόπιμα στο τραύμα προσπαθώντας να εμπλουτίζει τη γραφή με φαινομενικά καινούργιες σημασίες και χωρίς να υπεισέρχεται κριτικά σ’ αυτήν. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τον συγγραφέα συγκροτεί μ’ εργαλείο τη μεταφορική γραφή τόσο το κύρος του ως αυθεντία όσο και τη ρομαντικοποίηση της ιδέας του τραύματος.
Η κριτική της λογοτεχνίας επιβάλλεται να εγκύψει μεθοδικά και αναλυτικά στην αποτύπωση της ιδέας της ρομαντικοποίησης του τραύματος και συγκεκριμένα αυτής της σαγηνευτικής ιδέας του ανολοκλήρωτου αγώνα για Ένωση. Ένα παράδειγμα μιας αναλυτικής κριτικής η οποία ενισχύει την ιδέα ενός ρομαντικοποιημένου εθνικισμού είναι μεταξύ άλλων αυτό της ποιήτριας και κριτικού Αυγής Λίλλης. Στην κριτική της κ. Αυγής Λίλλης στο μυθιστόρημα Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη, με τίτλο Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης» δημοσιευμένη στο λογοτεχνικό περιοδικό Νέο Πλανόδιων8, συγκροτείται περίτεχνα ένας ρομαντικοποιημένος εθνικισμός. Κατατίθεται ένας εθνικισμός ο οποίος αν και τον βαραίνουν εγκλήματα, δολοφονίες και βασανιστήρια, η Αυγή Λίλλη φαίνεται ν’ αφαιρεί αυτά τα εγκληματικά συνιστώσα στοιχεία από την ανάλυσή της. Η κριτικός τοποθετεί έναν εθνικισμό νικητή στο βάθρο απονέμοντας σ’ αυτόν έναν χαμένο κι ανόθευτο πολιτικό ρομαντισμό χωρίς κανένα κατηγορητήριο. Επίσης, ενορχηστρώνει την πολιτική προσπάθεια της Ένωσης με όρους παιχνιδιού ενός χαμένου θησαυρού. Για την Αυγή Λίλλη η συγκίνηση, ο πόθος, ο πόνος για τον τόπο και η πίστη κρατάει μάλλον το θαύμα της Ένωσης ζωντανό. Ένα θαύμα, αν και δεν υλοποιήθηκε, μπορεί και κρατιέται ζωντανό ως μια ακατάλυτη αιμορραγία. Ο ανεκπλήρωτος πόθος για την Ένωση παραμένει αναγκαστικά ένα ανοιχτό τραύμα, τραύμα γεμάτο ιδεολογικό πύον και σοβινισμό. Η αποπολιτικοποίηση και η αποϊδεολογικοποίηση ενός συγγραφικού μυθιστορήματος γίνεται για την Αυγή Λίλλη το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί να ξέρει κάποιος πάντα την αλήθεια. Αν η κριτικός αναφέρεται στην πολιτική αλήθεια τότε εύστοχα διερωτάται αν οι Γεώργιος Γρίβας Διγενής, Νίκος Σαμψών και Πολύκαρπος Γιωρκάτζης θεωρούνται «αμφιλεγόμενες προσωπικότητες». Η κριτικός τροφοδοτεί τον εθνικισμό από μια ιστορική δεξαμενή αίματος μετατρέποντας το αίμα σε κρασί και το κρασί σε μια θεία χάρη η οποία δίνει άφεση αμαρτιών. Μια που η πολιτική τιμωρία δεν επιτεύχθηκε ποτέ για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν τότε, αυτό που παραμένει στην πολιτική ζωή του τόπου δεν είναι τίποτα άλλο παρά «… ο σταυρός, το σημείον της Ένωσης και επομένως ένα σύμβολο, όπως εξηγεί ο ίδιος επανειλημμένα ένα σύμβολο ερωτικό. Η αυτοθυσία για την πατρίδα γίνεται ερωτική πράξη: «Η αρχή της ΕΟΚΑ σημαδεύει στον έρωτα: Ένωσις – Ένωσις – Ένωσις. Τέκνο Διγενή και Αφροδίτης, είναι ο πιο ένδοξος και ο πιο ερωτευμένος αγώνας. Ασφαλώς, και ο πιο ευπαθής. Μια εξαρχής χαμένη υπόθεση. Η εξήγησή της είναι η πατρίδα μου» (ό.π., 105)9.» Ο Κυριάκος Μαργαρίτης γίνεται η λογοτεχνική περίπτωση εκείνη που ο εθνικισμός φτάνει στο ιστορικό σημείο της εξιλέωσης των εγκλημάτων στολίζοντας τα εγκλήματα με νοσταλγική γοητεία και ρομαντική σαγήνη. Η κριτική από την άλλη και η αποδοχή της εθνικιστικής αγιότητας από την ελληνική και κυπριακή λογοτεχνική κοινότητα καταδεικνύει την έλλειψη πολιτικών και λογοτεχνικών ενστίκτων αυτοσυντήρησης. Η βαθιά ριζωμένη προσκόλληση στην Ένωση δεν αφήνει περιθώρια υπέρβασής της αφού μπορεί να διατηρείται ως μια ρομαντικού τύπου πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης. Είναι γεγονός ότι διακρίνεται μια συνέχεια της λογοτεχνικής παραγωγής προσκολλημένη στην Ένωση. Για παράδειγμα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης με τη βραβευμένη, με Κρατικό Βραβείο Ποίησης από την Κυπριακή Δημοκρατία, ποιητική συλλογή Ριμαχό επαληθεύει τη λογοτεχνική προσκολλημένη συνέχεια στην Ένωση. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης χρησιμοποιεί την περσόνα Ριμάχο η οποία «σ’ όλες της τις μορφές κι εκφάνσεις έχει ένα και μοναδικό χρέος: να βιάσει «με τελετουργικό ελληνικό» το είναι της Κύπρου10» ως μια αποπολιτικοποιημένη περσόνα· βάρος δηλαδή καθαρά υπαρξιακό. Συγκεκριμένα, η συγγραφική κοινότητα των λογοτεχνών χωρίς να θεμελιώνεται εντός της μια συλλογική κυπριακή συνείδηση οδηγείται σε μια πανηγυρική ιδιόλεκτο και εγκιβωτίζεται έτσι σε μια προσωπική γλώσσα. Αποκορύφωμα της άκρως προσωπικής απολίτικης γλώσσας η οποία δεν νοείται αποκρυπτογράφησης είναι η περίπτωση της Μαρίας Καντ11 και η θεσμική κατοχύρωση μιας ιδιόλεκτου γλώσσας με τη βράβευση ως της καλύτερης ποιητικής συλλογής στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Κατά συνέπεια, η συγκρότηση του λογοτέχνη όμοια μόνο με τον εαυτό του, απαλλαγμένο από την ηθική και την ευθύνη των αιτιών και των συνεπειών του ιστορικού τραύματος, αντιπροσωπεύει πια τη χειραφετημένη μορφή μιας προσωπικής υπέρβασης. Ένα λογοτεχνικό εγώ εφοδιασμένο από σκυρόδεμα χωρίς έναν έκκεντρο χώρο για ν’ αποκαταστήσει η αλληγορία το αντίθετο της γυάλινης αλήθειας. Η αλληγορία δεν ψεύδεται και σίγουρα δεν κινείται σε καθαρούς χώρους. Το ιστορικό τραύμα έχει αποστειρωθεί σε τόσο βαθμό που πλέον η γλώσσα το γλείφει κι είναι γλυκό. Ο λογοτέχνης δεν πρέπει να επιθυμεί ένα τραύμα άρρητο, απρόσιτο κι ανομολόγητο. Όσο ο λογοτεχνικός λόγος απορροφάται από τον ίδιο τον λόγο που θέλει το τραύμα ν’ αποκρυπτογραφείται ως αίνιγμα τότε το τραύμα γίνεται φετιχισμός. Το τραύμα μ’ αυτόν τον τρόπο έχει τον κεντρικό ρόλο ως το συμβάν και το προϊόν εκείνο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η λογοτεχνική εγκυρότητα. Απεναντίας, ο αλληγορικός λόγος αποκεντρώνει το συμβάν ως κεντρικό πυρήνα και το ενδιαφέρον πλέον δεν είναι ο λογοτεχνικός μεταφορικός λόγος καθαυτός αλλά το βλέμμα και το χέρι που το κουβαλά. Αν η λογοτεχνία κοιτάζει κατάματα τον αισθητικό πυρήνα του λογοτεχνικού της προϊόντος μέσα από το πρίσμα του τραύματος τότε δεν μπορεί παρά να διακρίνει ότι αναγκαστικά διατηρεί εντός της μια ρομαντική φλύαρη μεταφορική γλώσσα. Αντίθετα, η γλώσσα η οποία ακόμα βρίσκει εντός της την αιώνια καταστροφή της ως το ζωτικό της όργανο δεν έχει λόγια να μιλήσει γι’ αυτό. Αυτό το ζωτικό όργανο είναι αδιαχώριστο από το κείμενο. Ένα κείμενο το οποίο λαμβάνει εξέχουσα θέση στο πυρήνα του τραύματος· ένα ίχνος της γλώσσας που κουβαλάει το τραύμα αλληγορικά ως το πιο δικό της ξένο φορτίο.
- Βασιλική Σελιώτη: Το τραύμα δεν αφορά, μόνο το ιστορικό παρελθόν αλλά είναι και ολοζώντανο στο παρόν, 14 Μαΐου 2023, Διάλογος https://dialogos.com.cy/vasiliki-selioti-to-trayma-afora-mono-to-istoriko-parelthon-olozontano/
- Δεν είναι πρωτεύον πια το 1974 στην κυπριακή λογοτεχνία, 14 Δεκεμβρίου 2022, Εφημερίδα Φιλελεύθερος https://www.philenews.com/politismos/article/1223636/den-ine-protevon-pia-to-1974-stin-kipriaki-logotechnia/
- Κυπριακή πεζογραφία και Ιστορία: Μια σχέση τραύματος, 10 Μαρτίου 2022, Λογοτεχνικό περιοδικό Book Press https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15165-kypriaki-pezografia-kai-istoria-mia-sxesi-travmatos-perantonakis
- Κυπριακή πεζογραφία και Ιστορία: Μια σχέση τραύματος, 10 Μαρτίου 2022, Λογοτεχνικό περιοδικό Book Press https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15165-kypriaki-pezografia-kai-istoria-mia-sxesi-travmatos-perantonakis
- Λουΐζα Παπαλοΐζου | Το Βουνί, 11 Μαΐου 2021, Μονόκλ https://www.monocleread.gr/2021/05/11/louiza-papaloizou-to-vouni/
- Μετα-γράφοντας με όραμα και τόλμη την κυπριακή συνθήκη, 1 Απριλίου 2021, Λογοτεχνικό περιοδικό Νέο Πλανόδιον https://neoplanodion.gr/2021/04/01/metagrafondas-me-orama-tolmi-kypriaki-synthiki/ Μετα-γράφοντας με όραμα και τόλμη την κυπριακή συνθήκη
- Κυπριακή πεζογραφία και Ιστορία: Μια σχέση τραύματος, 10 Μαρτίου 2022, Λογοτεχνικό περιοδικό Book Press https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/15165-kypriaki-pezografia-kai-istoria-mia-sxesi-travmatos-perantonakis
- Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μια «εξαρχής χαμένης υπόθεσης», 1 Αυγούστου 2023, Λογοτεχνικό περιοδικό Νέο Πλανόδιον https://neoplanodion.gr/2023/01/08/avgi-lilli-kyriakos-margaritis-ennea/
- Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μια «εξαρχής χαμένης υπόθεσης», 1 Αυγούστου 2023, Λογοτεχνικό περιοδικό Νεό Πλανόδιον https://neoplanodion.gr/2023/01/08/avgi-lilli-kyriakos-margaritis-ennea/
- Παναγιώτης Νικολαΐδης | Ριμαχό, 9 Σεπτεμβρίου 2022, Μονόκλ https://www.monocleread.gr/2022/09/09/panagiwtis-nikolaidis-rimaxo/
- Σύντομο κριτικό σημείωμα της ποιητικής συλλογής Stanza (εκδόσεις Gutenberg) της Μαρίας Καντ, 26 Φεβρουαρίου 2023, Διάλογος https://dialogos.com.cy/syntomo-kritiko-simeioma-tis-poiitikis-syllogis-stanza-tis-marias-kant/
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawiαπό τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές και διηγήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.