Έτσι για το ονόρε που λένε, από φέτος και κάθε τόσο από το γαλάζιο στενό θα περνούν, λέει άνθρωποι που αγάπησα δίχως ποτέ να τους γνωρίσω. Άνθρωποι που έχουν τώρα πια τις συνήθειες των πουλιών και πετούν σε τόπους αλαργινούς. Άνθρωποι, σαν τον Νίκο Χουλιαρά, ποιητές που απομείνανε σαν κάτι μεγαλύτερο από έναν ψίθυρο και μας γνέφουν από το σταυροδρόμι του αυθεντικού και του ανόθευτου.
Κάτω η πόλη που σωπαίνει. Και μια σκαλωσιά που βγάζει ίσια στο φεγγάρι, μια σκαλωσιά παρατημένη. Ποιος την έστησε εδώ πέρα και άραγε πού να βγάζει, κανείς δεν θα το πει. Ίσως έρθουν αργότερα οι ποιητές και τα παιδιά για να σκαρφαλώσουν, να μας πουν και εμάς που μείναμε τυφλοί, τι ομορφιά λέει, μας περιμένει πέρα μακριά. Μέχρι τότε μόνο οι παλιές κορδέλες θα ανεμίζουν, κόκκινες, φανταχτερές, σαν τα μαλλιά της Βερενίκης που την πήρανε τα άστρα και όλο πάει.
Να’μουν λέει και εγώ ένας τέτοιος ποιητής. Να’χα λέει το θάρρος να ανηφορίσω τον δρόμο τον δύσκολο που σε πηγαίνει ως εκεί που μεμιάς το πέπλο σχίζεται. Να ‘χα λέει το κουράγιο εκεί ψηλά να ανέβω, να ιδώ και εγώ τι σόι πράγμα είναι αυτοί οι ορίζοντες. Επειδή δεν είναι η σκαλωσιά του τίποτε, μόνο μια γέφυρα ποιητική που συνδέει τ’άρητο και τ’άφαντο, Δεν θα ‘χε τότε καμιά αξία η φροντίδα του μοντάζ που κάνει την πόλη να μοιάζει όμορφη πότε πότε.
Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ‘χα στο νου μου όσα ο Άδμητος είπε για τους θαρραλέους και τους αλύγιστους, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή που διαγράφονταν οι φλέβες του κοχυλιού μες στου ουρανού το ποτήρι, φάνηκε από το βάθος του δρόμου. Έμοιαζε χαμένος, σαν να ‘ταν ένας άνθρωπος ξένος και μακρινός, κάποιος που βρέθηκε σε τούτα τα μέρη, ποιος ξέρει από τι παράξενη και απροσδόκητη συγκυρία. Το πρόσωπό του είχε το σχήμα της πέτρας, το πρόσωπό του άλλαζε μορφή και στερέωνε τις γωνιές του κάτω από τους χαμηλούς τους φωτισμούς. Ώρες ώρες τα μάτια του, αμυγδαλωτά, μου θυμίσανε του Τηλέμαχου την έκφραση. Κάποτε διάβασα για εκείνη.
Και βρήκα τη θέληση και έτσι διψασμένος που ‘μουν για κάποιον άνθρωπο, δυο τρεις κουβέντες παρηγορητικές στον εαυτό μου σκέφτηκα να πω. Σαν αυτές που λέγονται τις νύχτες και δεν έχουν αντίκρισμα κανένα, όμως με έναν τρόπο δικό τους, σηκώνουν αργότερα της θύμησης τη θερμοκρασία. Και ίσως να κάνουν τον χειμώνα λιγότερο σκληρό, μια ιδέα μόνο.
Ο νέος με πλησίασε. Είχε στα μάτια του τον τρόμο του εμφυλίου, έτσι μου ‘πε. Δεν είπα τίποτε, μονάχα το χέρι του έσφιξα με την απόγνωση του πολύ μόνου ανθρώπου. Τριγύρω το στενό γαλάζιο, πνιγμένο, με τις μορφές των πραγμάτων, παράξενα καθορισμένες. Πιο πολύ σκιά ήταν και φαντασία, παρά μια νύχτα, παρά μια νύχτα.
Λούσιας, μου είπε και σιγά σιγά του προσώπου του τα χαρακτηριστικά φανερώθηκαν. Ένας άνεμος θεωρητικός φύσηξε και εγώ που σπανίως ενθυμούμαι, στο νου μου έφερα εκείνη τη φράση την ποιητική. Έτσι πρέπει να αισθάνονται τα διανύσματα, που διάβασα κάποτε. Κοίταξα πέρα, που ´πεφτε βροχή η σιωπή απάνω στον κόσμο μου. Δεν ήταν η πόλη μου αυτή, κάτι θα ‘χε αλλάξει. Ήταν τα Γιάννενα, με την παγωνιά τους και με την κυρά τους, την από χρόνια πια πνιγμένη. Παντού υπήρξε η μορφή της και κάτι περισσότερο, παντού τα πηγαδίσια τα μάτια της και ένα στόμα σπηλαιώδες, αβαθές. Χορεύανε τα κύματα επάνω της, τα φύκια σαλεύανε από μια αύρα μυστική, τα φύκια που ‘χαν φυτρώσει από τα βάθη του λαιμού της.
Μην ανησυχείς, έρχεται καμιά φορά εκεί που ζω. Έρχεται μαζί με τα χαμένα τα Γιάννενα, με τα ξυλόσπιτα τους και με τους προεστούς και με τις χιονισμένες κάπες των ανθρώπων του. Τίποτε δεν λέει, μήτε με φοβερίζει, μονάχα τα Γιάννενα κουβαλάει πάνω στους δυο της ώμους, όμορφη, θυγατέρα του τίποτε. Θα μου πεις, αυτά είναι φαντασίες, μα μονάχα τα κορίτσια μπορούν να μας παρηγορήσουν, έτσι όπως ερωτεύονται και ιδρώνουν μες στα χέρια μας, έρωτες πεπαλαιωμένοι. Μην ανησυχείς και ώρες ώρες ξεκαθάριζε η μορφή του. Και είχε κάτασπρη γενειάδα τώρα πια και δυο ολοστρόγγυλα μάτια, κάπως υγρά και παιδαριώδη. Και είχε την όψη ενός ανθρώπου συνηθισμένου, πότε στη Λειψία, πότε στην Αίγυπτο, πάντα στην Αντίπαρο.
Μην φοβάσαι, εγώ είμαι, ο Λούσιας μου ‘πε σαν διέκρινε κάποιο είδος τρόμου ανεπαίσθητου, σαν εκείνον τον ποιητικό. Αυτή εδώ είναι η όψη μου η αληθινή. Και πάντα θα φανερώνεται στις αγνές, στις καλοκαιρινές ψυχές. Και ας λένε πως ήρθε ο χειμώνας, θα δεις, πως μες σε μια σκηνή βιβλική η άνοιξη θα φανερωθεί προτού το καταλάβεις.
Τι θες εδώ Λούσια, τον ρώτησα ψιθυριστά. Και εκείνος, μου γέλασε όπως στις φωτογραφίες σκαρώνοντας με μια πέτρα γραμμές χάμω στον δρόμο. Και όλο σχήμα παίρνανε αυτές, πότε ψάρια και πελαγίσια νησιά όσο ο εαυτός χύνεται εντός μας. Γυρεύω εικόνες, «’όπως τότε που ήμουν μικρός και πήγαινα για ψάρεμα στη λίμνη και πέταγα την πετονιά και περίμενα το χαζό ψαράκι κι ονειρευόμουν εικόνες για να περάσει η ώρα». Και όπως τα χρώματα γεννήθηκαν μια φορά και έναν καιρό στο Πιερ ντι Καντόρε του Τισιανού, έτσι και στο γαλάζιο μου στενό σηκώθηκε η ζωή σαν κουρνιαχτό, στην μέγιστη την έντασή της. Έτσι όμορφα γινήκανε όλα και ήταν εκείνη η στιγμή σκέτη ομορφιά, η αρχή το τρομερού παραμυθιού της.
Μην φύγεις Λούσια του’πα με όσο κουράγιο μου’μενε.
Μα υπάρχουν ακόμη πόρτες που πρέπει να ανοίξω, πόρτες ζωγραφικές μ’αποκρίθηκε εκείνος, ντυμένος τώρα με ένα καπέλο πεζοπορίας και την γενειάδα του πιο λευκή από ποτέ. Τι και αν πάγωνε ο καιρός, τι και αν τα μικρά εκείνα Γιάννενα καθρεφτίζονταν στα νερά της λίμνης, ο Λουσίας φορούσε το καλοκαιρινό του φανελάκι. Είχε αγκαζάρει μερικές δεκαετίες και όλο προχωρούσε ίσια μες στην καρδιά μου.
Τίποτε δεν είπε, μονάχα σφυρίζοντας έναν μελωδικό σκοπό του Βιργιλίου χάθηκε από τα μάτια μου. Πάντα ωραίος και πάντα καλοκαιρινός, κάποιος που γνωρίζουμε καλά, ένας άνθρωπος δικός μας, δίχως μυστικά ανομολόγητα. Τίποτε δεν είπε και χάθηκε στην λεωφόρο, μια ελεγεία μες στο καταχείμωνο.
Έι Λούσια, ποιο είναι το αληθινό σου τ’όνομα, ρώτησα μα τον είχαν τραβήξει για πάντα τα φώτα. Είπα, νάτο πάλι του Ορφέα το δράμα και διάβασα τις χαραγματιές που είχε σκαρώσει όση ώρα έγδερνε την καρδιά μου η μελαγχολία. Νίκος Χουλιαράς με κάτι χαρακτήρες τσαλακωμένους, καθόλου στυλιζέ και τα ρέστα που παίζει επίμονα η εποχή μας στα μπιλιαρδάδικα των αιώνων. Και ένιωσα εκείνη τη στιγμή την αρητόρευτη, τη σεμνή ψυχή που ‘χει εντός της το μέγεθος του κόσμου. Και αν λέγεται Λούσιας και αν λέγεται Νίκος, και αν είναι γυφτάκι με κουρέλια τραγούδια και σουσαμένιες λέξεις φορτωμένος, γίγαντας μοιάζει έτσι όπως κρατιέται όρθιος μες σε χρόνια, σε καταιγίδες και απέραντες συννεφιές.
Δεν στο ‘πα χαλασιά μου, στα ξένα να μην πας, ακούστηκε από το φωτισμένο μπαλκονάκι. Και είπα, να ένα τραγούδι για αντίο. Λούσια.
Απόστολος Θηβαίος