Μια ιστορία βασισμένη στο ποίημα αφήγηση
της Μαρίας Λαϊνά
που γλίστρησε μια νύχτα σαν και αυτήν
«με του κήπου την παγόδα»
[…Αλλιώς τα ‘χα σχεδιάσει και είχα σκοπό να συγυρίσω ετούτο το στενό, τώρα που ο χρόνος τελειώνει. Μα υπάρχουν πράγματα που μας προλαβαίνουν, που αλλάζουν τη ροή των πραγμάτων και αλλάζουν τα πλάνα μας. Έτσι, εγκατέλειψα μεμιάς τα λιγοστά εκείνα άνθη που προσδίδουν ομορφιά σε τούτη την γωνιά που δεν γνώρισε στοργή. Βλέπετε έτσι όπως αγριεύει τις νύχτες τούτη η πόλη η μεθυσμένη από τον κίνδυνο, η ομορφιά γέρνει και πεθαίνει.
Στάθηκα σε μια άκρη και διάβασα το σημείωμα ξανά και ξανά, γυρεύοντας μια επιβεβαίωση στο τρομερό εκείνο νέο. Απόψε, λέει, στο γαλάζιο μου στενό φθάνει ο Έρικ Σέλντον, ο φαροφύλακας. Το σημείωμα, κακογραμμένο με κάτι χαρακτήρες σκαλισμένους βιαστικά, μου το ‘φερε ένας νεαρός. Στάθηκε με κοίταξε και έπειτα φτερούγισε και χάθηκε προς τη μεριά του δαγκωμένου φεγγαριού. «Έρικ Σέλντον, άφιξης απόψε, ενάτη βραδινή. Στοπ. Η πόλη να φορέσει τα καλά της για τον αποχαιρετισμό». Αυτά έγραφε επί λέξει το σημείωμα και εγώ έφερα στο νου μου εκείνον τον φαροφύλακα, στίχο από κάποιο ποίημα, χαρακτήρα διόλου ανθρώπινο. Κοίταξα τριγύρω, μου φάνηκε νύχτα καλοκαιριού, έτσι όπως «άπλωνε το βουνό τις παπαρούνες, άστατες και πιο κόκκινες εντέλει από την κοιλιά της όμορφης γυναίκας». Κοίταξα τα ρούχα μου, τα βρήκα αφρόντιστα παλιά, σαν λέξεις που πάλιωσαν και έπαψαν να σημαίνουν το οτιδήποτε. Ας είναι, είπα μονάχος μου και στάθηκε στη θέση μου. Συλλογίστηκα πώς τάχα θα γνώριζα τον Έρικ Σέλντον και τότε από μια γωνιά του κόσμου, εκείνο το αγόρι που φτερούγισε και χάθηκε με πρόλαβε και αποκρίθηκε από τον εξώστη του κατάκλειστου μεγάρου. «Τα χείλη του πλαδαρά, στοπ. Μάτια βολβώδη» και μια «μυρωδιά χόρτου που καίγεται». Το αγόρι συμπλήρωσε, «κάποιος έξω από τον καιρό» και φτερούγισε μεμιάς προς το δαγκωμένο φεγγάρι που όλο λιγόστευε και λιγόστευε. Σας είπα κάποτε για αυτό, το φεγγάρι το όσιο και το αμαρτωλό. Θεέ μου, πόσα πράγματα σημαίνει εκείνο το φεγγάρι, δεν θα μάθετε ποτέ.
Καιγόταν σαν το λιβάνι η νύχτα, περαστικοί με άσπρα φεγγαρένια πρόσωπα, κρυμμένα σε μαύρο μετάξι. Και ήταν τότε, που φάνηκε στη γωνιά του στενού ο παράξενος επισκέπτης. Φορούσε το χαρακτηριστικό κασκέτο του φαροφύλακα και «η σιωπή στον ουρανό» καιγόταν. Θυμάμαι κάποιον που είπε πως το πρώτο πράγμα που μας κλέβουν είναι ο ουρανός. Πλησίασα τη μορφή του μα εκείνος λιάνεψε μεμιάς, στις ρωγμές του δρόμου γλίστρησε και χάθηκε. Ο Έρικ Σέλντον ήταν μια φορά και πάει, είπα. Ο φαροφύλακας, ο Έρικ Σέλντον , ένα χρονικό ανθρώπινο χάθηκε μες στους δρόμους της πολιτείας.
‘’Είμαι ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας
παρακολούθησα από κοντά τα γεγονότα
γιατί στα χρόνια μου έπρεπε να κοιτάζεις.
Στάθηκα μπρος λοιπόν και κοίταξα
παρόλο που για ώρες πριν ένιωθα μόνος
στάθηκα και τα είδα όλα
σχεδόν με κάποια ευχαρίστηση
ελπίζω να με συγχωρέσει ο θεός.’’
Λυπήθηκα που απέμενα μες στη μοναξιά μου. Δες με, ζώο παράξενο ενός ναυαγίου, μαρτυρία των θαυμάτων, ανυπολόγιστη. Ώστε λοιπόν ο Έρικ Σέλντον δεν θα φανεί απόψε. Τα λόγια του τα στρογγυλά παίρνει μαζί του και χάνεται, έτσι όπως ήρθε, σαν μια ασύλληπτη αμφιβολία. Και έπεφταν τα άστρα βροχή και ο Έρικ Σέλντον που ταξίδευε τώρα πέρα μακριά, αφήνοντας ασυγύριστο τον ρυθμό αυτού εδώ του κόσμου. Λυπήθηκα δεν λέω μα έπειτα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και στη ρουτίνα της ζωής μου επέστρεψα. Ένα ξένο παιχνίδι, ολότελα δραματικό παιζόταν εκεί εμπρός στα μάτια μου, μες στη μοναξιά του γαλάζιου μου στενού.
Λυπήθηκα μα δεν ξέρω αν αυτό οφείλεται στο γεγονός πως είμαι ευαίσθητος. Ίσως η ζωή να είναι αβάσταχτη. Δίπλα μου ο χρόνος και η νύχτα όλα τα διάβρωναν, σαν μια ακριβή σκουριά σκεπάζανε τη βιογραφία του κόσμου. Η νύχτα με πήρε κοντά της και εκείνος ο άνεμος που κάνει κάθε τόσο την πόλη καινούρια με ξύπνησε. Τα’χασα σαν βρήκα πλάι μου τη μορφή της. Δεν φαινόταν να είναι πλάσμα ετούτου εδώ του κόσμου. Με κοιτούσε και έκανε διαρκώς κινήσεις διώχνοντας τον χρόνο, όπως τα καλοκαίρια αποδιώχνει κανείς τις στιγμές τις αλόγιστα θερμές.
Με λένε Μαρία, μου’πε με χαμηλωμένο τον τόνο της φωνής της. Τη ρώτησα γιατί μιλάει σιγανά μα εκείνη μου αποκρίθηκε πως δεν πρέπει κανείς να ξυπνά τη νύχτα από το όνειρό της. Έπειτα σκάρωσε στο χαρτί δυο τρεις στίχους και πήρε να μιλά.
‘’πώς είναι να διψούν οι κήποι και τα σώματα
ή πώς μπορεί ν’ απλώσει το βουνό τις παπαρούνες
άστατες και πιο κόκκινες εντέλει
απ’ την κοιλιά της όμορφης γυναίκας.
Ήτανε καλοκαίρι, ναι
έλειπε και το χνούδι και η θλίψη’’
«Ξέρεις αυτός ο Έρικ Σέλντον ποτέ δεν υπήρξε. Μια πιθανότητα ήταν ενάντια στη λογική του κόσμου. Ζει ευτυχισμένος στον φάρο του και δεν θα τον άφηνε ποτέ. Ο Έρικ Σέλντον συνιστά μια αφήγηση όλο απλοχεριά και μνήμη νοσταλγική, «όλο χνούδι και θλίψη», είπε και παρέμεινε κλειδωμένη στον εαυτό της. «Μην περιμένεις να φανεί, ο Έρικ Σέλντον δεν είναι παρά ο άνεμος που κάνει τα ρούχα στον παραστάτη της ντουλάπας να σαλεύουν και να σαλεύουν και να σαλεύουν. Είναι μια μορφή πνευματικότερη ο Έρικ Σέλντον».
Και εκείνο το παιδί με του αγγέλου τα φτερά που φάνηκε σε τούτα εδώ τα μέρη, τι να ‘θελε να πει, συλλογίστηκα.
Μα το κορίτσι που ολοένα και επέστρεφε στην πρώτη της νιότη, τη σκέψη μου μάντεψε μου ‘δειξε εκείνη τη μορφή στον εξώστη του κατάκλειστου μεγάρου. Όλα συνοψίζονταν σε έναν γύψινο Ραφαήλ με σπασμένη φτερούγα. Τα’χασα, δεν ήξερα τι να πω. Ο άνεμος ξεσήκωσε την τρικυμισμένη σκόνη και όλα τα φιλιά που δεν δώσαμε ήρθανε στο φως, εκείνη τη νύχτα την τρελή, τη φρεσκοποτισμένη.
Γύρισα να την δω και είχε χαθεί. Στην θέση της ένας φάκελος κλειστός και απ’έξω το αινιγματικό όνομα Μαρία. Και ακόμη μερικές λέξεις.
‘’κι εγώ ήμουν ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας στον Νόρθερν Εντ
που κοίταζε και είδε τη σιωπή στον ουρανό
τα πλαδαρά σαρκώδη χείλη, τα βολβώδη μάτια
το χόρτο το χλωρό να καίγεται
κι ότι καιρός δεν ήταν πια.’’
«Πιστεύω ότι κάποιος κάποτε θα θυμηθεί πώς είναι να διψούν οι κήποι και τα σώματα». Μονάχα αυτό έγραφε και έτσι όπως έπεφτε η νύχτα βαθύτερη και καθολική τα τηλεγραφόξυλα στοχαστικά μου φάνηκαν και αλλιώτικα. Είπα, στο καλό Μαρία και άφησα να ακουστεί το τραγούδι της χειμωνιάτικης αγάπης που είναι λυπητερό, σκέτο μαράζι. Αν το σώζει κάτι είναι η ποίηση, η ποίηση που μπορεί και σου κόβει την ανάσα για δεκάδες χρόνια…]
¥
Τέτοιες μέρες πριν από χρόνια ο Αργύρης Χιόνης μας άφησε ενέχυρο μερικά ποιήματα και χάθηκε. Φέτος τον μιμήθηκε η Μαρία Λαϊνά και έτσι πέρα από τούτη την ιστορία, πείστηκα πως κάθε τέτοια εποχή, ένας ποιητής πεθαίνει. Θα το δείτε από τα άστρα που πληθαίνουν επικίνδυνα εκεί ψηλά, από την ανωτερότητα που υπερβαίνει κάθε μομφή μας.
Όχι, δεν βγαίνει ποτέ εκτός θέματος η ποίηση, Μαρία.
Απόστολος Θηβαίος