για εκείνους που
όλα τα χάσανε
«Η Κοραλία», οι άλλοι σάστισαν σαν χαμήλωσε τα μάτια του. Οι παρέες που ήταν σκόρπιες και γελούσαν μεταξύ τους συγκεντρώθηκαν γύρω από τον φίλο. Είχε χλωμό το πρόσωπό του και αν η λύπη είχε μορφή θα ήταν η δική του. Επειδή καμιά φορά τα πράγματα αντλούν τις μορφές τους μέσα τα μεγάλα βάθη, εκεί που λάμπουν οι πιο αληθινοί εαυτοί μας. «Η Κοραλία, χθες, γίνηκε ένα σημάδι στον δρόμο, καταλάβετε με, δεν θέλω, δεν μπορώ να το πω. Η Κοραλία είναι νεκρή, από χθες τ’απόγευμα, πλανήθηκε μια στιγμή πάνω από την πόλη και ύστερα». Οι άλλοι έπαψαν και αφήσανε τα ποτήρια στα τραπέζια. Υπήρξαν αμήχανοι, όπως όταν κανείς μετανιώνει για τη χαρά του εμπρός στη μεγάλη και ανυπέρβλητη οδύνη. Κάποια από τα κορίτσια δακρύσανε και κουκουλωμένα μες στα παλτά τους φύγανε βιαστικά. Ακριβώς όπως γλιστράει ο καιρός μέσα από τις χαραμάδες σου και οι δρόμοι που νόμισες ανοιχτοί κλείνουν τότε για πάντα.
Ίσως όλα ετούτα να αφορούν την τελευταία σκηνή του δράματος της Κοραλίας Θεοτοκά. Κάπου διάβασα για αυτήν την ιδιαίτερη γυναίκα, την σύζυγο του πρόωρα χαμένου Γιώργου Θεοτοκά. Οι δυο τους θα παντρευτούν τον Ιούλιο του 1966. Εκείνος, άνθρωπος του πνεύματος, μια καθοριστική μορφή για την ελληνική διανόηση. Εκείνη ένα κορίτσι γεμάτο όνειρα, η γυναίκα που πρώτη έφερε για το ελληνικό κοινό τις περίφημες ινδικές ταινίες. Με τη βοήθεια του πατέρα της στάθηκε πρωτοπόρος για την εποχή της, ποιήτρια και μεταφράστρια. Το έργο του Θεοτοκά στάθηκε η μεγάλη και διά βίου μέριμνά της, ως τον Δεκέμβρη του ‘76 όταν η Κοραλία των τάφων περνά στην άλλη πλευρά. Διαγράφει μια κάθετη τροχιά και σφραγίζει το τέλος ενός έρωτα που έπρεπε να κουβαλήσει μονάχη της μετά την απώλεια του Θεοτοκά. Μοιάζει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, με το τρομερό της θάρρος να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, μια ευκαιρία αλήθειας για τους τίτλους των έργων της. Η Κοραλία δοκιμάζει μια απόπειρα και ύστερα φεύγει προς το φως.
Διάβασα για εκείνη σε μια παλιά φυλλάδα. Την ξέχασε για πάντα κάποιος καθώς πρέπει κύριος. Την είχε διαλέξει την άμοιρη για να μετριάσει κάπως την αμηχανία του. Ένα ραντεβού, μια απάντηση, κάτι υπήρχε που άναβε την σπίθα του εκείνο το πρωί. Ξάφνου τινάχτηκε σαν να ‘χε πληρωθεί εκείνο που πρόσμενε και χάθηκε προς την μεριά της λεωφόρου. Πρόλαβα να δω που μίλησε με κάποια και ύστερα έπεσε να πνιγεί μες στη θάλασσα του πλήθους που σαρώνει αυτήν εδώ την πόλη. Έπειτα πλησίασα και πήρα την εφημερίδα. Τι εγκατάλειψη, τις περιφρόνηση αλήθεια, τι λάθος όλες εκείνες οι ειδήσεις μόνες, πεταμένες φήμες στον δρόμο. Κανείς δεν αξίζει τέτοιο τέλος. Η εφημερίδα είχε τον κεντρικό της τίτλο με ένα μάλλον πολιτικό πρόσημο. Έπειτα χωρισμένη εδώ και εκεί έγραφε ένα σωρό πράγματα, ανταποκρίσεις από τον κόσμο, διαφημίσεις, ευχαριστήριες επιστολές και προαναγγελίες γάμων. Σε μια άκρη οι πεθαμένοι μνημονεύονται για τελευταία φορά και ύστερα χάνονται μες στις πυκνές τάξεις του χρόνου. Κάπου αλλού ο χρόνος έχει παγώσει την ώρα που ο δρομέας κόβει το νήμα. Δεν θα γίνει ποτέ νικητής, ο φακός τον φυλάκισε μες στο ασπρόμαυρο καρέ του και δεν υπάρχει πια για αυτόν ζωή. Κάτω δεξιά, στο περιθώριο που λένε της φυλλάδας μπορούσε κανείς να διαβάσει καθαρά το όνομα. «Κοραλία Ανδρειάδη, αυτόχειρας, έγραψε τας τελευταίας σελίδας του συντόμου βίου της στο κράσπεδο της Βασιλίσσης Σοφίας, υπ αριθμόν τριάντα. Τα θερμότατα συλλυπητήρια στους οικείους της», τέλειωνε η καταχώρηση στη φυλλάδα.
Και έπεσε πάνω μου μια τρυφερή μελαγχολία, έτσι που διάβασα για την ιστορία της Κοραλίας. Τι θλιβερό τέλος, τι απώλεια ύστατη την καταδίωξε ώσπου ήρθε εκείνη η ώρα και εκείνη ανταποκρίθηκε με όλη την ψυχή της στο κάλεσμα. Πόσες νύχτες σκέφτηκα, δίχως εκείνον, με μια ανεξήγητη απώλεια, σαν να χάνει κανείς ένα κομμάτι του εαυτού του. Πόσες άδειες νύχτες και τα αναπάντητα γιατί και τα γράμματά του που κιτρινίζει ο καιρός με μια διάφανη πατίνα. Κάπου έχει απομείνει η μυρωδιά του και ας μην το γράφει πουθενά σε εκείνη την ανταπόκριση. Βλέπετε, η μυρωδιά των ανθρώπων της ζωής μας μένει τριγύρω για καιρό. Ίσως τη βρείτε πάνω σε ένα πουκάμισο ή στην πετσέτα ή στην γωνιά που περνούσε κανείς τις άγριες νύχτες του. Έτσι και η Κοραλία και κάθε Κοραλία αυτού του κόσμου, ζει ολομόναχη και κρατάει τα χείλη της σφραγισμένα με κόκκινο βουλοκέρι, σε ένα συμβόλαιο πάθους, ανάμνησης και αφοσίωσης. Πόσες Κοραλίες παλεύουν άραγε να βγάλουν το βράδυ που γλιστράει κάτω από τις μπαλκονόπορτες, το βράδυ που τρυπώνει από τα παράθυρα και μας κυκλώνει. Πόσες Κοραλίες μες στην ησυχία της ζωής τους αναμετρήθηκαν με τα θανάσιμα φεγγάρια, την ώρα που όλα έχουν το πρόσωπό σου. Τότε που όλα ενσαρκώνουν σαν από θαύμα την αποθέωση της μοναξιάς.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς υπήρξε ίσως για την Κοραλία ένας δρόμος που βγάζει ίσια στην ποίηση. Είναι βέβαιο ωστόσο πως ετούτο εδώ το σημείωμα δεν θα μπορέσει ποτέ να νιώσει τι σόι πράγμα είναι αυτό το ρίγος, πρώτη και τελευταία φορά μες στις ατέλειωτες μέρες της Κοραλίας Ανδρειάδη.
Ύστερα τα άφησα όλα ετούτα. Τι σημασία έχει, αφού ο κόσμος δεν απομένει ακίνητος και όλο προχωρεί. Δεν απομένει τίποτε από τις στάχτες και οι έρωτες κάποτε ζουν δίχως χέρια, δίχως καρδιά εξακολουθούν, δέντρα λεπτά έτοιμα να σωριαστούν. Και θα χαθούν.
Αντίο Κοραλία, ψιθύρισα και είπα πως παρ’όλα αυτά, παρά την πίκρα που ντύνει καμιά φορά τα πράγματα, είναι τύχη ο έρωτας. Και το φιλί μια παύση ολόκληρου πάνω στην μουσική του χρόνου που παίρνει τα πράγματα μακριά και όλα τα επαναφέρει. Τα πάθη, τα λάθη, τις στιγμές τις ιερές με τους τόπους τους άγιους, τους δικούς μας.
Στην άλλη άκρη του στενού η Κοραλία μου γελά, έτσι όπως την είδα στην φωτογραφία της φυλλάδας. Για μια στιγμή μες στο μπλε του κοβαλτίου, πνιγμένη στον υδράργυρο και έπειτα τίποτε. Για μένα, η Κοραλία του γαλάζιου μου στενού, μια λέξη που λείπει πια από κάθε ποίημα.
Απόστολος Θηβαίος