Απόστολος Θηβαίος | Αυτοσχέδιες, μπλε καρδιές

© Humberto Rivas

[…τόσο ανεπιφύλακτα
τόσο ακατάλυτα
είμαι μόνος…]
Ζενέ

 

Βαρύ τσιγάρο που ‘ναι απόψε ο ουρανός, είπε και λούφαξε. 

Ο άλλος κοίταξε πέρα, σαν να ‘χε μεταβληθεί στον οιωνοσκόπο που διαβάζει τα σημάδια για αιώνες δίχως να μπορεί να δώσει την ετυμηγορία του. Δεν είπε τίποτε, δεν αποκρίθηκε και αυτό έκανε τη μοναξιά του άλλου πιο σκληρή.

Δεν μου πάει καρδιά να γυρίσω, είπε και κλότσησε το τρίκυκλο. Γύρεψε τα τσιγάρα του, μα πριν από αυτό έτσι όπως εξερευνούσε τη νιτσεράδα του  θύμισε εκείνους που ψάχνουν την θανάσιμη πληγή. Τ’άναψε και συμπλήρωσε.

Έρχεται βροχή και άμα πας κατά το πέρασμα τώρα, πας χαμένος. Θα σε πνίξει η λάσπη, είπε μονάχος του, σαν να μην νοιαζόταν πια για εκείνον τον άλλο.

Καλά θα κάνεις, αποκρίθηκε πρώτη και τελευταία φορά ο άλλος. 

Έπειτα στεφανώθηκε τη σιωπή και πέρασε στην αιωνιότητα. Σκέφτηκα πως πέθανε, επειδή θάνατος είναι η φωνή που δεν βγαίνει, οι λέξεις που δεν λέγονται, η μορφή του κάτω από την αναμμένη μαρκίζα, Αι Θερμοπύλαι σε άπταιστη καθαρεύουσα να πέφτει κόκκινη πατίνα πάνω στα μάτια τους. Παντού τα καμμένα φιλμ ενός καιρού. 

Σβήνει το τσιγάρο του και περνά μες στο μαγαζί, τι μαγαζί δηλαδή, πέντε τραπέζια όλα και όλα, βρώμικα και τριγύρω η Καλυψώ που αράζει δίχως εξήγηση όπου της κάνει κέφι και δεν χαλάει τη συνήθεια της για κανέναν λόγο. Καμιά φορά μόνο τρίβεται στα πόδια του Λεωνίδα. Μόνο αυτόν συμπαθεί μια στάλα και νιώθει τη ζεστασιά του όταν κουρνιάζει μες στα πόδια του.

Θα μείνω, είπε καθώς έμπαινε μέσα.

 Μα ο άλλος, που δεν είναι παρά ο Λεωνίδας δίχως τους τριακόσιους του, έχει το πρόσωπό του παγωμένο. Κάπου ταξιδεύει και έτσι όπως  σιωπά δικαιώνει εκείνο τον ποιητή που ‘γραψε πως οι άνθρωποι καμιά φορά φεύγουν σε ένα τοπίο τόσο μακρινό. Κάποιοι δεν επιστρέφουν ποτέ.

Μες στο μαγαζί το Μαρικάκι πάει και έρχεται με ένα ξύλινο ποδάρι. Σέρνει τα βήματά της και σαρώνει το τσιμέντο χάμω. Άμα τη νευριάσουνε βάζει τις φωνές και δεν σερβίρει άλλο μεζέ. Μόνο κάθεται εμπρός από την ψυγεία – απόψε την λένε Ευδοκία – και καπνίζει εκείνο το μάλμπορο το κατοστάρι τ’ατέλειωτο. Καμιά φορά της βάζουν το τραγούδι που αγαπά στο τζουκ μποξ και την κερνάνε και μια μπύρα. Και ύστερα τα βρίσκουν μεταξύ τους και το Μαρικάκι σέρνει εδώ και εκεί το ποδάρι της σαν πάντα, φροντίζοντας να μεθύσουν εκείνοι στρατοκόποι της νύχτας, ίδιοι κάθε φορά, ίσως πιο γερασμένοι, μα ίδιοι, τ’ακούς;

Εκείνος με το τρίκυκλο που είπε θα μείνω, χωμένος στο πανωφόρι του – κάτι ξέφτια δηλαδή, χιλιομπαλωμένα – πίνει και μιλά.

Τον είδες; Πάλι εκεί έξω, με τις ώρες. Φυλάει το πέρασμα, δεν έχει άλλη δουλειά. Μήτε στη φάμπρικα πηγαίνει. Κάθεται εδώ, πλάι στο λόφο και κοιτάζει. Μάλλιασε η γλώσσα μου, που λες. Είπα, «έλα βρε παιδί μου, σε έφαγε η παγωνιά, θα αρρωστήσεις από τον καημό σου. Δεν έχει άλλον Λεωνίδα, εσύ μόνο το όνομα κουβαλάς. Τι τα θες και τα ανακατώνεις; Εκείνος είναι αρχαίος που λένε. Να, κοίταξέ τον ( του δείχνει τον ανδριάντα του πολεμιστή που αυθαίρετα, με τη χάρη και την ομορφιά του έκανε τους κατοίκους να του αποδώσουν την ύψιστη τιμή). Αυτός είναι αρχαίος, πάνε δυο χιλιάδες χρόνια και βάλε, μωρέ παιδάκι μου. Άντε να λογικευτείς και να πας μέχρι τη φάμπρικα, να ζητήσεις συγνώμη, «με συγχωρείτε, με έφαγε η νιότη», κάτι να πεις, να σε πάρουν πίσω. Δεν έχει βρε παιδάκι μου ψωμί και με το τρίκυκλο, τι να βγάλεις ρε Λεωνίδα; Άντε, τίποτε παλιοσίδερα, μισό ντεπόζιτο για τη στράτζα, Ασπρόπυργος και πίσω, τι τα θες, τίποτε δεν μένει. Και εσύ, τώρα που τα λογαριάζω σαν πας στη φάμπρικα, μην πεις τίποτε για τη νιότη και σκάσουν στα γέλια. Γερνάμε Λεωνίδα, οι μέρες περνούν σαν τούτο εδώ (χτυπάει με το χέρι του το τρίκυκλο). Πολλά τα λόγια. Να πας στη φάμπρικα. Να ζητήσεις συγνώμη. Να εξηγηθείς και να αφήσεις τα σάπια. Θες τα τσιγάρα σου; Η φάμπρικα θα στ’αγοράσει. Θέλεις γυναίκα; Η φάμπρικα θα σου δώσει τους παράδες για τα φλερτ και το βερμούτ.. Θέλεις και ένα ντουβάρι, να φτιάξεις εκείνο το ρημάδι της μάνας; Η φάμπρικα, τ’ακούς η φάμπρικα. Μωρέ με ακούς; Άκουσε (σοβαρεύει) εγώ κουράστηκα, δεν τραβάει άλλο. Με έφαγε η παγωνιά, όλο δαγκωματιές είμαι, τι να σου λέω; Πρέπει να πας στη φάμπρικα, Λεωνίδα και να συνέλθεις. Τι δουλειά έχεις εσύ να ξαναδώσεις λέει τη μάχη; Τι πράματα είναι αυτά ρε; Μας πήρανε στο ψιλό. Και η φάμπρικα δεν περιμένει, τ’ακούς; Τ’ακούω να λες. Και δεν μου λες, εσύ πού θα βρεις τριακόσιους να πούμε να τους έχεις παρέα; Σύνελθε Λεωνίδα, θα χαθείς έτσι που το πας. Και είναι κρίμα, έχει και ομορφιές η ζωή βρε Λεωνίδα. Εγώ μια φορά στα’πα, του λέω, μου λιγόστεψε το κουράγιο. Αδέλφια, δεν λέω, μα είναι δυο στόματα. Άντε, η φάμπρικα δεν είναι μακριά», του’πα, του ‘δωσα και το τρίκυκλο. Ένα τέταρτο ντεπόζιτο. Εγώ δεν νοιάζομαι για τέτοια, αφού με ξέρεις. Εβίβα!

Μα ο Λεωνίδας συλλογιέται από την αρχή τις προδοσίες, τους φίλους τους καρδιακούς που σκοτωθήκανε, την αντάρα της μάχης, τον χαλασμό. Και η καρδιά του καίγεται. Και φεύγει νευρικός, για να επιστρέψει με το παντελονάκι το καλοκαιρινό και το σεντόνι δεμένο στον λαιμό του. Με το καλάμι και με την περικεφαλαία που βρήκε πριν από χρόνια πεταμένη μπαίνει στο μαγαζί. Και όλοι βάζουνε τα γέλια και ο άλλος κρύβει τα μάτια του από ντροπή. 

Τον είδες; λέει εκείνος, κρύβοντας τα μάτια του. Τον Θεό σου, φαγώθηκες με αυτήν την ιστορία , δεν ντρέπεσαι άντρας πράμα. Και πέφτουν βροχή οι βλαστήμιες και όλοι γελούν μες στο μαγαζί. Και ο Λεωνίδας παίρνει να καλεί σε προσκλητήριο τους τριακόσιους του, δίχως τίποτε να ταράζει την προσοχή του, καρφωμένη στο κενό. Και πέφτει τότε μια σιωπή μες στο μαγαζί, επειδή έτσι κάνουν πάντα οι άνθρωποι σε τούτο τον τόπο όταν στέκουν εμπρός στους πεθαμένους. Έτσι κάνουν. Ξημέρωνε, γαλάζιος, μεθυσμένος ουρανός και έλεγε τα ονόματα ο Λεωνίδας και έμοιαζαν όλα με τρικυμισμένη σκόνη, αξεδιάλυτη η ιστορία από το τώρα. 

Ακούστηκε το τρίκυκλο που πάλευε να πάρει μπρος. Καθώς χανόταν μαζί με την φασαρία, όλα λιποθύμησαν και για μια στιγμή ο κόσμος έχασε τις αισθήσεις του. Ο Λεωνίδας απόκαμε και παρήγγειλε μια βυσσινάδα. Έπειτα ο άλλος ήρθε και τον πήρε. Όπως ξεμάκραιναν πάνω στο τρίκυκλο έμοιαζαν με δυο αθώους φίλους που βρίσκανε  άσυλο για τη νύχτα..

Απόστολος Θηβαίος