Απόστολος Θηβαίος | Η άρνηση

© André Kertész

«μια ιστορία από εκείνες
που φανερώνουν τις απλησίαστες
δυνάμεις του σύμπαντος,
Κλαιρ»

 

Το σπίτι ήταν έτσι ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Ένα μέγαρο με γκρεμισμένα αετώματα και αρκετό παρελθόν. Τώρα πια δεν ήταν βεβαίως σπίτι, μα είχε κρατήσει κάτι από την παλιά του δόξα. Σήμερα στεγάζει το άσυλο του Χριστού που κάνει ότι μπορεί για τα ορφανά. Οι μοναχές που διοικούν το ίδρυμα, πιστεύουν όλο θέρμη και αφοσίωση στον επουράνιο πατέρα τους και τον δοξολογούν με άσματα όλο αμετροέπεια στον θαυμασμό και την αγάπη τους. 

Το κτίριο διαθέτει πρόσοψη από σκοτωμένη ώχρα. Οι γύψινοι δράκοι και τα στηθαία και οι εξώστες, όλα κάποτε θα ζήσανε άπειρες εκτάσεις, εκείνου που λέγεται ανθρώπινος χρόνος. Περιβάλλεται από έναν λαμπρό κήπο ενώ εδώ και εκεί μπορεί κανείς να βρει εξοχικά περίπτερα. Παντού ζωγράφοι και άνθρωποι της προοπτικής  γυρεύουν να αναπαλαιώσουν την τέχνη που ανέδειξε το δράμα του έθνους  καθώς ζητά έναν δρόμο για να διαβεί. Τριγύρω στους κήπους και τα σιντριβάνια χαμένες ψυχές γυρεύουν να θυμηθούν ή καλύτερα να περισώσουν όσα μπορούν από τη ρημαγμένη τους ψυχή. Ένας δίσκος στο γραμμόφωνο επαναλαμβάνει το ορχηστρικό κομμάτι που σκίζει τον εξοχικό αέρα. 

Μια ξύλινη, γαλάζια πύλη οδηγούσε τις ψυχές των κατατρεγμένων στο εσωτερικό του ιδρύματος. Ατέλειωτες σειρές κελιών και απαράμιλλα πορτραίτα αυτών των απελπισμένων. Κρατούνται εδώ , δεν είναι από θέληση ή συνείδηση η παρουσία τους εκεί. Όλα αφορούν τα σκοτάδια της ψυχής τους και απομένει στον ικανό και ευαίσθητο ζωγράφο να αποθανατίσει την ανθρώπινη απελπισία στοιβαγμένη μες σε εκείνα τα δωμάτια. ´Ίσως κάποιος σαν τον Μπέικον που δεν παραμένει πιστός στον συρμό να ζωγραφίσει μια φορά αυτήν την ανθρώπινη απελπισία. Κάθε τόσο η πέτρινη μορφή μιας Μαρίας, εκλιπαρεί για συγχώρεση, με ένα δειλό φαναράκι στα πόδια της και με την ατμόσφαιρα μιας πιετά στο πρόσωπό της. Ποτέ δεν ξεχνάει τον θάνατο του παιδιού της μια μάνα και έτσι η Μαρία κάθε βράδυ τακτοποιεί τα στρωσίδια και βάζει στη θέση τους τις λούτρινες κούκλες με τα ολοζώντανα, τα σαν αληθινά μάτια τους. Αυτή είναι η ιστορία της μα δεν χρειάζεται κανείς να ανακατώνει παλιές και εμπεδωμένες ιστορίες. 

«Θα ήθελα να δω την Κλαιρ», είπε στην αδελφή που πλησίασε σαν σκιά βγαλμένη από τους τοίχους του παλάτσο. Η αδερφή χαμογέλασε ευγενικά, στύλωσε το βλέμμα της στο αδειανό τοπίο της αίθουσας και πέρασε στον κόσμο των σκιών. Κανείς δεν ξέρει πού χάθηκε και αν θα ξαναφανεί. Μα η δύναμη της πίστης θα την ξαναφέρει στο πλάι του. «Ακολουθήστε με» του λέει αφήνοντας πάνω του ένα βλέμμα διερευνητικό, γεμάτο με υποτίμηση και περιφρόνηση. Την άφησε να προηγηθεί και εκείνος ακολουθούσε. Κάθε τόσο η μορφή κάποιου τρόφιμου ξεχώριζε μες στο σκοτάδι. Ω, βασανισμένες ψυχές με έναν συννεφόκοσμο στο νου, έλεγε μονάχος του και το χέρι του έτρεμε, κάνοντας να σαλεύει ο ίσκιος του πάνω στα έπιπλα και τους τοίχους, μες στα δωμάτια και ως τα βάθη της καρδιάς.

Η αδελφή του έδειξε τον κοιτώνα της Κλαιρ. Προσευχήθηκε για μια στιγμή στη δύναμη του Χριστού, τη μόνη που μπορεί να επαναφέρει κάτι από το θάρρος του. Η Κλαιρ δεν είναι πάνω από τριάντα χρονών και όμως ο εγκλεισμός της έχει στερήσει κάθε υποψία φρεσκάδας και ορμής. Ένας φεγγίτης της λούζει με το φως του απογεύματος, αυτήν την σπασμένη Κλαιρ με την κατεστραμμένη υγεία. Δεν το ξέρει μα τούτο το φως περιέχει κάτι από τη βιογραφία του κόσμου. Και είναι γραμμένη επάνω στην Κλαιρ, λέξη τη λέξη, παύση την παύση. 

Στάθηκε εμπρός της. Νόστος και πίκρα τα δυο της μάτια, πιο αδειανά από ποτέ. Να μπορούσε, λέει, να της πει πως έκανε λάθος, πως η καρδιά του ανήκει σε εκείνη, πως είδε το λάθος του, μάρτυς του ο Θεός που παρακολουθεί και συμπάσχει. Πως εκείνη τη βραδιά στο σαλονάκι του δεν την αρνήθηκε, πώς θα μπορούσε άλλωστε. Μονάχα έπαιξε, έπαιξε. 

Και έτρεξε, το ίδιο κιόλας βράδυ να της πει πως η άρνησή του κινδύνεψε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής του. Μα η Κλαιρ είχε κιόλας σπάσει και ράγιζε επάνω στο γαλάζιο της φουστάνι, αυτό που δεν θα φορέσει ποτέ ξανά. Και της μίλησε, με κάθε τρόπο, της μίλησε τρυφερά, πότε παραδινόταν στα δάκρυα και άλλοτε, έβρισκε τον εαυτό του και άντεχε λίγο ακόμη. Και η Κλαιρ που τον κοιτάζει με τα μάτια του ψαριού δεν μιλάει, πάνω χρόνια τώρα. ´Εχει αφεθεί στα δωμάτια του μέσα κόσμου και είναι του λόγου της ένας κοιμισμένος παλμός, ολομόναχη, δυστυχισμένη και υπέροχη την ίδια στιγμή. Η Κλαιρ είναι μια πόλη, σαν κάθε άλλη εκεί έξω, μια πόλη που πεθαίνει δίχως ελπίδα. Πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο, πώς μπόρεσε; Εκείνος με την άρνησή του φύσηξε πάνω στο άμοιρο κορίτσι του θανάτου την πνοή. Αυτό είναι όλο.

«Συντομεύετε, πλησιάζει η ώρα της προσευχής κύριε» ψιθύρισε η μοναχή και χάθηκε με εκείνο τον ήχο που βγάζει το φουστάνι της, σαν περπατά, θαρρείς και πρόκειται για μια σημαία που πλαταγίζει ολομόναχη. Δεν πρόκειται για τίποτε τέτοιο. 

Την επομένη του παραδόθηκε ένα γράμμα. Υπέγραφε κάποια μοναχή και ο γραφικός της χαρακτήρας πρόδιδε πως μεγάλη ταραχή χαρακτήριζε τον συντάκτη. «Αγαπημένε μου, χθες που ήρθες και στάθηκες απέναντί μου, μια κραυγή ανέβηκε ως τα χείλη μου. Μα δεν ακούστηκε τίποτε, ίσως επειδή η ψυχή μου έχει μια ραγισματιά και η φωνή μου χάνεται. Τώρα μπορώ πια να σβήσω δίχως φασαρία, να περάσω στην άλλη πλευρά που η άρνησή σου ξεφτίζει και σε όλα κερδίζει το όνειρο, το όνειρο. Αντίο».

Τινάχτηκε μες στον ύπνο του. Το ραδιόφωνο έπαιζε μια ωραία μπαλάντα, από εκείνες που μας κρατούν συντροφιά το απόβραδο. Από κάτω πέρασε μια πένθιμη πομπή. Φαντάστηκε πως βγάζει το κλακ του και στέκει να δει πώς περπατάει ο θάνατος επάνω σε τούτη τη γη. Πάντα διστακτικός και πάντα με ένα σωρό ιστορίες κάτω από το βάμμα της αλόγιστης θλίψης του. Λίγο πιο πίσω ο νεκρός και ακόμη μακρύτερα το πλήθος. Και τότε διέκρινε εκεί ανάμεσα στο πλήθος την Κλαιρ, χρόνια πίσω, με είκοσι μόνο καλοκαίρια φορτωμένη. Κάθε τόσο κάποιος άφηνε ευλαβικά ένα στεφάνι και εκεί μες στην φριχτή και απαίσια συγκυρία η Κλαιρ φάνταζε σαν ελαιογραφία ενός ανοιχτού παραθυριού.

Κατέρρευσε και χρειάστηκε να περάσουν μέρες και νύχτες προτού τον οδηγήσουν στο ίδρυμα του Χριστού. Η μοναχή τον κοιτούσε και την ίδια στιγμή περνούσε μέσα από τις καμάρες με τα ολόχρυσα προσευχητάρια. Κάθε βράδυ, στην θέση που στάθηκε, έρχεται η Κλαιρ και του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ή του λέει ιστορίες και όλα τριγύρω φωτίζονται με ένα λευκό και γαλάζιο φωτισμό βυθού. Μα όχι απόψε που η Κλαιρ έχει χαθεί και η νύχτα των κελιών ολόψυχα αρμόζει στην ψυχική μας διάθεση. Ως το πρωί εκείνος θα έχει πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα, βουτηγμένος στον ιδρώτα της ανάμνησης.

Απόστολος Θηβαίος