Βασιλική Πατέλη | Διάθλαση

© Walker Evans

Το ταξίδι άρχισε στην κίνηση, στο δρόμο, εκεί ακριβώς όπου είχε τελειώσει και ο επικήδειος είχε απαγγελθεί, για να ‘ρθει το ταξίδι σφοδρότερο αποβάλλοντας το επίχρισμα και ζητώντας ρεβάνς. Η θάλασσα, ο δυνάστης όλων των βυθών που καλύπτουν και καλύπτονται από φως, είναι το ιδανικό μέρος για παιχνίδια που αρέσκονται σε στροφοδίνες και δεινοπαθήματα. 

Τι πιο προκλητικό από την καθαυτή πρόκληση που σε σπάει μέχρι την διαβατική ανύψωση λόγω συνειδητοποίησης του τι τελικά είσαι βρίσκοντας στα θραύσματα τις ρίζες σου, -ένας φοίνικας με ανθρώπινη μορφή, γιατί ο άνθρωπος τρομάζει στο διαφορετικό καταλήγοντας να μη διαφέρει και πολύ από το τρομακτικό-, και τι πιο απροκάλυπτο από την αυτοπραγμάτωση σε στύση και απ’ όλους τους αόριστους χρόνους του παρόντος σε κατάπτωση. 

Οι εγκλίσεις χρωματίζουν τα ρήματα, τα επίθετα τους χαρακτήρες και οι πράξεις τα επίθετα εκείνα που στα κουδούνια συμβιώνουν. Ο καθένας συγκατοικεί με κάτι κι ας είναι μόνο με το επίθετό του. Πόσα βάρη, άραγε, μπορεί να σέρνει μία λέξη και με πόσες λέξεις μπορεί να αποδοθεί δίχως ελλείμματα κάτι τεράστιο όπως η αγάπη; Στις φύτρες της ξεκινάει κάθε ταξίδι και στην ψαλίδα της (κατα)λήγει, ώσπου να έρθει το επόμενο μετά το κούρεμα. 

Ίσως γι’ αυτό να προτείνονται οι συχνές επισκέψεις στα κομμωτήρια, εάν το κεφάλι είναι πράγματι ο υπόλογος της κυκλικής ροής. Άραγε, εάν ο κόσμος άλλαζε σαμπουάν να ήταν πιο ευτυχισμένος; 

Ράμφη δαιμόνιων πτηνών τρυπούν καύκαλα και τραύματα ανεπούλωτα, ώσπου να πατροναριστούν από τις μέχρι πρότινος δειλίες. Η ροτόντα γεμίζει με ροζ τριαντάφυλλα και κίτρινα χρυσάνθεμα. Το ρόδι που αναμένει έναν θάνατο πρωτοχρονιάτικο, λαμβάνει αντ’ αυτού έναν θάνατο καθημερινό. Τα λούσα ταιριάζουν στο μωσαϊκό. Η καλοτυχία στο στομάχι. Άραγε, εάν ο κόσμος έτρωγε ρόδια συχνότερα από το να περιμένει να τα δει σ’ ένα πάτωμα γιορτινό να ήταν πιο τυχερός; Η τύχη είναι μια μπάλα που θέλει ώθηση για να κυλήσει. Η Αθηνά διαβάζει την «New York Times» στον Όλυμπο πίνοντας εσπρεσάκι, γιατί κι εκεί έχουν κρίση. Το νέκταρ, δυστυχώς, δεν βρίσκεται στη λίστα για το καλάθι του νοικοκυριού. Από την άλλη, οι απεσταλμένοι ευεργέτες της χάθηκαν κάπου στους αχανείς διαδρόμους του εμπορικού «Μινιόν» ψάχνοντας ακόμα για το τι πήγε στραβά στη γη των έκπτωτων αγγέλων. 

Ραιβοί ήλιοι βγαίνουν από το πιθάρι τους σε κάθε πορτοκαλί που δεν τηρείται. Μπαίνουν ξανά σ’ αυτό σε κάθε φιλί που δεν παρατηρείται. Τα μεγαλύτερα πειράματα που την ιστορία αλλάζουν γίνονται κεκλεισμένων των θυρών. Στην ώσμωση των γενεαλογικών δέντρων κρύβεται ο καρπός του έρωτα για να φυτευτεί στο λακάκι ενός μάγουλου, σε αστρικά σμήνη εκλειπόμενα κατά τη δύση των τσινόρων, σ’ένα στόμα που Σέλας θυμίζει στην ένωσή του με την γήινη τελειότητα, σ’ ένα κρεβάτι που σύννεφο θυμίζει στην ένωσή του με την θεϊκή γείωση. Άραγε, εάν ο κόσμος γνώριζε την προγονική του ιστορία να ήταν πιο ανώδυνες οι σχέσεις και πιο εύκολη η ζωή των απογόνων; 

Όποιος θυμάται το παρελθόν του, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να μην νικηθεί από το μέλλον του. Σε μια εποχή που τα κλικ ενός ποντικιού ανά δεύτερο είναι όσα και τα αστρονομικά ποσά της ελίτ στις ελβετικές τράπεζες, οι πιθανότητες να θυμάσαι πως ξεχνάς και πως δεν έμαθες ποτέ στ’ αλήθεια όσα νομίζεις πως ξέρεις είναι οι μεγαλύτερες. Η γνώση ξεσκίζεται σε όλες τις στάσεις του Κάμα Σούτρα πάνω στο υπερλούξ κρεβάτι της Google. Το πέρα-δώθε έχει περισσότερη πλάκα σε σούστες της Silicon Valley, παρά σε νοικιάρικα σπίτια ανοιγμένων ασφάλτων περιμένοντας έργα ανάπλασης ή τούμπες πεζών. Στις πόσες φορές, άραγε, που πέφτει κανείς παραιτείται από την ιδέα να ξανασηκωθεί και ποιος απ’ όλους τους πεσόντες αγνώστων μαχών θεωρείται το πιο αξιόπιστο ασανσέρ; Εκείνος που πέφτει τις λιγότερες φορές ή εκείνος που σηκώνεται τις περισσότερες; Ο ψήφος εμπιστοσύνης στη μεθοδικότητα ή στα κότσια; 

«Σήκω.»

Το ταξίδι αρχίζει στην δυνητική ευκτική κάθε αυτόνομης ύπαρξης, άσχετα αν λοβοτομείται από το νυστέρι της συλλογικής αλλοτρίωσης. Η κάπα της μελαγχολίας πέφτει έξω από τον ΟΑΕΔ σκεπάζοντας καγχασμούς και τσαντάκια γεμάτα με απλήρωτους λογαριασμούς, άτυχα ξιστά και ξεχασμένα αρωματικά μαντηλάκια «Hondos Center». Μια πεταλούδα κάθεται στο «θα ήθελα να κάνω τη διαφορά» και στο «θα μπορούσες να γίνεις η διαφορά». Τα σχέδια εξόντωσης γίνονται σχέδια αειφόρου ανάπτυξης και οι μπουχτισμένοι από αυτοκίνητα δρόμοι, πάρκα φαντασμαγορικά με συρροή αστών που είτε απολαμβάνουν το γρασίδι, είτε ψάχνουν από πού ακριβώς να το αφαιρέσουν για να βάλουν το μελλοντικό εξοχικό τους. Η φύση πλέον δεν είναι μόνο για αργίες και περιόδους λοκντάουν, ούτε μόνο για λάτρεις της κοσμικής σύνδεσης. Η φύση είναι κι αυτή ένας έρωτας ρουστίκ και ο έρωτας ένα δάσος που φουντώνει με παλιομοδίτικες χειρονομίες και ανομίες νυκτόβιες, από εκείνες που θα ταίριαζαν σ’ ένα βιβλίο ή σ’ ένα γράμμα. 

«Γοητευμένος, δεσποινίς μου». Η εισαγωγή σ’ έναν νέο κόσμο απαιτεί χάρη και λεπτότητα. Το πιο εύκολο πράγμα είναι να μιλάς. Το πιο δύσκολο να ξέρεις να μιλάς και να ακούγεσαι. Η ορμή του ανθρώπου για ό,τι κάνει, όσο αδέξια ή δεξιοτεχνικά κι αν το κάνει, βρίσκεται σε δύο μόνο λέξεις. «Αγαπιέμαι» και «ακούγομαι». 

Αγαπιέται και ακούγεται απ ’όταν ήταν αγέρας στην κοιλιά της μάνας του και σίφουνας στα χέρια της, απ ’όταν ένας θήλακας της τρίχας μετρούσε για εκείνον παραπάνω από μια θηλή, γιατί οι γυναίκες μπορούσαν να περιμένουν σε αντίθεση με το κυνήγι της ενηλικίωσής του, και τώρα που υποτίθεται μεγάλωσε και διάλεξε εκείνη με την σοφία και θαρραλεότητα ενός άντρα, αγαπιέται και ακούγεται για το κατά συρροή παιδί που φέρει μέσα του και για όλη την ποίηση ή  τραγωδία που δεν έχει προλάβει ακόμα να εκδηλωθεί έξω του. Οι πρώτες σελίδες γράφονται με ενθουσιασμό, όπως αρμόζει σε δύο ερωτευμένους ή σε μια ενωμένη καρδιά. Ζωές νέες ξεκινούν παίρνοντας παραμάσχαλα ομορφιές και κινδύνους, όπως αρμόζει στον νόμο της ισορροπίας. Το κεφάλαιο που όλοι φοβούνται να ξεφυλλίσουν είναι γλώσσα, από αυτήν που μαθαίνεις εξ αποστάσεως και όχι εξ επαφής. Η γνώση είναι δύναμη προκαταβολική για ό,τι άσχημο μπορεί να επακολουθήσει. Το πείσμα να αντιστέκεσαι σε ό,τι άσχημο είναι δύναμη προνομιούχα. 

Το ταξίδι αρχίζει με μαγεία που μονάχα ένα παραμύθι μπορεί να στο χαρίσει. Χρόνος ενεστώτας και εξακολουθητικός μέλλοντας. Για παράδειγμα, «σε θέλω» και «θα σ’ αγαπώ για πάντα». Παρά τρίχα να την γλιτώσεις στο «για πάντα», αλλά παραδίνεσαι. Ποιος είσαι εσύ εξάλλου για να μην ηττηθείς από την υπερκοσμική υπεροντότητα; Έχεις πάθει παράκρουση και παραπαίεις σε αγγίγματα και βλέμματα που στον παράδεισο σε στέλνουν. Ακριβώς εκεί, στο  παραδείσιο ταξίδι σου, ο ενεστώτας γίνεται παρακείμενος. «Την έχω πατήσει», θα αναφωνήσεις με πανικό συνειδητοποιώντας πόσο μακριά έφτασες τόσο σύντομα και πόσο δύσκολος θα είναι ο γυρισμός, εάν υπάρξει. Για την ώρα, ευτυχώς, υπάρχουν πάρα πολλά φιλιά και ξεκαρδιστικά σκηνικά. Αν το γέλιο δίνει όντως παραπάνω ζωή, το γέλιο του/της είναι το φίλτρο της αθανασίας σου και ο λόγος για να γίνεις η παραμάνα του κι εκείνος ο παραγιός σου. 

Η παράσταση συνεχίζεται με παραγραφή ιδιοτροπιών και τυχόν λαθών. Οι υποχρεώσεις σας παίρνουν παράταση, γιατί έχετε παραλύσει εξαιτίας υπέροχων αγκαλιών παρασκηνιακών. Η αλήθεια είναι τα παρασκήνια και η σκηνή το φωτομοντάζ της. Είστε φώτα που λάμπουν νυχθημερόν, αλλά και το συνεχές εικοσιτετράωρο κλατάρει διεκδικώντας την άδειά του με όλα τα νόμιμα δώρα μέσα κι επιδόματα. Η περίοδος χάριτος αφήνει στα παιδιά της το κουτί με τα προφυλακτικά και μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Τα κάποτε χαριτωμένα χαρακτηριστικά του άλλου μας μισού πετούν μάσκες και γίνονται αυτό που ήταν πάντα, παραξενιές, που για να τις αντέξεις χρειάζεσαι παρακεταμόλη και για όσο τις αντέχεις αξίζεις παράσημο. Κάπου εδώ, στο σημείο καμπής, όπου το άλλο μισό γίνεται το ένα πέμπτο, ο παρατατικός εξοστρακίζει τους καλοσυνάτους συγγενείς του και τα παρακάλια για επαναπατρισμό ετοιμάζονται για πρεμιέρα. Οι πρόβες είναι εξουθενωτικές. Το ίδιο και οι εικασίες για κάτι παράλληλο. Χρόνος παρατατικός. Χρόνος παράλογος. 

Από παραμάνα που ήσουν, κινδυνεύεις να γίνεις παράνυφος στο γάμο του κι εκείνος από παραγιός, να νταντεύει στα πόδια του τον γιο του από τη μητέρα που δεν θα είσαι εσύ. Ο τρόμος της απόρριψης δεν είναι παρά ένας όγκος που χρειάζεται παρακέντηση για περαιτέρω διευκρινίσεις. Καλοήθης ή κακοήθης; Αγάπη ή εγωισμός; Το παράνομο, όπως και στο σκάκι, κάνει επίθεση διαγωνίως αντί κατά μέτωπο. Οι υποθέσεις ταλαιπωρούν το μυαλό με μέλλοντα στιγμιαίο. «Θα πεθάνω εάν με αφήσει.» Οι επιβεβαιώσεις το λυτρώνουν με αόριστο. «Με άφησε». Το «για πάντα» σας παραβιάστηκε. Στην παραβίαση αυτή ο χρόνος είναι πάλι αόριστος. Το δράμα αγαπάει ό,τι δεν γυρνάει πίσω. Το ίδιο και τα λάθη εκ παραδρομής, αφού πιστεύουν στην επανόρθωση και στο «ποτέ ξανά». «Σ’ αγάπησα», θα πει η φωνή. Τα παρατάς για ένα διάστημα, γιατί νιώθεις πως τελικά δεν σε αγάπησε ποτέ ό,τι και να λέει η φωνή και πως ποτέ ξανά δεν θα αγαπήσεις άλλο πρόσωπο έτσι. Ένα σκυλί το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να περιμένει. Σε περιμένει πάνω σε μια ξεσκισμένη από προσμονή πολυθρόνα. Είσαι αυτό το σκυλί που γαβγίζει, όταν το αφεντικό του φεύγει και γυρνάει, αλλά θυμάσαι την αλφάβητο σε κάποιο όνειρό σου και πως μπορείς να μιλήσεις. Σηκώνεσαι ένα πρωί σαν πολεμιστής που έχει τη νίκη, αν όχι λεφτά στο τσεπάκι του, γιατί ακόμα ζεις και θες να ζήσεις κι άλλο ως άνθρωπος ευτυχισμένος. Η αναγέννηση σκοτώνει το δράμα με έναν ωραιότατο παρατατικό, υπερσυντέλικο και συντελεσμένο μέλλοντα. «Σ’ αγαπούσα, γιατί μάλλον είχα τρελαθεί. Θα σ’ έχω ξεπεράσει μέχρι το τέλος της εβδομάδας». Φορμάτ. Επανεκκίνηση. Νέα δεδομένα. Νέες ευκαιρίες. Τα παρατράγουδα γίνονται σταδιακά τραγούδια εύθυμα και η παράλειψη του εαυτού σου γίνεται φροντίδα συστηματική κι ας ξεφύγεις κατά πολύ από την προθεσμία στην οποία αυθυποβλήθηκες. Ο χρόνος αποθεραπείας δε θέλει επιβολές, αλλά βαθιές αναπνοές, ώσπου να χτίσεις εκ νέου την αυτονομία σου. Γιατί σημασία έχει να σηκωθείς. Και γιατί εν τέλει η ζωή είναι η μόνη σχέση για την οποία αξίζει να είσαι καμαριέρα ή καμαρώτος. Ρουά ματ. Νίκησες. 

Το ταξίδι συνεχίζεται και μετά το κεφάλαιο με όλα τα -παρά- που συνθέτουν δυο ζωές δεμένες, ώσπου τα λουριά να λυθούν. Βουτιές σε κόλπους που δεν κινδυνεύουν να μολυνθούν από χλαμύδια, αλλά από πετρελαιοκηλίδες και πλαστικό, μοιάζουν ελκυστικές για τον εορτασμό της υγείας και ελευθερίας σου, αρκεί να είναι σε καθαρά νερά. Εικοσικάτι μέρες χαλάρωσης σε ελληνικό νησί φαντάζει έργο τέχνης. Αντιθέτως, εικοσικάτι χρόνια τσίτας σε ελληνική πόλη φαντάζει έργο του δημοσίου. Οι βαλίτσες είναι έτοιμες για επιβίβαση. Θέση διακεκριμένη. O ιδιοκτήτης με το μπούγιο στο κατάστρωμα. Φταίει που τα ρούχα πλέον είναι πιο ακριβά από τον ίδιο τον άνθρωπο. 

Το ταξίδι άρχισε στην εξόφληση της πιστωτικής του και την παρενόχληση ηλιοκαμμένων γαμπών που έρωτες θερινούς προεξοφλούν και λύπες χειμερινές πιστώνουν. Οι γυναίκες δεν είναι παρά όχλος μυρμηγκιών που όμως αποθηκεύουν τις λάθος προμήθειες για τη βαρυχειμωνιά. Οι δικές του γυναίκες δεν είναι παρά κοκκινομάλλες με σύφιλη που έχουν για φίλη τους την Μαντάμ Ορτάνς. Στις πόσες αμαρτίες, άραγε, ονομάζεσαι «μαντάμ»; 

«Τι θα πάρετε, μεσιέ;» ρωτάει ο σερβιτόρος με ραφινέ ντροπαλότητα κοιτάζοντας την αντανάκλαση της κουρασμένης του όψης στα μπλε Rayban. «Τον κόσμο όλον», του απαντάει με πηγαία φυσικότητα, σαν να παραγγέλνει πορτοκαλάδα. Πίσω από τα γυαλιά ηλίου βλέπεις διαφορετικά την πραγματικότητα γύρω σου. Τα πάντα είναι θάλασσα. Ύστερα από λίγο, βάζοντας σε προτεραιότητα τον πελάτη με τον πιο βαρύ λογαριασμό, τού αφήνει τον κόσμο του στην πιο βαθιά πιατέλα και σε ανταπόδοση τού αφήνει τα ρέστα. 

«Αυτά από εμένα», αναφωνεί στο σύρσιμο της καρέκλας του χτυπώντας του φιλικά τον ώμο. Από ένα καταμαράν για κάθε μέλος της οικογένειάς του κέρδισε αναπάντεχα ο εργατικός σερβιτόρος που μέχρι πρότινος ήξερε να δίνει στο πιάτο μόνο θαλασσινά, αντί θάλασσες. Τα σκάφη είναι οι νέες σουίτες και οι καρχαρίες οι σύμμαχοι ή αντίπαλοι αναλόγως τι τους ταΐζεις. Αφού τάισε ο νεόπλουτος σερβιτόρος έναν από τους πιο ανερχόμενους γοητευτικούς εργένηδες καρχαρίες σύμφωνα με το περιοδικό «Forbes», παραιτήθηκε για να ζήσει το όνειρό του. Μόνο που τα όνειρα βουλιάζουν όταν δεν κατέχεις την τεχνική ώστε αυτά να επιπλέουν. Δεν είναι όλοι γεννημένοι μεγιστάνες, ούτε γίνονται επειδή τυχαίνει να αποκτήσουν ένα μερίδιο του κόσμου. Δίχως φλόγα είσαι ρομπότ και δίχως κοντά σου κάποιον να αγαπάς, δυστυχισμένος ή μεγιστάνας. 

Ανάμεσα σε φημισμένα κυκλαδίτικα σοκάκια και κάστρα ενετικά είναι δυνατόν να βρεις εκείνη τη φλόγα ή τον άνθρωπο που ακόμα αναζητάς. Ευλογημένος από τον Θεό που τον έχρισε Θεό, βρήκε στο πιο άσημο καταμεσήμερο μια φλόγα μελαχρινή, που δεν είχε σύφιλη και είχε για φίλη την Μαντάμ Μποβαρύ. Στις πόσες αμαρτίες, άραγε, παύεις να λέγεσαι «μαντάμ»; 

«Τι θα πάρετε, μεσιέ;» ρωτάει ο σερβιτόρος με ραφινέ ντροπαλότητα και ανακούφιση που δεν φαίνεται η αντανάκλαση της κουρασμένης του όψης στα μπλε Rayban. Η απόφαση είναι θολή με ένα μενού ίσα με το μπόι του. Το ίδιο και η μονόχρωμη όραση το δειλινό. Αφήνει στην άκρη τις πολλές επιλογές μαζί με τα γυαλιά του. 

«Μια πορτοκαλάδα» τού απαντάει εν τέλει με στόμφο, σαν να παραγγέλνει τον κόσμο όλο. Χωρίς τα γυαλιά ηλίου βλέπεις όπως είναι την πραγματικότητα γύρω σου. Τα πάντα είναι πιθανότητες. Παρ’ όλο που το κρουαζιερόπλοιο στο οποίο επέβαινε έγινε ιστιοφόρο και ο ίδιος έγινε από πλοιοκτήτης ναύτης, ξέρει πως το παιχνίδι δεν παίζεται όπως η μοίρα σού το σερβίρει, αλλά πρέπει να γίνεις εσύ ο σερβιτόρος για να βάλεις τη ζωή σε όποιο ποτήρι θες. 

«Άσε, θα πάω να την πάρω μόνος μου. Δεν είναι δα και κάτι το φοβερό. Κάνε ένα διάλειμμα εσύ.», αναφωνεί στο σύρσιμο της καρέκλας του χτυπώντας του φιλικά τον ώμο και δίνοντάς του το τελευταίο τσιγάρο που φύλαγε σαν ιερό φιλί στην Παναγία του. 

Δεν είναι όλοι γεννημένοι οραματιστές (και με ενσυναίσθηση) και ούτε γίνονται εάν δεν ανακατέψουν καλά την τράπουλα επιχειρώντας κάθε συνδυασμό, όσο απίθανος κι αν δείχνει. Στην απιθανότητα της πιθανότητας η έκλαμψη μπορεί να γίνει λάμψη, από αυτές που κουβαλάει μια φαμ φατάλ κάνοντας εντύπωση μόνο που στέκεται. Η δική του μοιραία γυναίκα τον περιμένει να πάει να την βρει. Τι σόι οραματιστής είναι εάν δεν πάρει τη μοίρα στα χέρια του; 

Μετά το σχόλασμά του περπάτησε δυο ώρες σε σκοτάδι πηχτό για να την πάρει και να την ακουμπήσει στο κρεβάτι ως όνειρο ασαφές γυρεύοντας την αποσαφήνισή του, αφού πρωτίστως την βρει όπως δεν περίμενε. Με φανελάκι, τζιν παντελόνι και συναισθηματικά διαθέσιμη. Ίσως τελικά να μην γίνει μεγιστάνας, αλλά τουλάχιστον δεν θα είναι δυστυχισμένος. 

«Θες κι άλλο;» 

Το ρούμι, λέγεται, είναι το ποτό των πειρατών. Το πίνουν μάλλον για να ξεχάσουν πού θα βρεθούν μετά θάνατον. Ή να θυμηθούν πού έχουν βάλει τον θησαυρό. Η νηφαλιότητα είναι ο εχθρός της μνήμης. Εκείνος ως πειρατής που δεν έχει πάει ακόμα Καραϊβική, αλλά έχει ληστέψει καρδιές σε Ευρώπη και κεντρική Αμερική, θέλει να ξεχάσει πού βρίσκεται εν ζωή και να θυμηθεί ποιος είναι, ακόμα και χωρίς κανέναν κρυμμένο θησαυρό. Η μνήμη είναι ο εχθρός της νηφαλιότητας. «Βάλε μου λίγο» εννοώντας «βάλε μου πολύ», ώσπου πειρατής να γίνει κάθε σκιά του μπαρκάροντας σε λιμάνι άλλο. 

Το να μοιράζεσαι ένα μπουκάλι με την σχέση σου είναι ερεθιστικό. Το να μοιράζεσαι μια ζωή αποσταγμένη δίχως φίλους τραπεζίτες κι επιτραπέζια με αληθινά κέρδη, εκνευριστικό. Πόσο ανεξάρτητη, άραγε, παραμένει η αγάπη όταν η αληθινή «Monopoly» στάζει τοξίνη αντί μέλι; 

«Σ’ αγαπώ».

«Κι εγώ».

Αξίζει, λέγεται, να ξυπνάς νωρίς για να προλαβαίνεις το πρώτο φως της αυγής. Συνήθως τότε σε αγαπάς. Όταν είσαι ξάγρυπνος και μεθυσμένος από αλκόολ, τρυφερότητα και υπαρξιακά, συνήθως αγαπάς. Η αίσθηση της πρωινής ψύχρας στην εξοχή είναι καθηλωτική. Διεισδύει βαθύτερα στα κόκκαλά σου από εκείνη της πόλης. Σε καθυποτάσσει, θα έλεγε κανείς. Μέσα στην πόλη, αλλά κι έξω από αυτήν, στην λιλιπούτεια ζούγκλα της αυλής του, ο ήλιος, φειδωλός ακόμα με τις ακτίνες του, σώζει από την καθίζηση τα πλάσματά του. Η αιώρα που σώζεται από τον κορμό της ελιάς τα προσκαλεί στην αναβλητικότητα της σωτηρίας τους. Δεν είναι ο κάθε καταποντισμός μια εμπειρία τραυματική. 

Σαν δυο κάμπιες αγαπημένες και τυλιγμένες σε ένα μόνο κουκούλι, ο χώρος είναι ανύπαρκτος. 

«Μπορώ να σε χαζεύω για ώρες. Παραμένεις το ίδιο πανέμορφη από εκείνο το καλοκαίρι». 

Το χαμόγελό της έκρυψε τις μικρές ατέλειες που αισθάνεται πάνω της, ενώ η φαρδιά του φόρμα που γίνεται συνήθως δική της τις μεγάλες. Άραγε, το πάχος σημαίνει καλοπέραση ή παραμέληση;  Στην ερώτηση εάν πάχυνες, εννοούν «ξέχασες ποιος ήθελες να γίνεις και αφέθηκες;» ή μήπως «έγινες αυτό που πάντα ήθελες και βολεύτηκες;» Σκέψεις που δεν περνούν απαρατήρητες, όπως και τα περιοδεύοντα ψωμάκια της στους διάφορους ολόσωμους καθρέφτες. 

«Τι σκέφτεσαι πάλι και δε μιλάς; Όλο χάνεσαι.» 

«Γιατί σχεδόν όλοι οι πολιτικοί είναι χοντροί; Εγώ σίγουρα δεν παχαίνω επειδή πετυχαίνω.» 

Ακριβώς τώρα σκέφτεται αυτό. Ακριβώς τώρα θα πει «τίποτα». Κλασάτο «τίποτα» με αξία διαχρονική σαν ένα συνολάκι Σανέλ για τους πλούσιους ή μια σοκολάτα ION αμυγδάλου για τους πλουσιότερους. 

«Εσύ τι σκέφτεσαι;» 

«Κι εγώ τίποτα». 

Αυτό το τίποτα δεν ήταν κλασάτο, αλλά κλασικό υπονοώντας «τα πάντα». Σαν δυο κάμπιες με κεραίες κάπως χαλασμένες από το πολύ 5G και τα ενδοεπικοινωνιακά προβλήματα και τυλιγμένες σε ένα μόνο κουκούλι, ο χώρος είναι απεριόριστος για όσες σκιές είχαν προηγουμένως φύγει. Κάποιες σκιές για να γυρίσουν πίσω ψάχνουν την παραμικρή αφορμή, όσο ανόητη κι αν είναι, όπως ένα τίποτα. Είναι και κάποιες άλλες σκιές όμως που δεν φεύγουν με τίποτα όσο κι αν παρεξηγηθούν. Οι παντοκράτορες των αρρένων. Όσοι δωρίζουν μια κοιλιά, έναν μαστό ή μια καρδιά σ’ ένα κομμάτι τους ή σ’ ένα στολίδι τους. 

«Μην κλαις, Οιδίποδα. Εδώ είμαι.»

Το αδειανό κρεβάτι της ψηλοτάβανης κρεβατοκάμαρας με το χαμηλόμισθο εισόδημα και τα φουσκωμένα πρόστιμα σε ό,τι θυμίζει ακόμα δημοκρατία, προστάζει άλλο ένα τσιγάρο να κάψει τους πνεύμονές του. Η σκιά αυτού του κρεβατιού προστάζει τον άνθρωπο αυτόν να κάψει τις εξαρτήσεις του. Θα ακούσει το κρεβάτι, γιατί μπορεί και το βλέπει. Ο άνθρωπος έχει την τάση να εμπιστεύεται τις ψευδαισθήσεις του και να απορρίπτει τις αλήθειες εκείνες που είναι ορατές σε όλες τις ψευδαισθήσεις εκτός από τον ίδιον. Η συνειδητότητα, άλλωστε, είναι σαν ένας ουρανοξύστης με πολλά επίπεδα. Οι περισσότεροι ανεβαίνουν μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο, γιατί εκεί είναι η δουλειά τους, αυτό που γνωρίζουν να κάνουν αδιαφορώντας για ό,τι δεν είναι στα καθήκοντά τους. Λίγοι ανεβαίνουν πιο πάνω, στις ανώτερες θέσεις, κι ελάχιστοι θα πάνε στο τέρμα, πόσο μάλλον επιλέγοντας τις σκάλες. 

Με το ασανσέρ βγαίνει κανείς πιο γρήγορα στο φως, αλλά το ίδιο γρήγορα θα τα χάσει και όταν αντικρίσει το σκοτάδι. Εάν οι σκάλες επωφελούν σε κάτι πέρα από την εκγύμναση των γλουτών και την ευημερία των ορθοπεδικών (λόγω συχνών επεμβάσεων του μηνίσκου), ίσως να είναι σ’ αυτό, στο να μάθεις πώς να διαχειρίζεσαι μικρά σκοτάδια προτού σού έρθουν μαζεμένα τα μεγάλα. Το πελάγωμα δεν ταιριάζει στη στεριά, πόσο μάλλον όταν σ’αυτήν καραδοκούν κροκόδειλοι και κροκοδείλια δάκρυα. Το πένθος δεν έχει χώρο για τίποτε από αυτά. 

Προδομένος από λάμψεις φυγάδες, συντηρεί λάμψεις οκνηρές για το ξεγέλασμα του νου. Το πορτατίφ στο κομοδίνο της άναψε κανονικά κι αυτό το βράδυ. Τα χόρτα βρίσκονται στη μπανιέρα. Ο άνθρωπος στον νιπτήρα. Στο πένθος παύεις να είσαι άντρας ή γυναίκα. Η επιστροφή στο ουδέτερο με τρόπο που δεν είναι καθόλου ουδέτερος ίσως είναι ό,τι πιο απελευθερωτικό και συνάμα δύσφορο. Κανείς εξάλλου δε γεννιέται με γέλιο. Στο κλάμα δηλώνεται η ζωή καθώς και η απώλειά της. Οι απαιτούμενες σφραγίδες και υπογραφές έπεσαν. Τα μετρήσιμα δώρα αντικαταστήθηκαν από απολεσθέντα αμέτρητα. Στο ευρύχωρο πλέον σπίτι ψάχνει όσα έχασε, ενώ η γυναίκα που θα έρχεται πάντα δεύτερη στη ζωή ενός άντρα χάνει όσα βρήκε κοντά του. 

Πόσο διαρκεί άραγε η ανακωχή ύστερα από έναν πόλεμο μοιραίο και πόσο ο πόλεμος ύστερα από μια ανακωχή συγκαταβατική; 

Το αίμα, γοητευτικό μορφολογικά και συνταρακτικό εννοιολογικά, διοχετεύεται υπό άκρα μυστικότητα στο ντιβάνι, στα ανάγλυφα πόμολα, στο σετ μαχαιροπίρουνων της γιαγιάς που δεν γνώρισε, αλλά αγάπησε δι’ αντιπροσώπου, στο ζωγραφισμένο καρπούζι της μητέρας που αντιπροσώπευε όσα καλοκαίρια έχανε στο θόρυβο των τρένων, μα τα έβρισκε στο πρόσωπο των παιδιών της, στο μαύρο πιάνο με ουρά που κόβοταν από την μεστή, πατρική φωνή, στο μαύρο με ουρά σκορπίσια που τσίμπησε την άγουρη φωνή και η έκτασή της ατροφούσε στην αρτιμέλειά του, ώσπου το κεντρί να μετατραπεί σε βέλος, στο κληρονομημένο σώμα του και την κληροδοτούμενη οργή του για όσα κληρονόμησε χωρίς να τα ζητήσει και για όσα ζήτησε χωρίς να τα λάβει. 

Όταν ένας άνθρωπος φεύγει πριν γεράσει, η αγάπη του μένει πίσω άραγε σαν λάδια αυτοκινήτου στο οδόστρωμα ή είναι το ίδιο το αυτοκίνητο που ταξιδεύει τον άνθρωπο μακριά; Χωρίς την αγάπη της αφημένη στο καυτό ταψί για να δαγκωθεί μαζί με το γωνιακό κομμάτι της σπανακόπιτας με φύλλο που άνοιγε μόνη της κλείνοντας για λίγο τις πληγές του, νιώθει σαν ένα αυτοκίνητο σταματημένο στο αντίθετο ρεύμα περιμένοντας να υποδεχτεί πληγές νέες. Η προς πώληση καρέκλα της γυάλινης τραπεζαρίας τον υποδέχεται στις μπαλωμένες, βελούδινες πληγές της. Τα γυαλιά ηλίου του τον υποδέχονται στον μπλε κόσμο τους. Πίσω από αυτά, εξάλλου, βλέπεις διαφορετικά την πραγματικότητα γύρω σου. Τα πάντα είναι ουρανός. Όταν έρχεται η στιγμή εκείνη που κάνεις έναρξη σύμβασης εργασίας με τον ουρανό, γίνεσαι κι εσύ ο ίδιος ένας τέτοιος. «Γύρνα κοντά μου, μαμά. Το φαγητό θα γίνει όπου να’ ναι. Ακολούθησα τη συνταγή σου. Εσύ γιατί δεν ακολουθείς εμένα πια;» Το αχλάδι κουδουνίζει. Ο φούρνος ανοίγει. Το μάτι κλείνει. Νερό παντού. Τα πάντα είναι θάλασσα. Πότε βγαίνεις από τον κύκλο; 

Ο Δεκέμβρης, λέγεται, είναι ο μήνας των θαυμάτων ή των θερμίδων. Για τον άντρα εκείνον που χρειάζεται επειγόντως και τα δύο, ο Δεκέμβρης είναι λαχείο που αγοράστηκε στην έξοδο προς 3ης Σεπτεμβρίου, ανάμεσα σε μπουγάτσες Θεσσαλονίκης, Συριανά λουκούμια και τοπικά κρακ, περιμένοντας με αγωνία την πρωτοχρονιάτικη κλήρωσή του. Αν και η Ομόνοια δεν είναι ο Κήπος της Εδέμ, αλλά των περιθωριακών, ίσως το «12» να είναι το τυχερό του βγάζοντάς τον από τον λαβύρινθο στον οποίον ρίχτηκε με τη βία. 

Η κίνηση στους δρόμους το σούρουπο είναι όμορφη, όταν εσύ είσαι ο πεζός με περίσσιο ρομαντισμό. Στην εποχή της πεζότητας και του βαδίσματος με κατεβασμένο το κεφάλι, λίγοι θα εστιάσουν στα φώτα της πόλης και πολλοί στα παπούτσια του πολίτη. 

Διασχίζοντας τις εορταστικές λεωφόρους με νέα παπούτσια και παλαιωμένα μάτια για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, ανυπομονεί να γυρίσει στον εντοιχισμένο κόσμο του, ο οποίος δεν είναι ούτε όπως θα ήθελε ούτε όπως πρέπει, αλλά τουλάχιστον είναι καθώς πρέπει. Τα κλειδιά πετιούνται στο σεκρετέρ, δίπλα στα ειδοποιητήρια της εφορίας, το βάζο με την νεκρή φύση και τις ολοζώντανες αναμνήσεις. Οι παιδικές, άγιες νύχτες δίπλα στην οικογένεια ενηλικιώθηκαν κι έγιναν νύχτες εργαζόμενες μακριά από αυτήν με υπερωρίες απλήρωτες, ένσημα μισά και δώρα αναζητούμενα στο «Amber alert». Η λέξη «οικογένεια» διασπάστηκε καταλήγοντας να είναι ένας οίκος χωρίς γένος. Τα δικά του Χριστούγεννα θα μείνουν για φέτος στο πατάρι του, όπως έχει μείνει και η σοκολάτα της εδώ και μήνες στο ψυγείο. 

Ο Δεκέμβρης, λέγεται, είναι ο αγαπημένος μήνας μικρών και μεγάλων παιδιών. Σαν ένα πάρτυ φαντασμαγορικό που δεν θες να τελειώσει. Ένα πάρτυ διαφορετικό από τα άλλα, ίσως γιατί σ’ αυτό το πάρτυ τα αστέρια είναι χειροπιαστά και τα προβλήματα μοιάζουν να είναι άπιαστα. Όταν η διασκέδαση είναι σε έξαρση, ο χρόνος είναι σε ύφεση και όσο το φινάλε πλησιάζει, τότε οι ρόλοι αντιστρέφονται με τα προβλήματα να γίνονται χειροπιαστά και τα αστέρια άπιαστα. Αυτό όμως που μοιάζει άπιαστο στο τέλος χωρίς να είναι, η ευχή για τον επόμενο χρόνο και το επόμενο βήμα σου ώστε η ζωή σου να είναι καλύτερη. Λίγο πριν τα γενέθλια του άχρονου χρόνου, η κατσαρόλα μετρά πόσα πιάτα χρειάζεται. Πολλές φορές δεν έχει σημασία πού χωράς, αλλά πόσο καλά ταιριάζεις εκεί που χωράς. Ένα πιάτο θα χρειαστεί για την αποψινή βραδιά. Το καλύτερο. Ντυμένος πρόχειρα ανάμεσα σε δυο αδειανές καρέκλες που καταδίκαζαν το κάπνισμα, φοράει το κομψότερο τσιγάρο του πριν το φαγητό με κλειστά παράθυρα. Το κρασί αθωώνει τον ένοχο και ο πλέον ένοχος στο εδώλιο αθωώνεται για κάθε του απόλαυση από τον Άη Βασίλη που σκάει στις γειτονιές με Bugatti. 

Αφού όλα γύρω αλλάζουν, γιατί εκείνος να μένει με ένα έλκηθρο πετούμενο δίχως θέρμανση; Η παράδοση μπορεί να χρειάζεται μαγεία, αλλά ο μάγος χρειάζεται αναβάθμιση και μια σύντροφο με σπίτι, κατά προτίμηση στην Βούλα. Προς τα εκεί το παραμύθι βιώνεται όλες τις εποχές και τα αγκάθια της καθημερινότητας αφαιρούνται προσεκτικά από τους εξειδικευμένους κηπουρούς. Από την άλλη, πίσω στο σπίτι όπου το παραμύθι είναι σταματημένο στις δώδεκα η ώρα με την άμαξα να γίνεται κολοκύθα, το κρέας βγήκε εξαίσιο. Το ίδιο και η γλυκοπατάτα. 

Η αγάπη του για την απολυμένη γυναίκα της αριστερής καρέκλας ήθελε λιγάκι παραπάνω ψήσιμο και με τις δύο αντιστάσεις. Το ψαχνό (της αγάπης του) είναι ακόμα ροζ σε κάποια σημεία. Αντιθέτως, το ψαχνό του επισκέπτη είναι κατακόκκινο σαν το κρασί του. Ο θόρυβος στο βάθος της κουζίνας μεγαλώνει μαζί με την επιθυμία του για άμεση ανακαίνιση. Τα «101 σκυλιά της Δαλματίας» θεωρούνται ταινία ανάλαφρη και χαριτωμένη για τις γιορτές, ενώ τα «101 ευρώ στο i-bank» ταινία τρόμου κατόπιν και εκτός εορτών. Θα συνεχίσει να απολαμβάνει το δείπνο του και να έχει ποντικοπαγίδες, αντί καινούργιους σωλήνες. 

Τα μεσάνυχτα πλησιάζουν και ο θόρυβος του μυαλού του συναγωνίζεται αυτόν της κουζίνας. Κάπου ανάμεσα σε μπουκιές νικοτίνης, πρωτεΐνης και νοσταλγίας, το μαχαιροπίρουνο αφήνεται βεβιασμένα στην άκρη. Πατώντας κάτι αμάζευτα λάχανα, κάτι ασφουγγάριστα, νευρικά γέλια της γυναίκας που διήλθε για λίγους μήνες και της γυναίκας που θα διέρχεται αιωνίως, καθώς και το ριγμένο ηθικό του, πάει να πατήσει πόδι σε ό,τι διακόπτει τώρα και το δείπνο του. Σταματάει στα μέσα. Ο επισκέπτης τον περιμένει στη γωνία. Κοιτιούνται για πρώτη φορά, αλλά οι φωνές τους έχουν κοιταχτεί ήδη πολλάκις. Απόψε θα ακουστούν. 

Τρέχουν και οι δύο. Χάνει ο ένας. Συνεχίζει να τρώει ο χαμένος και κερδίζει. Μένει νηστικός ο κερδισμένος και χάνει. Το τυρί είναι ο άνθρωπος και ο άνθρωπος το τυρί που γίνεται ροκφόρ σε κάθε δαγκωματιά καθυστερημένη από χείλη προσηλωμένα. Η κρύπτη δεν έχει τίποτα πλέον να κρύψει. Λίγο πριν το θαύμα βραχεί με φτηνή σαμπάνια από τους περισσότερους και με απάθεια από τους λίγους, βρίσκεται για θυσία μπροστά στον δήμιό του θέλοντας να αποχαιρετήσει τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω απ’ αυτόν. Μπροστά σ’ αυτόν βρίσκει τις λέξεις που θα ήθελε να ακουστούν και η σύντομη ζωή του παρατείνεται. 

«Εγώ δεν φεύγω. Θα μείνω δίπλα σου ό,τι και να συμβεί. Είσαι για εμένα το τυρί μου.» 

Τα λόγια του μπορεί να ήταν ένας θόρυβος απαλός, σαν μια κόρνα πατημένη ενός παιδικού αυτοκινήτου, αλλά ήταν θόρυβος αληθινός. Τα πρώτα χειροκροτήματα των γύρω σπιτιών αντήχησαν για να ακολουθήσουν τα πυροτεχνήματα. Μπήκε κι επίσημα το νέο έτος. 

«Καλή χρονιά, Τζέρυ.»

Η τελευταία του μπουκιά φαγώθηκε από τον κατ’ επιλογή συγκάτοικο και η παγωμένη σοκολάτα από τον κατ’ ανάγκη ιδιοκτήτη. Σε μια τέτοια στιγμή όπου όλοι τρώνε για γλυκό μελομακάρονα και κουραμπιέδες κι έχουν για παρέες ανθρώπους που ετοιμάζονται για χαρτάκι και κουτσομπολιό, ας κάνουν ένας ποντικός και μια «Bounty» τη διαφορά. Πόσο μάλλον όταν δεν είναι απλά μια «Bounty», αλλά η δική της «Bounty». 

Δεν κάπνισε άλλο για απόψε, αν και ξενύχτησε μέχρι το πρωί. Η γεύση της καρύδας ήταν προτιμότερη στο στόμα του από εκείνη του τσιγάρου. Τελικά τα Χριστούγεννα βγήκαν και φέτος από το πατάρι. Μπορεί να μην υπήρξε δέντρο, φτάνει που υπήρξε ένα αμυδρό λαμπύρισμα στη νύχτα της δικής του υποθηκευμένης Βηθλεέμ. Από κάτι πολύ μικρό άλλωστε (ξανα)ξεκινάει το ταξίδι της ζωής. Αν και ακόμα βρίσκεται στον λαβύρινθο μαζί με τον Μινώταυρο, το λαχείο του κέρδισε. 

«Θα έρθω κι εγώ σύντομα», αναφωνεί από το γραφείο της η Αριάδνη. Όλες οι ευχές εισακούγονται. Απλά κάποιες από αυτές επιβάλλονται να αιματωθούν.

 


Η Βασιλική Πατέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Χορεύτρια κλασικού και μοντέρνου μπαλέτου. Διηγήματά της έχουν διακριθεί στον Διεθνή λογοτεχνικό διαγωνισμό της ιστοσελίδας “Eyelands” το 2013 και 2014 καθώς και δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως είναι το Fractal, οι Χάρτες, το Βακχικόν και το Φρέαρ. Το τελευταίο της διήγημα «Αδημονία» βρέθηκε στη μικρή λίστα του διαγωνισμού “Eyelands” 2023 και θα συμπεριληφθεί σε συλλεκτικό βιβλίο των εκδόσεων «Παράξενες Μέρες» που θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβρη.