Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος | Off

© Alexander Rodchenko

 

“Από νωρίς το απόγευμα και σε ζωντανή σύνδεση, το δημοσιογραφικό επιτελείο του σταθμού εργ…” Δεν θέλω τέτοιες υπηρεσίες, ούτε να χρωστάω χάρη σε κανέναν. Μπούχτισα απ’ όσους “σκοτώνονται” για μένα. Ξέφυγε μια βλαστήμια μέσα απ’ τα δόντια μου. Μια κούφια βρισιά, όσο κούφιο είναι και το κουτί της τηλεόρασης. Άλλο τόσο χωρίς αντίκρισμα η σχέση του τηλεθεατή με την παρουσιάστρια των ειδήσεων. Μπορεί εγώ να την βλέπω και μάλιστα να μου δίνει την εντύπωση ότι με κοιτά κατάματα, αλλά εκείνη δεν έχει πρόσβαση στον δικό μου χώρο˙ αλίμονο! Ακολουθεί τις οδηγίες του σκηνοθέτη, του κάμερα-μαν, δεν ξέρω, δεν θέλω να μάθω. Κι ούτε η προσφερόμενη ενημέρωση με ενδιαφέρει, επομένως η ώρα μπροστά στην οθόνη ήταν πέρα για πέρα χαμένη. Φαινομενικά τουλάχιστον, ένα χρονικό διάστημα ζωής πεταμένο στα σκουπίδια. Ήμουν ευγενικός με το τηλεχειριστήριο. Απλά πίεσα το κόκκινο κουμπί με την ελάχιστη απαιτούμενη δύναμη, ώστε να δοθεί η εντολή. Έπειτα το ακούμπησα στο τραπεζάκι χωρίς να του δώσω περισσότερη σημασία. Έχει δημιουργηθεί μια σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ μας. Στο παρελθόν το έχω πετάξει εκνευρισμένος στο πάτωμα, όπως επίσης το έχω αναζητήσει όσο τίποτα άλλο στο σπίτι. Κάποια εποχή ήταν η προέκταση του χεριού μου, συνεπάγεται ο καναπές η προέκταση του πισινού μου. Όταν σηκωνόμουν για την ανάγκη μου, τον κουβαλούσα αγόγγυστα σαν το σαλιγκάρι το καβούκι του. Είναι γελοίο να γκρινιάζω για τις συνέπειες μιας δικής μου επιλογής κι όμως είναι το πιο σύνηθες στις ανθρώπινες αποικίες. Λοιπόν, το κατούρημα ήταν σχετικά εύκολο. Κατέβαζα το φερμουάρ κι έπιανα το πουλί μου με το ελεύθερο χέρι. Με το άλλο “άλλαζα κανάλι” μήπως και γίνει το θέαμα πιο ευχάριστο. Όσο για όταν καθόμουν στην λεκάνη, έπρεπε να απεκδυθώ τον άνθρωπο-καναπέ για να χωρέσω. Η γύμνια μου κι η μυρωδιά της κένωσης, μου υπενθύμιζαν της φύσης μου το κάτι ζωώδες. Αγνοούμενο στις χαράδρες των μαξιλαριών και ποτισμένο με αμέτρητα κυβικά οθόνης.
Το σκοτάδι κι η σιωπή της με εκδικούνται για την απρόσμενη απενεργοποίηση και το κάνουν, πώς αλλιώς, τραβώντας την προσοχή μου με φθηνές οφθαλμαπάτες. Τα τρικ της βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στα εγκεφαλικά μου κύτταρα κι η τηλεόραση σχεδόν με μαγνητίζει. Ακινητοποιούμαι μπροστά της με την προσήλωση του αποκηρυγμένου παρελθόντος. Ναι, αποκηρυγμένου γιατί είμαι επιλεκτικός πια στα προγράμματα. Το έχω ρίξει στο διάβασμα, στη μαγειρική, στη φροντίδα των λουλουδιών. Επίσης, με λίγη γυμναστική, λίγο χορό και κανέναν περίπατο στο πάρκο, δεν επιτρέπω να με βαραίνουν οι τύψεις του αλλοτινού καθισιού. Είμαι πια ένας φυσιολογικός άνθρωπος, όπως θα έλεγαν κι οι γείτονες αν δεν ερχόταν κάθε Παρασκευή βράδυ η Κάρλα. Όλοι ξέρουν τον λόγο της επίσκεψής της. Οι γείτονες γνωρίζουν περισσότερα κι από μένα τον ίδιο για τη ζωή μου και είμαι σίγουρος πως γνωρίζουν το πραγματικό της όνομα. Ποτέ δεν μου το είπε γιατί ποτέ δεν την ρώτησα. Μ’ αρέσει να νομίζω πως έτσι την λένε. Κοντεύει να γίνει βεβαιότητα και δεν πρόκειται να κάνω το λάθος να την καταρρίψω με καμιά ηλίθια ερώτηση. Μωρό, ποτέ δεν μου είπες τ’ όνομά σου ή κάτι τέτοιο. Οπότε για να μην μου ξεφύγει δεν της μιλάω καθόλου. Ούτε στο θυροτηλέφωνο ρωτάω ποιος είναι. Μόνο της ανοίγω. Δεν αναγνωρίζω το χτύπημα του κουδουνιού από κάτι συνθηματικό στον τρόπο. Απλούστατα δεν περιμένω κανέναν άλλον. Ποτέ δεν περιμένω κανέναν, εκτός από την Κάρλα. Για να είμαι ειλικρινής, όση ώρα κάνει να ανέβει τις σκάλες μέχρι τον τέταρτο έχω έναν φόβο μην τυχόν είναι κάποιος που θέλει να με σκοτώσει. Ναι, με τις σκάλες! Έχουν κι οι πουτάνες τις εμμονές τους. Σήμερα είναι Κυριακή. Τέτοια ώρα έπρεπε να είμαι με το βιβλίο στο χέρι. Σπάνια διαβάζω στο γραφείο ή στο κρεβάτι. Κόβω βόλτες απ’ το σαλόνι στο δωμάτιο και τούμπαλιν, διαβάζοντας δυνατά. Είπαμε, τέλος το καθισιό. Αναλογίζομαι τις ώρες του συγγραφέα πάνω στο πληκτρολόγιο κι είναι σαν να τον έχω πάρει απ’ το χέρι να ξεμουδιάσει, τέλος πάντων να αντιμετωπίσει κι εκείνος τις δικές του, παρόμοιες με τις δικές μου, τύψεις. Ανάλογα με την περίπτωση, ακόμα και μετά θάνατον… Τους φαντάζομαι σκυμμένους στα γραφτά τους, μερόνυχτα, δίχως φαγητό και ύπνο. Πότες, στην όψη σκοτεινοί, να παιδεύονται από τα πάθη των ηρώων τους, όπως κι οι ίδιοι τους παιδεύουν με τα δικά τους. Δεν είναι μια ζωή να την ζηλέψει κανείς. Ευτυχώς δεν έχω τίποτα να πω κι ακόμα περισσότερο τίποτα να γράψω.
Το λογύδριο της δημοσιογράφου το κατάπιε η σιωπή του σπιτιού. Οι τοίχοι, τα πατώματα· ο απόπατος της κάθε στιγμής όλα τα ρουφάει. Η κομψή σιλουέτα της έσβησε μαζί με τα λαμπιόνια του “θηρίου”. Έτσι την αποκαλώ, λόγω μεγέθους και κόστους, μα πιο πολύ ταιριάζει στην εξουσιαστική επίδρασή της στη βούλησή μου. Μια και το ‘φερε η κουβέντα, υποθέτω πως οι σύγχρονες τηλεοράσεις δεν έχουν λαμπιόνια και είμαι σίγουρος πως οι οθόνες τους δεν είναι γυάλινες. Κατά έναν παρόμοιο τρόπο, κάποτε μπορεί πράγματι να ήμουν άνθρωπος, άλλα ότι εξακολουθεί να με συνδέει με το είδος είναι απλά για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Το έκτακτο δελτίο συνεχίζεται, τα συμβαίνοντα στον κόσμο επίσης. Σβήνοντας την τηλεόραση δεν ανήκω πια στον κόσμο, ο κόσμος δεν μου ανήκει έτσι κι αλλιώς. Η τροχιά μου γύρω από τον ήλιο γίνεται ξεχωριστή απ’ την τροχιά κάθε άλλου, αν υποθέσω εκατομμύρια τηλεθεατές σε αντιδιαστολή με την δική μου άρνηση να συμμετέχω. Η απευθείας σύνδεση με την άλλη άκρη της γης με καταθλίβει. Έχω ανάγκη να συνδεθώ με όσα μπορεί το χέρι μου να φτάσει. Δηλαδή τον διπλανό μου, τον απέναντι, τον συνεπιβάτη στην συγκοινωνία. Κι όμως, δεν είναι γελοίο να κατανέμω ακόμα και την ελάχιστη ευθύνη στο “θηρίο”; Είμαι έτοιμος να το κάνω ακόμα και τώρα, μπροστά στο μυστηριώδες σκοτάδι της. Ο κόσμος ησύχασε από πολέμους και καταστροφές με το πάτημα ενός κουμπιού, μα ο,τι αναδύεται από τον πάτο του γυαλιού, αυτή τη στιγμή, είναι εξίσου άπιαστο. Η φιγούρα της είναι εκεί. Το προειδοποιητικό της ύφος στριφογυρίζει στο μυαλό μου. Κάτι σαν, θα έρθει κι η σειρά σου μαλάκα! Και νόμιζα πως ξεμπέρδεψα με το “OFF”. Το χαμόγελό της απευθύνεται προσωπικά σε μένα. Δεν ξέρω το όνομά της. Με το ζόρι κρατιέμαι να της φωνάξω πως δεν θα έπρεπε να είναι εκεί. Να φανεί πως έχω τον έλεγχο. Κι έπειτα ένα χιλιοειπωμένο, δεν ξέρω κι εγώ από ποια δικά μου τρίσβαθα βγαλμένο, ποια είσαι εσύ μωρή που θα μου πεις…
“Είμαι η Κάρλα. Δεν με περίμενες. Σήμερα, όχι δεν έπρεπε να είμαι εδώ. Όμως ήρθα. Οριστικά. Μην ανησυχείς. Δεν θα αλλάξουν πολλά. Θα είμαι η γνωστή πληρωμένη αγκαλιά της Παρασκευής, μόνο δεν θα χρειάζεται να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλοπάτια. Θα κάνω τις δουλειές του σπιτιού, θα βρίσκεις στρωμένο τραπέζι, τα απορρυπαντικά των διαφημίσεων θα αναδίδουν τη φρεσκάδα τους στο μπάνιο σου. Θα σου λέω τα νέα αποκλειστικά˙ όπου θες, αν θες κι ότι θες. Θα έχεις πλήρη έλεγχο! Τζακ Βεστ, να πεις του αφεντικού σου να μένει ήσυχος. Μπορεί να ψάξει για άλλον ήρωα τώρα και να κλείσει το κείμενό του με το πάτημα ενός κουμπιού.”

 

Ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος γεννήθηκε το 1979 στην Καλαμάτα. Για την ποιητική του συλλογή “Αταξίδευτα” (poema 2015) έλαβε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη το 2016.”