Γαλάζιες, μεγάλες αλήθειες
«Γίνεται χαμός εκεί έξω, έτσι δεν είναι φίλε;», είπε χαμογελαστά και ακούμπησε ένα σωρό πράγματα πάνω στο θυρωρείο. Ο γέρος πλησίασε και οι δυο τους σφίξανε τα χέρια. Είχαν καιρό να τα πούνε, ένα καλοκαίρι μοιάζει άλλωστε με ατέλειωτο καιρό. «Τι τα θες. Τραγούδια, στρατιώτες, μαθητές, κληρικοί, κορναρίσματα, απογοητεύσεις, μοναξιές. Όλα υπάρχουν εκεί έξω, όλα», αποκρίθηκε ο γέρος. Και κράτησε μια αιωνιότητα εκείνη η αμηχανία καθώς κοπαδιαστά περνούσαν οι εργαζόμενοι των εννέα και τέταρτο. Καλοβαλμένοι μες στους γιακάδες τους, οι κυρίες χρωματισμένες χαρούμενα με αεράτα φουστάνια που αφήναν τ΄αρώματα τους να γεμίσουν την ατμόσφαιρα. Σε λίγο θα χαθούν πάλι σε έναν άλλο σταθμό, στην ησυχία κάποιου γραφείου, εκεί που ξεχωρίζει ο ήχος του συρταριού και το ανακάτεμα του καφέ και ένα σωρό λεπτότατες αισθήσεις διεγείρονται. «Να που τέλειωσε και αυτό το καλοκαίρι», είπε ο θυρωρός και ο άλλος αποκρίθηκε, «ναι, γέρο, άλλο ένα. Στα επόμενα, το λοιπόν» είπε και ύψωσε τον καφέ του ειρωνικά και ο άλλος έβαλε τα γέλια και τραντάχτηκε σαν ξεχαρβαλωμένη μηχανή.
Και τότε, την είδε. Ερχόταν από την πλευρά της πολύβουης λεωφόρου και έσερνε πίσω της ολόκληρη την πόλη. Την ξεχώρισε ανάμεσα στο πλήθος και έχασε για μια στιγμή τα λόγια του. Είχαν μιλήσει μια δυο φορές στους διαδρόμους, σε μια άλλη περίσταση παρακολούθησαν παρέα ένα βαρετό σεμινάριο και εκείνη τον πλησίαζε και εκείνος έκανε πως αντέχει, πως δεν του καίγεται καρφί, μα η αλήθεια είναι πως έχανε την αυτοκυριαρχία του και όλα σε εκείνη την αίθουσα έμοιαζαν με πράγματα σε ένα δωμάτιο ανίδεων. Μετά από λίγο καιρό χάθηκαν, ατέλειωτες ώρες δουλειάς, διαφορετικά ωράρια, η ζωή που κυλά και μας παρασέρνει. Τώρα που το σκέφτομαι η ζωή δεν ναυαγεί ποτέ, όπως ακριβώς τα κύματα. Ο χαμός συνιστά δική μας υπόθεση.
Ύψωσα και εγώ τον καφέ μου εις ανάμνησιν της ωραίας στιγμής, ένας εγώ, στην κοίτη εκείνου του ανθρώπινου ποταμού.
Όλα είχαν παγώσει για εκείνον. Ο γέρος του μιλούσε για κάποιο μέρος, ζωγράφιζε με τα χέρια του τα δέντρα και χάραζε φανταστικά το περιγιάλι της ζωής του της ίδιας. Μα ο άλλος δεν έδινε την παραμικρή σημασία και ένιωθε πως ο κίνδυνος βρίσκεται κοντά του. Ο κίνδυνος να χάσει την ψυχραιμία του, να εκβιάσει λίγες κουβέντες μαζί της, που θα ΄ναι, τόσο μα τόσο πικρές. Ίσως επειδή κάποτε στην στάση του λεωφορείου που αργεί πεισματικά οι δυο τους είπαν όσα προλάβαιναν με τη σιωπή τους, πράγματα που κανείς κατορθώνει να πει μετά από χρόνια και χρόνια. Μερικοί που κάπνιζαν πλάι στην είσοδο του μεγάρου, φάνταζαν προϊστορικοί, ανυποψίαστοι για την ομορφιά που κάνει ετούτο τον κόσμο να τρέμει, για αυτή της την αντίθεση μες στο γενικό των ημερών πρόσταγμα.
Όταν τον είδε σταμάτησε. Κάποιος της μίλησε άσχημα, δεν αποκρίθηκε. Το πλήθος την προσπέρασε και στη γενική αφαίρεση της στιγμής, απέμεινε ολομόναχη. Ένα σύμβολο της ζωής του ακέραιο, μια χαμένη ευκαιρία, από καιρό πια.
Δεν θα μπορούσα να ξέρω όσα ειπώθηκαν ανάμεσά τους. Μόνο πως ο γέρος μάζεψε πρόχειρα τα σύνεργα της ζωγραφιάς του και επέστρεψε στο θυρωρείο του. «Ο κόσμος είναι λογιών», είπε και στριμώχτηκε στο κίτρινο κουβούκλιο, με το κόκκινο καπέλο του και τις βαριές, ανυπολόγιστες σημασίες τόσων και τόσων αδιάφορων κατά τα άλλα πραγμάτων.
Γύρισα και την είδα που προχώρησε πιο βιαστική από ποτέ. Η υπόθεσή τους είχε σφραγιστεί πια μια για πάντα. Εκείνος στεκόταν στην άκρη του φανταστικού μόλου και την κοίταζε που ξεμάκραινε. Ίσως αν έφτιαχνε κανείς εκείνη τη στιγμή το πορτραίτο του να τον έκανε μια ιδέα σοφότερο. Εκείνη πέρασε πλάι μου, με μια περηφάνια πληγωμένη. Έπειτα όλα μεταβλήθηκαν σε μια σκηνογραφία. Μια γυναίκα έκοβε έναν άδειο δρόμο και κάτι από εκείνο το χαλασμό έφθανε ως εμένα. Σίγουρα μια μέρα η ιστορία της θα γίνει ένα από εκείνα τα ελαφριά αναγνώσματα που βρίσκει κανείς σε φυλλάδες με βίους αγίων, σε καζαμίες και κακοτυπωμένες εκδόσεις. Και όμως, κανείς δεν θα ξέρει πως δεν πρόκειται για ένα φτηνό αφήγημα αλλά για μια αληθινή ιστορία σημαδεμένη από τη σκληρή και άκαμπτη ορολογία του αποχαιρετισμού. Μια πέρα για πέρα αληθινή ιστορία.
Κοίταξα τη μορφή του, τσαλακωμένη εμπρός στην είσοδο του μεγάρου. Ο γέρος τον πλησίασε. Είπε σιγανά πως «σπρώχνουμε, θυμώνουμε, κλωτσάμε, αντέχουμε και πότε πότε αγαπάμε. Θα περάσει, ως το άλλο καλοκαίρι. Στοίχημα στον καφενέ το μεσημέρι. Πάει, κύριος;» Μα ο άλλος δεν αποκρίθηκε, είχε γεράσει τόσο πολύ. Ένας χειμώνας τον φύσαγε και αν υπήρχε ορχήστρα θα έπαιζε για λόγου του την μπαλάντα των κρεμασμένων που μπουκώνει σαν βοριάς τις καρδιές. Έτσι όπως τον κοιτούσα μου φάνηκε πιο γέρος και από τον θυρωρό. Να θυμηθώ, να μην ξεχάσω, η αγάπη είναι φθορά μωρό μου.