Απόστολος Θηβαίος | Γαλάζιος, μακρινός ορίζοντας

© Ray K. Metzker

[…και όλα να κουρελιάζονται και εμείς
να μαθητεύουμε στον πόνο τους…]
Κ. Παπαγιώργης

 

Ξημέρωνε όταν έστριψε στην γωνιά του δρόμου. Φορούσε κατάμαυρο κοστούμι και είχε στρωμένα τα μαλλιά του με εκείνο τον ιταλιάνικο τρόπο, όλο γοητεία. Κάπνιζε το τσιγάρο του και περπατούσε σκεφτικός, περνούσε μέσα από τις βιτρίνες και τα σπίτια και τις έρημες στοές. Δεν έμοιαζε με πλάσμα αυτού εδώ του κόσμου, μόνο το ίχνος του κάτι μαρτυρούσε. Και μια υγρασία, σαν στάμπα,  από όπου περνούσε με το αργό του βήμα. Είχε στο πέτο του καρφιτσωμένο έναν αστερία και στον ώμο του κουβαλούσε κάβους, βαριά και ασήκωτα σχοινιά. Θα έπρεπε να είναι γερός του λόγου του καθώς αυτά τα σχοινιά για να τα κουβαλήσει κανείς απαιτούν όλο το ανθρώπινο σθένος, το είδος του κουράγιου που έλειψε για πάντα από αυτόν εδώ τον κόσμο. Σύρθηκε ως το γαλάζιο μου στενό και βρήκε απάγκιο στο βάθος της ζωής που φθινοπωριάζει και γίνεται τόσο μελαγχολική. Δεν μου έδωσε καμία σημασία, μα έτσι όπως περνούσε από το πλάι μου σηκώθηκε γλυκιά των λουλουδιών η μυρωδιά και όλα απέκτησαν τον χαρακτήρα ενός δοξολογήματος. Τον άφησα να περάσει και βολεύτηκα στη θέση μου, περιμένοντας να ξυπνήσει ετούτη η άσχημη πόλη. Συλλογίστηκα ποιο τάχα να ΄ναι το δράμα που τον έφερε ως εδώ, σε ποιο μεταίχμιο παλεύει να κρατηθεί όρθιος. Μα τίποτε δεν είπα και τυλίχτηκα με την καμπαρτίνα μου, σε μια προσπάθεια να θυμηθώ τι σόι πράμα είναι εκείνη η αγκαλιά που γίνηκε ακριβή, μια πόζα στημένη δίχως περιεχόμενο και ουσία.

«Το πρωί θα πρέπει να βρίσκομαι στο λιμάνι. Φεύγω, που λέτε, σήμερα επιστρέφω. Το πεθύμησα το χωριό μου, μια πολιτεία τόση δα γεμάτη θαύματα και απροσδόκητες πιθανότητες που λογάριαζα για μηδαμινές και ίσως ασήμαντες. Μόλις σήμερα έμαθα όλα από την αρχή να τα αγαπώ. Είχα κρατήσει το εισιτήριο στην μέσα τσέπη του σακακιού μου. Και την ώρα που περνούσα στην άλλη την πλευρά, κανείς δεν με είδε σαν θέλησα να βεβαιωθώ πως τίποτε με αξία δεν άφηνα πίσω μου.  Ύστερα άκουσα τις φτυαριές, τους ύμνους και τους αποχαιρετισμούς. Και είπα , πάει, τέλειωσε και αυτό. Και έλυσα τη γραβάτα μου και πήρα τη γαλαρία που ξανοίγεται κάτω από των ζωντανών τα πόδια. Βρήκα και άλλους που ταξιδεύανε, παλιούς πεθαμένους και αλόγιστους νεκρούς που τραβούσαν σε μια έρημο και είχαν πια ξεχάσει τι ζητούσαν. Οι γαλαρίες είχαν καρφωμένα κάθε μερικά μέτρα μερικά από εκείνα τα φώτα που επιστρατεύουν τα συνεργεία και οι τεχνίτες. Κάθε τόσο άλλαζα κατεύθυνση και ώρα την ώρα έφθανε η δροσιά της θάλασσας και ξυπνούσε ο φλοίσβος, σαν προσευχή από σφιγμένα χείλη. Και ήξερα πως τραβούσα τον σωστό δρόμο. Καμιά φορά βρέθηκα σε παράξενες διασταυρώσεις, εκεί βρήκα κάμποσους που αγνοούσαν πια τον αρχικό τους τον σκοπό.  Δεν τους ρώτησα τίποτε, επειδή οι παλιοί νεκροί έχουν μια πληγωμένη μνήμη και δεν νιώθουν πια τίποτε από τα περασμένα. Και έφτασα στην άκρη της θάλασσας, σε μια μαγική προβλήτα. Είχε ξυπνήσει ένας απαλός άνεμος και όλα χορεύανε διστακτικά προτού ριχτούν με θέρμη στον αγώνα. Τότε τους είδα, έρχονταν από μακριά, πρόσωπα θαρρείς από μια καρτ ποστάλ με στολές ναυτικές, παράταιρες, με τα τσιγάρα τους στα χείλη. Τους έγνεψα, εκείνοι ανταποκρίθηκαν και κάποιος έδωσε το παράγγελμα. Το πλαϊνό πανί έπεσε με θόρυβο και ο πηδαλιούχος ανακοίνωνε την αλλαγή της πλεύσης. Τώρα εκείνο το σκαρί με τους συντρόφους όλο και ζύγωνε. Ένα παιδί που βρέθηκε εκεί, με κάτι φτερά ψαλιδισμένα, με ρώτησε αν ξέρω το όνομα εκείνου του πλοίου. «Αργώ, το λένε Αργώ» και όλα φτερουγίσανε με έκπληξη σαν να είχε ακουστεί ένας ξαφνικός πυροβολισμός πίσω από τις γραμμές της νύχτας. Ο εχθρός είχε περάσει τις γραμμές και ώρα την ώρα θα αποκάλυπτε ολοένα και περισσότερο ήλιο μέσα από τα χώματα. Μα δεν έφυγα, δείλιασα και παρά τις οιμωγές και τα παρακάλια εκείνων των συντρόφων, άφησα την Αργώ να φύγει δίχως εμένα. Είπα να γυρίσω πίσω μα οι γαλαρίες είχαν πια μπερδευτεί μες στο νου μου και ήταν όλα σκισμένοι χάρτες και τίποτε Και έτσι σήκωσα τα σχοινιά και αδέσποτος σαν σημασία έφθασα ως εδώ. Τις νύχτες δεν υποφέρω πια, βλέπετε έτσι συμβαίνει πάντα με όσους θητεύουν στους πόνους. Τα πράγματα όλα σαν περνώ σταλάζουν από την άφωνη ντροπή και η πόλη γέρνει το πρόσωπό της από σεβασμό για τα βάρη και την πικρή μου καρδιά. Βλέπετε, υπάρχουν πάντα άνθρωποι που γλιστρούν από την κουπαστή της ζωής τους και χάνονται για πάντα. Δεν αντέχω να κοιτάζω τη θάλασσα και κάθε ξημέρωμα σαν επιστρέφω σε εκείνα τα χώματα, ακούω καθάριες τις φωνές των συντρόφων. «Αντώνη, Αντώνη, έλα λοιπόν, το ταξίδι μας προσμένει». Και εγώ ψηλαφίζω το εισιτήριο που έχω στην μέσα τσέπη της καρδιάς μου, ένα δίχως αντίκρισμα εισιτήριο, ένα σημείο του χρόνου που σαρώθηκε από τόσα πολλά».

Τίποτε άλλο δεν είπε και απέμεινε η κλασική σιωπή της συγκίνησης. Εμπρός μου, μπλεγμένος στα σχοινιά και τις αντένες, πρόβαλε όλο θράσος και δροσιά ένας «γαλάζιος ορίζοντας», πράγμα τόσο βάναυσο όσο και η λύπη εκείνου του ανθρώπου. Κανείς δεν θα τον ξεχωρίσει αν σταθεί πλάι του και ίσως τον λογαριάσουν για ζωντανό. Όμως εκείνος παραμένει πάντα ξεχωριστός, ίσως επειδή πάνω στα χαρακτηριστικά του και πάνω στο δέρμα του ακόμη, υπάρχει γλαφυρή και ανένδοτη η εμπειρία μιας ανάπηρης αξιοπρέπειας. 

Καθώς έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής, είδα μες στο πορτραίτο του τον εαυτό μου. Και έκλαψα πικρά για το τέλος μου, για τους συντρόφους που έφυγαν, για την παροπλισμένη μου ευαισθησία και για τη στάθμη των παθών. Για την δίχως προηγούμενο, αχαλίνωτη παραφορά. 

Απόστολος Θηβαίος