[…Δεν ήταν η νύχτα που ερχόταν αλλά
ένα ολόκληρο κίνημα που σάρωνε το γαλάζιο μου στενό…]
Κάθε νύχτα έρχεται στο στενό μου. Κρατά μια μεγάλη σακούλα ολότελα παραγεμισμένη με σχήματα και φιαλίδια. Τα απλώνει κάτω στις πλάκες και μοιάζουν με τους στρατιώτες που στήνουν σε σχηματισμούς τα παιδιά την παραμονή του πολέμου πάνω στην φανταστική τους σκακιέρα. Εμπρός οι στρατιώτες, οι πιο ταπεινοί και πιο πίσω οι αξιωματικοί και ο ίππος και στο βάθος ο βασιλιάς που δεν χόρτασε ακόμη αίμα. Όλα βρίσκονται τοποθετημένα με βάση το μέγεθος και έπειτα με το χρώμα και με το περιεχόμενο ή την λήξη τους. Τ΄αφήνει δίχως να αλλάζει τίποτε στον ρυθμό των πράξεων του. Μόνο που κάθε τόσο κοιτάζει στο έρημο μπαλκόνι και είναι σαν να ΄θελε εκείνη ακριβώς τη στιγμή να την ανταμώσει , να την ρωτήσει πού χάθηκε τόσα και τόσα χρόνια, να της πει πως τίποτε δεν άλλαξε και πως μερικά κορίτσια κρατούν για πάντα το φουστάνι της Αλίκης, να το φορούν όταν όλοι οι δρόμοι βγάζουν ίσια στη λογική. Εκείνη είναι ένα από αυτά τα κορίτσια.
Όλη τη νύχτα να σκαλίζει εκείνες τις ετικέτες, επίμονα, σαν τους στωικούς των αιώνων που περιμένουν την αλήθεια για να φανεί. Όλες εκείνες οι ετικέτες που σκαρώνει μες στη νύχτα, δεν μιλούν για φάρμακα. Κάπου γράφει «γαρύφαλλο» και αλλού «γαρδένια» και σε ένα από εκείνα τα φιαλίδια έχει κολλήσει την ετικέτα «το φιλί μας». Και δεν το βάζει κάτω και όλο σημειώνει και δακρύζει και προσπαθεί να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του που παίζουν τριγύρω σαν παιδιά. Δεν το βάζει κάτω και όλο επινοεί ονόματα φανταστικών άνθεων με ευεργετικές δυνατότητες για τους αρρώστους. Και σε ένα από αυτά γράφει «ελπίδα» μα με γράμματα αχνά, σημειωμένα δίχως θέληση, χωρίς πεποίθηση. Και είναι να απορεί κανείς που από εκείνα τα δοχεία αναβλύζει το φανταστικό τους άρωμα και η νύχτα ορκίζεται πως μέσα τους μπορεί κανείς να βρει τα θαύματα της φύσεως, μερικές από τις πιο εγκωμιαστικές της χειρονομίες. Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει απολύτως μεθυσμένος από τη ζωή και την ιδέα της. Έπειτα πάλι θυμάται τις δυσκολίες, τα άρρωστα βράδια, το τρέμουλο των χεριών και τα σφιγμένα χείλη, καθώς έξω πέφτουν βροχές και οι άνθρωποι μες στη μοναξιά τους σαλεύουν και περιμένουν να τελειώσει το γκρίζο έργο. Την κοιτάζει και είναι τα μάτια της βυθισμένα στο σκοτάδι και τότε εκείνος πεισμώνει και γράφει πιο γρήγορα, πιο γρήγορα και φωνάζει να ακουστεί μες στους ανθρώπους, αυτούς που δεν έπαψε ποτέ να αγαπά.
Σαν τελειώσει καπνίζει σκεφτικός σε μια άκρη. Κάτω από τα μάτια του δυο λίμνες με κατάμαυρα νερά. Όταν ξημερώσει θα πάει και πάλι κοντά της. Εκείνη θα φωνάζει απεγνωσμένα το όνομά του. Η φωνή της θα χτυπά εδώ και εκεί, μες στους διαδρόμους και μες στα δωμάτια που παλιώνουν αργά, τόσο αργά. Και εκείνος αφοσιωμένος στην ελπίδα να υποκρίνεται, τόσο πειστικός εμπρός στο πληγωμένο σώμα. Ένας αυθεντικός αριστοκράτης από εκείνους που δεν πάψανε ποτέ να θυσιάζονται δίνοντας νόημα στις ορολογ
«Να, μύρισε, εδώ μέσα έχουν βάλει ατόφιο χυμό τριαντάφυλλου. Και εδώ κατόρθωσαν να εισάγουν μερικές αιθέριες στιγμές. Είναι από τη γαρδένια μας» της λέει και για μια στιγμή αποδέχεται τον θάνατο που στέκει στην άκρη του θαλάμου, με μια τυφλή εγκαρτέρηση, πάντα σταθερός μες στους ιλίγγους της ζωής μας. Και εκείνη που διαβάζει τις ετικέτες και χαμογελάει και δεν τον πιστεύει, καθώς ξέρει πως κάποιος που αγάπησε πολύ ανακάλυψε κάποτε ένα όριο κάνοντας κομμάτια την ασχήμια της ζωής.
«Και εδώ, άνθη πορτοκαλιάς, κοίταξε που χωράει τόση αθωότητα μες σε μια τόση δα φιάλη». Και εκείνη κοιτάζει και χαμογελάει με μια αίσθηση οδύνης στο πρόσωπό της, με μια υποψία πνιγμού στο πρόσωπό της, με όλο τον ανθρώπινο χρόνο ζωγραφισμένο γύρω από τα χαρακτηριστικά της. Θύμα και εκείνη της νύχτας που συγκεντρώνεται πάνω από τις πολιτείες και ροκανίζει τις αδύναμες ψυχές.
Ποτέ δεν τον πίστεψε. Στην πραγματικότητα ξέρει καλά πως μες στα φιαλίδια υπάρχουν τα τρομερά φάρμακα. Και πως αυτές οι ετικέτες δοκιμάζουν να αλλάξουν λίγο τον σκληρό κόσμο, να πουν ένα ψέμα στο μεγάλο ερώτημα της επιβίωσης. Πάνω σε αυτές τις επιγραφές μπορεί κανείς να μαρτυρήσει την καρδιά της προσφοράς , την αφοσίωση στην σκηνογραφία της ζωής που συντρίβει όλα μας τα σχέδια, την σιωπή που όλα τα αφηγείται όταν κοιτάζονται χαράματα, καθένας από έναν άλλο δρόμο. Εκείνος πιο μόνος από ποτέ και εκείνη μισή να κατοικεί κιόλας τ΄άστρο το πιο δικό της, γυμνωμένη σαν τα σπίτια του Σεφέρη, με ένα πένθος για προορισμό.
Θα την επισκεφτεί πάλι αύριο. Θα προσθέσει και άλλα φιαλίδια και άλλες ετικέτες, θα σκεπάσει εκείνη την ασχήμια με τα καλύτερα υφάσματα που μπορεί κανείς να βρει, θα την χτενίσει και θα περιμένει ίσαμε το βράδυ, να έρθει εδώ κάτω, Θα συλλογιστεί εκείνους που κουλουριάζονται από τον πόνο, ο νους του θα διαβεί μέσα από τους ωραίους, πλακόστρωτους δρόμους ως τούτο εδώ το σημείο της νύχτας. Και όταν πια κάθε ένα από αυτά τα φάρμακα έχει αποκτήσει ένα κάποιο άλλοθι, θα θυμηθεί πώς ήταν όταν την αγαπούσε, πώς χωρούσαν λέει, οι δυο τους κάτω από έναν χαμηλωμένο ουρανό. Τότε είναι που κάτι τον παρακινεί και χάνεται μες στην είσοδο του μεγάρου, ήσυχος και βέβαιος πως η ζωή του υπήρξε τραγική και πως σαν πάψει να είναι θα γίνει κάτι άλλο, χρησιμοποιώντας όλα τα φωνήεντα από το όνομά της.
Το συνεργείο των αφισοκολλητών πάρκαρε το φορτηγό στην άκρη ενός δρόμου. Οι δυο μας, εκείνος με τα φανταστικά άνθη – πριν από χρόνια κάποιος σκάρωσε κάτι αντίστοιχο με μερικά φανταστικά ζώα, επαληθεύοντας την αξία αυτού του ορισμού για την επιβίωσή μας – και εγώ. Ασυναίσθητα ρίξαμε μια ματιά στο κοριτσόπουλο της διαφήμισης με το ιδανικό της χαμόγελο, βγαλμένο από την πιο ασύδοτη ευτυχία. Μα στην πραγματικότητα κοιτούσαμε ένα υπέροχο πρωινό. Εκείνος φορτωμένος με καθήκον και εγώ με συγκίνηση.
Το κορίτσι της διαφήμισης δεν θα γεράσει ποτέ. Ίσως να είναι το κορίτσι της αλήθειας. Όταν κοίταξα πλάι μου εκείνος είχε πια χαθεί. Η ζωή ξεκινούσε και πάλι δίχως να λογαριάζει ούτε στο ελάχιστο τη δική μας αμηχανία. Υπήρξαμε λέει, για εκείνη τη βραδιά κάποιοι που νομίσαμε πως δώσαμε τα πάντα και όμως το κορίτσι της διαφημιστικής μαρκίζας ξέρει καλά πόσο κόπο χρειάζονται πράγματα όπως οι αιωνιότητες και της αγάπης τα χρονικά.