Με όλη αυτήν την ησυχία που φυσάει έξω στην πόλη, οι κουβέντες φθάνουν παντού. Έτσι μια ευαίσθητη ψυχή μπορεί να ξεχωρίσει τις συζητήσεις που φθάνουν από ένα μπαλκονάκι, αρκετά μέτρα πάνω από τούτη εδώ την πολιτεία. Μπορεί να ακούσει τις πιο τρυφερές αφηγήσεις, από αυτές που πάντα λέγονται μα ο θόρυβος της ζωής δεν τις αφήνει να ταξιδέψουν ως εμάς για να μαλακώσουν για πάντα τις σκληρές μας καρδιές. Αυτές οι ιστορίες θα παραμείνουν για πάντα κρυφές και εμείς θα συνεχίσουμε να προχωρούμε αλύγιστοι και ολότελα ανίδεοι από την μαγεία της ζωής.
Κάπως έτσι έφθασαν πριν από μέρες, σαν ψίθυροι αρχικά, οι φωνές κάποιων που συζητούσαν. Ακούγονταν αχνά μα λίγο μετά καθώς αφιέρωσα όλο μου τον εαυτό σε εκείνη την κουβέντα, όλα ξεχώρισαν και οι λέξεις γινήκανε τόσο ευκρινείς. Υπήρχαν μόνο τα άστρα εκεί ψηλά και εκείνες οι φωνές και το πένθος μιας πόλης σε απόλυτη εγκατάλειψη. Παντού τα άνθη του Αυγούστου και μια απέραντη, ανίκητη νωθρότητα.
Εκείνος που μιλούσε λεγόταν Λουίτζι και η φωνή του έτρεμε σαν το φως του φεγγαριού πάνω σε ήμερα νερά. Η ιστορία του υπήρξε συγκλονιστική και άκρως συγκινητική. Πάνω κάτω, εκείνη η ιστορία πήγαινε ως εξής.
Ο Λουίτζι – το όνομά του ίσως να ήταν άλλο, μα ταιριάζει πολύ σε τούτο το βραδινό μελτεμάκι που λυγάει τα κλαδιά της ζωής μας – έμενε σε ένα πολύ καθώς πρέπει σπίτι. Από εκείνα που φτιάχνονται με ένα σωρό προσεγμένα υλικά, με ξύλινα πατώματα από την πιο εκλεκτή ποικιλία, γρανίτες και καλογυαλισμένες πόρτες ντουλαπιών που προσδίδουν στην όλη κατασκευή ένα απέραντο κύρος. Στο σαλονάκι του σπιτιού μπορούσε κανείς να δει μερικά από τα πιο ξεχωριστά ζωγραφικά έργα, κάποια πρωτότυπα και άλλα καμωμένα από επιδέξια χέρια, πιστές αντιγραφές των μεγάλων δασκάλων του παρελθόντος χρόνου. Σε εκείνο το διαμέρισμα κάθε δωμάτιο διέθετε έναν ξεχωριστό χαρακτήρα. Υπήρχαν δυο ξενώνες με λιγοστά έπιπλα, μα με μια θέα που κόβει την ανάσα. Όλα τα είχε φροντισμένα ο Λουίτζι και ήταν η όψη της πόλης χρυσαφένια σαν έπεφτε ο ήλιος. Καμιά φορά ο Λουίτζι είπε πως συλλογιζόταν όλους εκείνους τους ήλιους που πνιγήκανε πέρα μακριά στον ορίζοντα της πόλης. Τότε έκανε μια μεγάλη παύση και ακούστηκαν σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια που σμίγουν μεταξύ τους τα ποτήρια που χτυπάνε μεταξύ τους. Η παύση κράτησε μια ολόκληρη ζωή σχεδόν και ξάφνου ακούστηκε και πάλι η φωνή του Λουίτζι, ίσως πιο σβησμένη ακόμη από ότι πριν. Μα ξεκάθαρη, λαγαρή, μια φωνή σίγουρη, βέβαιη για εκείνο που ήθελε να πει.
«Θα ήταν ένα απόγευμα σαν όλα τα άλλα. Ποθούσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο να περάσω λίγη ώρα ρουφώντας την θέα του καλοκαιριού που έφθανε και έφθανε όλο και περισσότερο, έτοιμο να κάψει τούτη εδώ την πόλη και κάθε τι στέρεο και παγιωμένο. Στην είσοδο του μεγάρου ο θυρωρός χαμογέλασε ευγενικά και έκανε μια σύντομη υπόκλιση. Ανταπέδωσα και προχώρησα, προτού με διακόψει ευγενικά εκείνος ο θυρωρός. «Κύριε Λουίτζι, δεν θα ήθελα να σας απασχολήσω, μα σήμερα συνέβη κάτι παράξενο. Από εκείνα τα έκτακτα που διαταράσσουν κάπως την γαλήνη μας». Λογάριασα πως επρόκειτο για μια ζημιά, από εκείνες που χρειάζονται κάποια σπάνια τεχνική ειδικότητα για να αποκατασταθούν. Και ίσως ένα γερό, χρηματικό ποσό. Μα ήταν κάτι άλλο. «Ένα από τα νεογέννητα γατιά, κύριε Λουίτζι, σκαρφίστηκε μια σκανταλιά που ίσως του κοστίσει την ζωή. Να, κοιτάξτε, είχε το θάρρος να τρυπώσει μες στον σωλήνα που βγάζει ίσια στον λέβητα. Μα το παράκανε ίσως και τώρα έχει από το πρωί που ουρλιάζει μες σε εκείνο το δωμάτιο. Μάρτυς μου ο Θεός, κύριε Λουίτζι έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου. Αγόρασα ένα πεντανόστιμο παστό, είκοσι δολάρια κύριε Λουίτζι, τίποτε φτηνιάρικο ή δεύτερης ποιότητας. Και γάλα και νερό και ξαπλώθηκα φαρδύς πλατύς μες σε εκείνες τις ακαθαρσίες, μόνο και μόνο για να βρω μια ευκαιρία και να αρπάξω το άμοιρο το ζωντανό. Μα όλες μου οι προσπάθειες κύριε Λουίτζι πέσανε στο κενό. Φανταστείτε πως το μεσημέρι σαν με πήρε ο ύπνος μια στάλα ονειρεύτηκα τις τελευταίες μέρες εκείνου του ζωντανού. Και είδα πως κατόρθωνα να το περισώσω από το θλιβερό του τέλος. Μα γρήγορα διαψεύστηκα, καθώς οι σπαραχτικές του φωνές σκίζανε τον αέρα και με είχαν κάνει να νιώθω τόση μα τόση λύπη». Τον άκουσα με προσοχή και χαμογέλασα κάπως συγκαταβατικά, ολότελα αδιάφορος στην πραγματικότητα για τη μοίρα εκείνου του γατιού. Έβαλα ένα ποτό και απόλαυσα την θέα με τα αναμμένα φώτα και το μεγαλείο της πολιτείας που νυχτώνει. Μα εκείνη η ιστορία με είχε κυριεύσει και είναι σχεδόν αλήθεια πως άκουγα κιόλας το κλάμα του άμοιρου ζωντανού που ΄ταν άσχημα παγιδευμένο. Υπέθεσα πως η τεχνητή νοημοσύνη που δίνει λύσεις σε κάθε τι θα μπορούσε να διευκολύνει την κατάσταση. Έδωσα στον υπολογιστή τα δεδομένα και περίμενα, ακούγοντας καθαρά, σχεδόν πλάι μου τον γοερό σπαραγμό εκείνου του πλάσματος. Καθώς περνούσε η ώρα, τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Μήτε η πόλη και η θέα και οι φωτισμένοι λόφοι και το θαύμα εκεί έξω που ανάβει κινηματογραφικά σχεδόν, με όλη την την γοητεία του φανερωμένη. Μοναδική παραφωνία σε μια τέλια βραδιά ο άνεμος που φύσαγε και ζωντάνευε εκείνο το αναπάντεχο θέαμα.
Και τότε η μηχανή έδωσε την απόκριση. Μια άκρως ευφυή απόκριση που με έκανε να ταραχτώ. Η μηχανή είπε. «Καλύτερα να παριστάνεις πως είσαι ψυχικά άρρωστος. Πως εκείνο το ζωντανό δεν σημαίνει τίποτε λιγότερο από την ζωή σου. Θα επικοινωνήσεις με τις αρχές και θα πρέπει με κάθε τρόπο να τους πείσεις πως αν τάχα συμβεί κάτι τρομερό σε εκείνο το πλάσμα, εσύ θα κάνεις το βήμα που απομένει και θα βρεθείς στο κενό. Οι αρχές θα σε πιστέψουν και θα σπεύσουν για χάρη σου αλλά και για το καλό του εγκλωβισμένου ζώου. Αν ακόμη υπάρχει κανείς που μπορεί να βεβαιώσει πως η ψυχή σου ταράχτηκε εξαιτίας του συμβάντος θα ήταν εξόχως χρήσιμο σε αυτό το περίφημο θεατράκι που έχει στηθεί». Σάστισα μα κατέληξα πως μόνον έτσι θα μπορούσαν να συγκινηθούν οι αρχές που οφείλουν να επιληφθούν για κάτι τέτοιο. Βγήκα στο μπαλκόνι και μέτρησα την απόσταση ως κάτω. Έπειτα λογάριασα πώς θα έπρεπε να σταθώ για να φανώ πειστικός όταν οι αρχές θα σπάσουν την πόρτα, απεγνωσμένες για να με σώσουν. Η θέση θα έπρεπε να είναι κάπως ασφαλής, όχι μια πόζα που ίσως με οδηγήσει ως τον θάνατο. Μια απροσεξία θα αρκούσε και αυτό καμιά μηχανή δεν θα μπορούσε να προλάβει. Σκαρφάλωσα με το ποτό μου στο χέρι και κάλεσα τις αρχές. Η μηχανή είχε δίκιο, καθώς οι αρμόδιες υπηρεσίες ψυχικής φροντίδας με έβαλαν να συλλογιστώ τι σπουδαίο που είναι το δώρο της ζωής. Και με διαβεβαίωσαν ότι θα έκαναν τα πάντα για το άμοιρο το ζωντανό. Χαμογέλασα, ευχαρίστησα τη δεσποινίδα και ήπια μια γουλιά από το ποτό μου. Κοίταξα κάτω, εκεί που θερίζει η ζωή όλες τις πιθανότητες και είδα την αλήθεια. Το πλήθος, καμωμένο από κατάμαυρο μελάνι περνούσε και χανόταν. Ένα πλήθος από τραγικές φιγούρες. Αισθάνθηκαν σαν θεός και ήμουν εκείνη τη στιγμή η απάντηση στο μεγάλο ερώτημα της Μαργαρίτας. Ω, ναι Μαργαρίτα, υπάρχω στα αλήθεια, είπα. Το πόδι μου γλίστρησε, έκανα μια προσπάθεια να κρατηθώ μα σε λίγο βρισκόμουν κιόλας στο κενό και η ζωή είχε θολώσει, σαν να την κοιτάζει κανείς πίσω από την βροχή. Προτού έρθουν να με πάρουν οι αρχές, λίγο πριν χάσω ολότελα τις αισθήσεις μου, κατόρθωσα να δω με την άκρη του ματιού μου εκείνο το ζωντανό να ξεχύνεται στην πόλη. Έκλεισα τα μάτια μου και ώσπου να τα ανοίξω είχαν όλα χαθεί. Τώρα έχω μόνον αυτήν την κάμαρα και το μικρό μου μπαλκονάκι. Και έναν φίλο, έναν φίλο καρδιακό που ξέρει από κλεισμένους δρόμους και αδειανές στέρνες της ελπίδας. Όσο για τη μηχανή, δεν της κρατώ κακία, επειδή βρίσκεται εδώ δίχως χέρια και καρδιά, δίχως ψυχή. Ένα μαντείο με αλόγιστους χρησμούς, αυτό είναι όλο. Αυτή είναι η μηχανή».
Εκείνος ο γάτος καμιά φορά με χαιρετάει τρίβοντας τρυφερά την ουρά του στα πόδια μου. Πάντα απόμακρος, ίσως από φόβο μην τάχα και εγκλωβιστεί ξανά σε μια άσχημη συνθήκη. Όσο για τον κύριό του, σπανίως τον βλέπω μια και όλο του τον χρόνο τον ξοδεύει σε εκείνη την κάμαρη φτιάχνοντας παιχνίδια και πολύχρωμες κλωστές για τον γάτο του. Και όποτε κάποιος σε τούτο το γαλάζιο στενό μιλά για θαύματα, πάντα θυμάμαι τον Λουίτζι και τον πιστό, τετράποδο φίλο του. Οι δυο τους μοιάζουν με μια απόδειξη που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει, μια απόδειξη για την καλοσύνη του ανθρώπου. Ω, σε αυτό ακριβώς πάντα ο άνθρωπος θα είναι τόσο καλύτερος από τη μηχανή, Μαργαρίτα.