Απόστολος Θηβαίος | Νικάνορος Οσίου του θαυματουργού

© Giovanni Chiaramonte

Χωρίς προφύλαξη,
χωρίς στρατηγικές άμυνας
παραδίδεται
Κ. Παπαγιώργης

 

[…φάνηκε μονάχα σε μια άκρη στη ζωγραφιά
που άφηνε μαζί την δική του προοπτική
και εκείνη μιας θάλασσας απέραντης,
σε βαθιούς τόνους του γαλάζιου…]

Αύριο ξημερώνει μέρα προσευχής. Το μικρό ημερολόγιο το γράφει καθαρά. Νικάνορος οσίου του θαυματουργού. Ας βάλει το χέρι του για να σώσει την πικρή της ψυχή. Έλαβε το γράμμα των φίλων χθες το απόγευμα. Τον φωνάξανε από τον ταρσανά και έτρεξε, Θεέ μου πόσο έτρεξε και μες στο νου του εκείνες τις λιγοστές στιγμές, ένιωσε πως θα μπορούσε να το κάνει για απέραντα μίλια ώσπου να φτάσει στην φτωχική της κάμαρα. Να της πει πως ήρθε, πως έκανε ένα λάθος τρομερό και αρνήθηκε τον μόνο θεό που πίστεψε ποτέ του. Το χαρτί μύριζε φτηνή εφημερίδα, όλα ήταν παράφορα.

Το τηλεγράφημα δεν άφηνε περιθώρια για αισιοδοξίες. Μαρία άρρωστη, στοπ. Σπεύσε, τελευταίας στιγμάς, στοπ. Και εκείνο το μονοσύλλαβο έπεφτε εμπρός στα πόδια του σαν ένα τσουβάλι γεμάτο από άσχημη μοίρα, φράζοντας όλους τους δρόμους, κάθε πιθανή διαφυγή που θα μπορούσε να σημαίνει μια αχνή, μια ελπίδα δειλή. Διάβασε ξανά, ίσως να υπήρχε μια λέξη, κάτι που να μαρτυρά την ελπίδα του ανθρώπου εμπρός στον θάνατο. Και εκείνος που νόμιζε πως είχε βρει την γαλήνη, αρκούσε η μορφή της σπασμένη, υπόλευκη στο φόντο του παραθυριού, ανάμεσα στα θροΐσματα που αφήνουν τα ξαφνικά, τα αναπάντεχα φανερώματα της. Και εκείνος, που νόμιζε πως είχε τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με το παρελθόν,  φάνταζε σαν το παιδί που ξάφνου στρέφει το πρόσωπό του αντίκρυ στον κόσμο. Και μοιάζει γελασμένος, τόσο γελασμένος μες στα χαμένα πεδία των μικρών και των μεγάλων του μαχών. 

Ήταν λοιπόν τυφλός, αυτό ήταν όλο. Και είχε σαλέψει εντός του τώρα πια εκείνη η αλήθεια της επιθυμίας που θεμελιώνεται δίχως εξηγήσεις και προειδοποιήσεις, δίχως προφυλάξεις και στρατηγικές αμυντικές. Κοίταξε γύρω του τον ταρσανά, βρήκε μονάχα πελεκημένα ξύλα, ευρήματα μιας ζωής αδειανής. Λογάριασε την πίστη του, την βρήκε κουρελιασμένη και άσχημη και δειλή, είδε τον έρωτα σκοτωμένο, εκείνος που σκέφτηκε – τι επιπολαιότητα, τι λάθος κρίσεις και εξωφρενικοί υπολογισμοί – πώς στ΄αλήθεια ς η ευγένεια και η δοκιμασία μπορούν να είναι το αντιστάθμισμα στον ανθρώπινο πόνο. Είχε κάνει λάθος και τώρα ο κόσμος του φάνταζε περίκλειστος, κύκλοι που στενεύουν. Και ένιωσε τον Θεό που βρίσκεται παντού, σαν μια διακριτική και επίμονη απειλή που δεν θα τον άφηνε σε ησυχία. Διάβασε πάλι τα στοπ του τηλεγραφήματος. Και το όνομά της, Μαρία, και εκείνος που ΄χε χρόνια να πει μια λέξη, ψιθύρισε το όνομά της με την ευλάβεια ενός προσκυνητή μες στην σκιά του τέμπλου. 

Ζήτησε να δει τον ηγούμενο, του εξήγησε πώς είχαν τα πράγματα, ο μεγαλόσχημος του αρνήθηκε κάθε κουβέντα. Του θύμισε το συμβόλαιό του με τον Θεό, του αράδιασε μερικούς πατέρες και του ανέδειξε με μια ελαφριά ιστορία την αξία της πίστης. Μα εγώ, είπε, εγώ πιστεύω μονάχα στην Μαρία. Ο ηγούμενος τον κοίταξε αυστηρά, πήρε το γράμμα από τα χέρια του και του υπέδειξε τις απασχολήσεις του που δεν σηκώνουν περισπασμούς. Εκεί θα βρω την Μαρία, ρώτησε και είχε κιόλας αποφασίσει εντός του ποια θα΄ταν η μοίρα των πραγμάτων. Χάθηκε μες στα καλντερίμια του κάστρου και φάνηκε μονάχα σε μια άκρη στη ζωγραφιά που άφηνε μαζί την δική του προοπτική και εκείνη μιας θάλασσας απέραντης, σε βαθιούς τόνους του γαλάζιου. Κατέβαινε και όσοι αντάμωσαν μαζί του, έχουν να λένε για τα κατακόκκινα μάτια του.

Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει ένα καλό ποσό. Άλλωστε εδώ δεν έχει τιμή η ζωή, μονάχα εξακολουθεί και τελειώνει και ξαναπιάνει το τραγούδι του θριάμβου και της σιωπής, πότε καιρός του σιγάν και πότε σήμαντρα για το σκάνδαλο της ομορφιάς εκεί έξω. Έπιασε τον βαρκάρη, του εξήγησε, τον έβαλε να καταλάβει, να μην του αρνηθεί, του τόνισε πως κάνει μια πράξη ανθρωπιάς που ο ηγούμενος αρνήθηκε, αρνήθηκε, αρνήθηκε. Πως η καρδιά του πάει να σπάσει και πως είναι άδικο μεγάλο όταν κανείς βρίσκει τον Θεό του, κάποιος να του τον αρνείται. Του είπε και άλλα, παραδέχτηκε ακόμη πως ίσως να φάνταζε μια φαιδρή ψυχή, αδύναμη και αυτό έλεγε πως επαλήθευε την μετέωρη ψυχή του, την ανίκανη να συνταραχθεί από πράγματα υψηλά και ιδεώδη. Ο βαρκάρης κατάλαβε και άλλωστε για εκείνον λίγη σημασία είχαν τα προσωπικά ζητήματα του καθενός. Η ζωή του ήταν απλή, ρηχή, μια πεδιάδα με σπαρμένη τη συνήθεια, σχεδόν ψευδαισθητική, ανήμπορη να συγκλονιστεί από τις στροφές της μοίρας, με μια σχέση βαθύτατα και αθέλητα αιρετική μαζί της. 

Το ίδιο βράδυ ταξιδέψανε με το καΐκι. Το κύμα τους κατάπινε και εκείνοι πάλι ορμούσαν και είχαν ένα μικρό φανάρι στην πλώρη και από τον ασύρματο φθάνανε σκόρπια sos και σήματα της καταστροφής. Ο βαρκάρης είπε μόνο, δεν θα κατορθώσουμε τίποτε, πρέπει απόψε να πνιγούμε και ετοίμασε τον εαυτό του. Ο άλλος έκλεισε τα μάτια και για τελευταία φορά αφέθηκε στην παλιά του πίστη. Χαράματα βγήκαν στο λιμάνι. Χωρίσανε ευγενικά και ο βαρκάρης έφυγε για το ταξίδι της επιστροφής, έτοιμος να πεθάνει ή να δέσει το καραβόσχοινο στον μόλο που αρχινάει μες στην καρδιά του κόσμου του. 

Εδώ το σπίτι, και η κάμαρη και η Μαρία και οι δικαστές τριγύρω με πρόσωπα θολά μα αδέκαστοι. Τώρα τους χωρίζει μια αναπνοή. Χρυσαφένια η Μαρία και το απόγευμα, ίσως το τελευταίο της ζωής της. Έξω όλα ωραία και θαυμαστά,  στραβοπατήματα, κωμωδίες και φριχτές αλαζονείες. Παντού να επικρατεί το θέμα του σπαραγμού της ομορφιάς. Πόσα χρόνια δεν ψάξαμε για κάτι ισοδύναμο, υποθηκεύσαμε όλη μας την περιουσία σε σκληρούς πιστωτές. Σαν βγήκαμε από το σκοτάδι μετανιώσαμε πικρά, στραφήκαμε σε θάλασσες και χίμαιρες. Είναι αδύνατο, ένα στοίχημα που κανένας δεν αγοράζει. Μιλώ για  τον πυρετό που την καίει, την καίει, την καίει. Και όμως εντός της πλάθει την μορφή του που την νιώθει συνέπεια μαρτυρική της αρρώστιας της. Εκείνος που ξεδιψάει με το πικρό νερό, που μετράει τα άσκοπα χρόνια και βλέπει ξανά τις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων, δεν τολμά να την αγγίξει. Οι θεατρινισμοί, τα δάκρυα, οι γονατιστές επικλήσεις δεν είχαν καμιά θέση σε εκείνο το δωμάτιο. Μόνο η Μαρία που χρύσιζε σαν άγαλμα μες στην δύση του ήλιου, μόνο αυτή μπορούσε αν το ΄θελε να σηματοδοτήσει μια μοναδική τεχνοτροπία, σπουδή πάνω στο βασιλικό, λευκό χρώμα.

Μετά δυο ώρες το κορίτσι τέλειωσε, πάει. Έφυγε μονάχος του, σαν σκιά και τράβηξε για το λιμάνι. Ο βαρκάρης τον ξεχώρισε μες στο πλήθος και του΄γνεψε. Είχε στην πλώρη του μια μορφή γυναικεία μα ποτέ δεν του μίλησε και σε όλο το ταξίδι βύθιζε τα χέρια της στο νερό και έπαιζε με τις μεταμορφώσεις  τους. Γύριζε πίσω βέβαιος, σίγουρος για το μίσος του. Η καρδιά του εξευτελισμένη, στάλαζε μίσος και απέχθεια. Θα γυρίσει για να τον μισήσει με όλη του την δύναμη. Και όταν όλοι θα προσεύχονται, εκείνος θα καλλιεργεί συστηματικά το μίσος, υγρά θα γίνονται τα μάτια του από την σκοτεινιά. Ο κόσμος θα αποκτήσει οικειότητα μαζί του, ο άνεμος και οι εποχές θα τον αγκαλιάσουν. Και εκείνος  θα νιώθει το πικρό δηλητήριο, τα χαμένα χρόνια, την ετοιμόρροπη αγάπη που τον τύφλωσε. Ένας Μίδας θα είναι,  που μετέτρεψε  σε πόνο ότι αγάπησε περισσότερο.

Έζησε με μίσος ως το τέλος του βίου του. Εκοιμήθη δεκαετίες μετά. Όσοι γνωρίζανε την ιστορία του και όσοι μες σε εκείνα τα χρόνια τον εμπιστεύτηκαν και του ΄παν μια καλή κουβέντα, αυτοί δεν έβγαλαν ούτε δάκρυ. Μόνο κρυφογελούσαν που έπαψε το μαρτύριο και έλεγαν πράγμα γεμάτα καλοσύνη για εκείνον στον ταρσανά, μετά από μέρες όταν πια το πένθος είχε ξεφτίσει. Ήσαν ευτυχισμένοι για το τέλος του που έφθασε ειρηνικό. Λένε ακόμη πως μόνο τον Θεό μίσησε, πως αγάπησε βαθιά τους ανθρώπους και στάθηκε σε όλους στην χαρά και την λύπη. Και αν αποκρίθηκε στην ζωή με μίσος, ήταν επειδή ένιωσε βαθιά μέσα του την προδοσία και αναμετρήθηκε με τον εαυτό του, δίχως προσχήματα, με αμείωτη γενναιότητα. Αυτά λένε, μα η αλήθεια είναι πάντα αλλιώτικη.

Νύχτα τον πήρε ο βαρκάρης. Τραβήχτηκαν στα ανοιχτά, η νύχτα υπέροχη, το καλοκαίρι στα καλύτερά του. Όταν ήταν πια ασφαλείς τους άφησε να παίξουν με τις μεταμορφώσεις του νερού. Έλαμναν σιγανά και οι δυο τους, πίσω στα χρόνια της δροσιάς, μιλούσαν και γελούσαν και μεγάλωναν από την αρχή τον Θεό με μια λατρεία ανεπιφύλακτη, καμωμένη από τα λαγόνια και των χεριών το μέσα κόσμο και από τον καταρράκτη του λαιμού της.  Στους βυθούς έφεξε χρυσή η ράχη των ψαριών και έβαλαν τα γέλια οι δυο τους, νιώθοντας βαθιά πως η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. Μαρία.

Απόστολος Θηβαίος