είναι κάτι νύχτες συμπληγάδες
Νύχτα περπάτησε μες στους θαλάμους. Άνθρωπος κανείς, μονάχα κάτι κουρασμένες φιγούρες, εδώ και εκεί, με τους ορθοστάτες τους, δοσμένοι σε ένα παράξενο, μοναχικό χορό. Άνοιγε τις πόρτες και κοιτούσε την ζωή που πάλευε να σταθεί όρθια. Άκουγε μερικούς που κλαίγανε, φοβισμένους, με μοίρα τους το ακατόρθωτο. Και άλλους που ονειρεύονταν και φώναζαν τους χαμένους τους φίλους. Πού είσαι Πέτρο, πού είσαι Γιάννη, σαν στίχοι του Γκάτσου από χείλη πικρά.
Γύρευε τον Θεό μα δεν τον ΄βρισκε. Έψαχνε μην τάχα και είχε κουρνιάσει ανάμεσα στους αρρώστους που δίνανε την μάχη τους την ύστατη. Σε ένα από τα δωμάτια κάποιος έφευγε και όλο μαζεμένοι τριγύρω τον αποχαιρετούσαν. Και ήταν ο άγγελος πάνω από το προσκέφαλο του και σκούπιζε τον ιδρώτα από τον μόχθο εκείνου του ανθρώπου.
Τίποτε δεν είπε, μόνο την πόρτα έγειρε, έτσι όπως ο χρόνος σφραγίζει πίσω του τα πάντα. Στάθηκε να ακούσει τον ρυθμό του πόνου, ώσπου σώθηκε η ανάσα εκείνου του ανθρώπου και ένα ουρλιαχτό έσκισε την σιωπή σε όλους τους θαλάμους. Κάποιος έτρεξε, ήρθαν μερικοί άλλοι. Από μέσα βγήκαν μερικοί αγκαλιασμένοι, τα μάτια τους πρησμένα, πάνω τους το αποτύπωμα το τυπικό ενός θανάτου. Κάτι ψιθύρισε η καμπάνα του παρεκκλησιού και η νύχτα προχώρησε παντού, αφήνοντας μια μικρή ριπή ανέμου από το ανοιχτό παράθυρο.
Δεν τον έβρισκε τον Θεό και έβαζε τον εαυτό του σε δοκιμασία. Γύρισε πίσω και κοίταξε πάλι στα δωμάτια, κάποιος πονούσε μα ήταν αδύνατο μες στο σκοτάδι να τον ξεχωρίσει και έτσι υπέθεσε πως είναι η ζωή που παλεύει να σταθεί όρθια κόντρα στις πολιορκίες. Δεν ήταν πουθενά και η καρδιά του για μια στιγμή λύγισε. Χορτάριαζε η νύχτα και ήταν μακρινό ακόμη το χάραμα. Όλα του κόβανε την ανάσα μα δεν το ΄βαλε κάτω. Κάπου θα είναι ο Θεός, ίσως φορά ένα καλοκαιρινό πουκαμισάκι και έχει την όψη μιας αρχαίας πατρίδας. Κανείς δεν το ξέρει, μονάχα κορίτσια με το όνομα Αλκμήνη και Δήμητρα και Αντιγόνη μπορούν να σου πουν με ένα τους νεύμα πως όσοι ήταν να πεθάνουν απόψε πέθαναν και ίσως αυτές μονάχα να γνωρίζουν τι πάει να πει η θλιμμένη γαλήνη των διαδρόμων.
Δεν είναι πουθενά ο Θεός και έχει πέσει στην καρδιά του μια φτώχεια και φέγγει παντού η κιτρινωπή σκοτεινιά του κάτω κόσμου. Εκεί μέσα όλα λογοδοτούν απέναντι στην ζωή και όλοι οι χλωροί του Απρίλη δρόμοι σφραγίζονται για πάντα. Δεν υπάρχει Θεός μες στους θαλάμους , μονάχα πνιγμένοι με την έκπληξη ενός γλυπτού. Κανείς δεν τον ξέρει μα σε εκείνους τους θαλάμους συμβαίνουν πράγματα μυθώδη που μόνο μια δόξα πένθιμη μπορεί να εκπληρώσει.
Στάθηκε στο παράθυρο. Από την πόλη ερχόταν μια μυρωδιά καμένης ζάχαρης και πετρελαίου και όλα φαντάζανε απέραντα πετρωμένα. Προσευχήθηκε να βρισκε λέει τον Θεό μες σε εκείνους τους θαλάμους, ίδιον με ολόλευκη πεταλούδα πάνω από χαλάσματα. Η νύχτα του τ΄αρνήθηκε μα βρήκε έναν άλλο τρόπο για να του δώσει μια στάλα ελπίδα.
Ένιωσε δίπλα του την παρουσία κάποιου. Γύρισε και είδε ένα παιδί, δεν θα ΄ταν πάνω από δώδεκα χρονών. Βγήκε από το κιαροσκούρο του διαδρόμου και είχε γαλάζια τα μάτια του. Το πρόσωπό του είχε το χρώμα του λιωμένου κεριού και ήταν η μορφή του τρικυμισμένη. «Πάρτε να ανάψετε ένα κεράκι και για μένα, κύριε», του΄πε και του΄μοιασε τόσο αθώα η μορφή του, πλασμένη για άλλους κόσμους. «Πάρτε να ανάψετε ένα κεράκι και για μένα. Για τον Σωτήρη, να πείτε. Κάντε το αυτό για μένα. Ήρθε ένας άγγελος στο όνειρό μου και μου το ΄πε, κύριε».
Και ο Θεός που ΄ταν μέχρι τότε ένα αγκάθι στο πόδι, του ΄δειξε πως μες σε τούτη την πρόστυχη την ανθρωπότητα, μπορούν μερικές λέξεις να γεμίσουν την ερημιά απέραντων αιώνων.
Του χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά και βγήκε στο αίθριο του νοσοκομείου. Πόση τρυφερότητα χωρούσε σε εκείνη την χειρονομία, δεν θα το μάθετε ποτέ. Κρατήστε μόνο την τρυφερότητα, σαν μια επιλογή που κάνουν όσοι έχουν υποφέρει πολύ.
Γαλάζιο χαράχτηκε στο βάθος το ξημέρωμα. Ο κόσμος αρχινούσε σαν πάντα να πονά και να ελπίζει. Και εκείνος μαζί του.
Απόστολος Θηβαίος