όνειρο σε γαλάζιο στενό
με πριμαντόνες
και
μάγκες
και ήχους από
τρανζίστορ
Απόψε το γαλάζιο μου στενό μοιάζει με κεντράκι. Από τα τρανζιστοράκια πέτουν ειδήσεις για φωτιές που επιμένουν, μα το καλοκαιράκι για τίποτε δεν νοιάζεται και όλο προχωρεί μαζί με τους χιλιάδες που ταξιδεύουν και ερωτεύονται και μελαγχολούν στον δρόμο κάποιας επιστροφής. Βάλανε και πολύχρωμες γιρλάντες και στήσανε και μια σκηνή, τίποτε σπουδαίο δηλαδή έξω από στοιβαγμένες παλέτες. Νωρίς το βράδυ θα αρχίσει η συναυλία. Θα τραγουδήσει εκείνο το κορίτσι που έχει την ομορφότερη φωνή του κόσμου. Εμπρός θα καθίσουν τα καλύτερα παιδιά της γειτονιάς, οι μάγκες και οι μαγαζάτορες που πλήρωσαν λέει για εκείνη την συναυλία και που θα θέλανε, λέει, να μείνει αλησμόνητη. Φέρανε και γλάστρες με βασιλικούς και οριοθέτησαν κάπως την πίστα, αφού διατυπώθηκαν παράπονα πως άμα έρθουν στο κέφι οι μάγκες θα πρέπει να έχουν χώρο για να φέρουν τις βόλτες τους.
Τοποθετήθηκαν ενισχυτές και όλο το απόγευμα ακουγόταν το «ένα, δύο» του ηχολήπτη, σαν παράγγελμα για βήμα σε παρέλαση φανταστική. Και ήρθε η ώρα για το δρώμενο και έφθαναν οι μάγκες με τις ντάμες τους. Φορούσαν καλοκαιρινά πουκαμισάκια και είχαν τη γόπα στ΄ακρόχειλα. Όλοι κάθισαν και οι φωτισμοί άλλαξαν νευρικά, ώσπου ελαφριά σκοτείνιασε και βγήκαν τα μέλη της ορχήστρας. Τελευταία βγήκε η πριμαντόνα, με φόρεμα υπερπαραγωγή, όλο στρας, με φιοριτούρες στο βολάν και ένα κίτρινο χρώμα, σαν χρυσαφένιο μεσημέρι. Και πήρε να τραγουδά και έπεσε βαθύς ο καημός στην πλατεία και βουρκώνανε οι μάγκες. Οι ντάμες τους λικνίζονταν και ήταν τόσο ωραία η φωνή της που ΄καμε την καρδιά μας να βουρκώσει.
Ωραία που ήταν η βραδιά. Μα όλα έχουν ένα τέλος και τώρα ο άνεμος σαρώνει το γαλάζιο μου στενό. Και είναι η ερημιά τριγύρω σαν λουλούδι ανθισμένο. Κανείς δεν απέμεινε και μόνον κάτι πλαστικές καρέκλες, άτακτα βαλμένες θυμίζουν το ωραίο φεστιβάλ που οργανώθηκε εκεί.
Μα είναι στ΄όνειρό μου που μες σε εκείνη την ερημιά ξεπροβάλλει πάνω στην σκηνή η πριμαντόνα. Το μακιγιάζ της είναι χαλασμένο, το φουστάνι της τσαλακωμένο. Μα η φωνή της ομορφότερη από όλα τα θαύματα του κόσμου, μια φωνή που θα ΄κανε ακόμη και του παραμυθού τον βασιλιά να ζηλέψει. Και τώρα τραγουδά για μένα και από ψηλά κατηφορίζει η φωτιά που ταξιδεύει τόσο καιρό και να τη τώρα, που ετοιμάζεται να καταπιεί τη νύχτα.
Τινάχτηκα από τ΄όνειρο. Κόρνες και βρισιές και οι τιμές των πλανόδιων πραματευτών που σκίζουν τον αέρα και ξεσηκώνουν τις νοικοκυρές. Τίποτε τ΄άγνωρο. Στην άκρη του στενού κάτι παλέτες και μια κοπέλα από το υλικό της πιο ανείπωτης ομορφιάς, μισή στο θάνατο, μισή σε τούτη τη ζωή να περνάει με το φουρό της στολισμένο από σπάνια και ακριβή δαντέλα. Να΄ταν εκείνη η πριμαντόνα με την όμορφη φωνή, κανείς δεν το ξέρει. Από το τρανζίστορ κάποιου διαμερίσματος φθάνουν ειδήσεις για τη φωτιά και οι μάγκες λίγο πιο πέρα, φλερτάρουν τα κοριτσόπουλα και γερνάνε. Όνειρο ήταν και όμως εγώ ακούω εντός μου τη φωνή της. Και όπως στον ύπνο επιστρέφω, αργά την πλάθω μες στην καρδιά μου. Την μέση και τα λαγόνια της και τα χυτά της τα μαλλιά, με τα μάτια τα αμυγδαλωτά και του λαιμού την φλέβα που όσο χτυπά, ο κόσμος μπορεί και να αντέξει.
Απόστολος Θηβαίος